Συνεχίζονται οι δραματικές καταθέσεις στη δίκη για το Μάτι, με τους ανθρώπους που έχασαν στην πυρκαγιά αγαπημένα τους πρόσωπα να περιγράφουν πώς, μόνοι και αβοήθητοι, προσπαθούσαν να εντοπίσουν τις σορούς των συγγενών τους. Όλοι κατήγγειλαν «χάος ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς».

Ads

Η Παναγιώτα Μαλαίνου κατέθεσε κλαίγοντας για την απώλεια της 73χρονης μητέρας της, επισημαίνοντας ότι χρειάστηκε να πάει δύο φορές για να μπορέσει να αναγνωρίσει τη σορό της. «Πήγα στο λιμεναρχείο να ρωτήσω για τη μητέρα μου. Μου είπαν ότι ήταν νεκρή, βρήκανε στο τσαντάκι της την ταυτότητα. Έψαχνα όλη τη νύχτα στα καμένα, σε εκείνο το οικόπεδο που βρήκαν τους 26. Περίπου 8 -9 ώρες την έψαχνα. Δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω. Είχε φουσκώσει από τα αέρια. Πήγα δυο φορές για αναγνώριση», είπε.

«Έχασα τη μητέρα μου, ήταν η κολόνα του σπιτιού. Είχε έρθει όπως κάθε καλοκαίρι στο Μάτι με το εγγονάκι της. Όταν είδαν τη φωτιά ξεκίνησαν να φύγουν. Πήρε την εγγονή της, Ειρήνη και πήγε σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο για να μεταβούν στη Αθήνα. Τα αυτοκίνητα της οικογένειας όμως είχαν εγκλωβιστεί. Αναγκαστικά πήγαν προς την Αργυρά Ακτή», κατέθεσε η κ. Μαλαίνου.

Και πρόσθεσε: «Μπήκαν στο νερό για να σωθούν. Στο σώμα τους και το κεφάλι τους έπεφταν αντικείμενα καιόμενα.  Ήρθε ένα κύμα σαν σκούπα και τους τράβηξε μέσα. Τους μάζεψε ένα καΐκι ιδιωτικό. Την Ειρήνη, ημιθανή. Παιδοψυχίατροι την εξετάζουν από τότε»

Ads

Ο Ευάγγελος Κωστόπουλος, αναφέρθηκε στην απώλεια της δικής του μητέρας του, την οποία βρήκε νεκρή στο πίσω μέρος του σπιτιού τους στο Κόκκινο Λιμανάκι.

«Την είχε χτυπήσει το θερμικό κύμα, είχε μουμιοποιηθεί», είπε ο μάρτυρας, που εξήγησε ότι ο πατέρας του χρειάστηκε να  νοσηλευτεί 2,5 μήνες, καθώς είχε καεί σε πρόσωπο, χέρια και πόδια.

«Προσπάθησα να μπω στο Κόκκινο Λιμανάκι αλλά σταμάτησα από τις φλόγες.  Κάποια στιγμή πέρασα είχε πολύ  καπνό. Είχε περάσει η φωτά και είχε φτάσει στη θάλασσα. Σπίτια και αυτοκίνητα ήταν καμένα άλλα καιγόντουσαν ακόμη. Στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα τον πρώτο καμένο, σε ένα κάμπινγκ. Ένας άλλος τον έβλεπε και στέκονταν ακίνητος δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. Ήταν ένα κάρβουνο. Το τοπίο ήταν τρομακτικό» ανέφερε.

Και πρόσθεσε: «Έτρεξα από πίσω από το σπίτι μας. Εκεί που ήξερα ότι κάθεται η μητέρα μου. Ήταν πεσμένη είχε πεθάνει. Κάηκε από το θερμικό κύμα, είχε μουμιοποιηθεί. Προσπάθησα να πλησιάσω κάπως…. Έπεσα κάτω έμεινα δέκα λεπτά, δεν το θυμάμαι αυτό μου το είπε ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα μετά σηκώθηκα. Ο πατέρας μου φώναζε μέσα στο σπίτι καίγονταν η κουζίνα. Κατάφεραν να μπω στο σπίτι, είχε πολύ καπνό. Ο πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος. Καμένος σε χέρια και πόδια. Το μόνο αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό μας. Έμοιαζε σαν να το είχε χτυπήσει χαλάζι. Τον πήρα στην πλάτη τον έβαλα μέσα και ξεκινήσαμε. Είχε ευτυχώς τα κλειδιά στη τσέπη του. Στο δρόμο βρήκαμε πεσμένα δέντρα αλλά για μεγάλη μας τύχη δεν εμπόδιζαν. Πήγαμε προς Ραφήνα. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πρώτα πήγαμε στο «Σωτηρία» και μετά στον «Ευαγγελισμό». Εκεί αμέσως τον διασωλήνωσαν. Χέρια πόδια και πρόσωπο ήταν καμένα. Προσπαθούμε να συνέλθουμε από εκείνη την ημέρα…».

«Παρηγοριά, ότι δεν υπέφερε»

Τον γιο του έχασε στην πυρκαγιά ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης, που τόνισε ότι η σύζυγός του δεν άντεξε τον πόνο και πέθανε από καρδιακή προσβολή.

«Είδαμε με τη σύζυγό μου για τη φωτιά στη τηλεόραση. Ο γιος μου εργάζονταν και σχόλαγε στις 6. Μιλήσαμε και μου είπε: “μας μπλέξανε με τη φωτιά”. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος και κόπηκε η επικοινωνία μας. Μετά δεν είχαμε καμία επαφή. Ύστερα από μια ώρα αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γίνεται» ανέφερε.

Και πρόσθεσε: «Πήγαμε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Μάκρης. Ρωτήσαμε για θύματα και μας είπαν ότι δεν υπάρχει τέτοια πληροφορία. Πήγαμε στην περιοχή αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε και γυρίσαμε. Συγγενείς μας είπαν ότι έφερναν επιζώντες σε Νέα Μάκρη και Ραφήνα. Πήγαμε στην Νέα Μάκρη και μας ενημέρωσαν πως “δεν φέρνουν εδώ επιζώντες, μόνο στη Ραφήνα”. Πήγαμε στη Ραφήνα, δεν υπήρχε κανένα νέο. Αυτό κράτησε μέχρι το πρωί. Μας είπαν τότε, ότι ήρθε και το τελευταίο πλοίο με επιζώντες. Από εκεί άρχισε ο Γολγοθάς μας. Να ρωτάμε σε νοσοκομεία και αστυνομικά τμήματα για το γιο μου αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η κόρη μου έδωσε dna. Κάλεσαν και εμένα να δώσω. Όπως κατάλαβα είχε βρεθεί η σορός του αλλά δε μας το λέγανε. Την επόμενη ημέρα μας ειδοποίησαν να παραλάβουμε τη σορό του παιδιού μου. Ο ανακριτής και ο ιατροδικαστής μας είπε ότι ο γιος μου δεν υπέφερε. Πρώτα λιποθύμησε από τον καπνό και μετά κάηκε. Ήταν ένα είδος παρηγοριάς για εμάς. Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στον δρόμο του θανάτου και εκεί χάθηκαν πολλοί. Είχε ακούσει μάλλον ότι η φωτιά πάει προς τον Άγιο Πέτρο και αποφάσισε να πάει από Μαραθώνος. Τους οδηγούσαν προς αυτόν τον δρόμο. Εκεί έρχονταν αυτοκίνητα προς Νέα Μάκρη και από Νέα Μάκρη προς Ραφήνα».

«Όλη μου η περιουσία σε μια σακούλα»

«Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου ήταν ΑΜΕΑ. Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Την ημέρα της φωτιάς ήταν να τη πάω στο Ίδρυμα αλλά δεν πρόλαβα» ανέφερε στη δική του κατάθεση ο Παναγιώτης Μανέτας, εγκαυματίας και ο ίδιος, που έχει υποβληθεί σε πολλά χειρουργεία. Δραματική ήταν η κατάθεση του Έκτoρα Διαμαντίδη και του πατριού του, Γεώργιου Καΐρη, οι οποίοι έχασαν μητέρα και σύζυγο στις φλόγες.

«Να βλέπεις τη μητέρα του να τη βγάζουν νεκρή μέσα σε μια πορτοκαλί σακούλα δεν είναι ότι πιο ευχάριστο…», είπε στο δικαστήριο φανερά φορτισμένος ο πρώτος, ενώ ο δεύτερος συγκλόνισε: «Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε από τη σύζυγό μου; Αυτό εδώ …(δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».

«Τρέχω να σωθώ, καίγομαι»

Ο Έκτορας Διαμαντίδης είπε στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων:

«Είμαι νοσηλευτής. Διάβασα για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Πίστεψα αρχικά ότι θα τη σβήσουν, όπως πάντα. Όταν είδα ότι πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ την μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. “Έκτορα, τρέχω να σωθώ, καίγομαι” μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απών. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της σπιτιού».

«Έπαθα κρίση πανικού του ζητούσα να μου τη δώσει να της μιλήσω», είπε επίσης.

«Κράτος ντροπής»

Ο Γεώργιος Καΐρης, σύζυγος της αδικοχαμένης γυναίκας και πατριός του Έκτορα Διαμαντίδη περιέγραψε: «Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα «ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται».

«Επέστρεψα στο σπίτι. Έβαλα το αμάξι μέσα στο γκαράζ. Είπα και στους γείτονες μας “να φεύγουμε καιγόμαστε”. Είχαν ένα βρέφος 3 μηνών. … Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια». Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. ….Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο  σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει».

Ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που κατέβαλλε ώστε να βρει βοήθεια. Δεν υπήρχε, όμως τίποτα, όπως είπε, ούτε αστυνομία, ούτε πυροσβεστική, ούτε κανείς από το Δήμο, ενώ αναφέρθηκε στις στιγμές που εντόπισε τη γυναίκα του νεκρή: «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη».

Και σημείωσε:

«Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; […] Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει “φύγετε;».

Ο κ. Μανέτας ανέφερε επίσης:

«Ξαφνικά ακούμε για τη φωτιά που είχε πιάσει στη Πεντέλη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω είδα ένα κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δυο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε κάτω να που πει κάτι. Μου έκαναν απλά νόημα να φύγω σαν να με χαιρετάγανε. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 από το σπίτι. Έβαλα τη γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησαν και την κυρία  Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι που μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στη καρότσα. Πώς να σηκώσουμε ένα άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος;. Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική “φύγε εσύ”. Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο. Την τράβηξα με τα χέρια και τη πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί  εκτός υπηρεσίας, που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε 20 με 30 άτομα».

«Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανένα», κατήγγειλε. «Τίποτα δεν υπήρχε, τίποτα. Πληρώνουμε τους φόρους τα πάντα. Δεν έπρεπε να μας βοηθήσουν;. Με έσωσε ο Θεός. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι κάτι να σωθούμε. Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου.  Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία  στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δε με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει. Έχω θέματα υγείας με τα χέρια και με τα νεύρα από τα καψίματα. Ζητώ Δικαιοσύνη για την αμέλεια και εύχομαι να μη συμβεί ποτέ ξανά αυτό».