Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI) εξέφρασε την Τρίτη, την «σοβαρή ανησυχία» του, «για την πρόσφατη απόφαση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας της Ελλάδας να αγνοήσει δικαστική απόφαση και να συνεχίσει να εμποδίζει τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την πολιτικά υποκινούμενη κατανομή της κρατικής διαφημιστικής χρηματοδότησης στα μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας COVID-19».

Ads

Σχολιάζοντας την στάση της ΕΑΔ, η οποία, παρά τη δικαστική απόφαση που έκανε δεκτή την προσφυγή του Vouliwatch για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που αφορούν τη «λίστα Πέτσα», αρνείται να δώσει τα σχετικά στοιχεία με τον ισχυρισμό ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογο ενδιαφέρον το γενικό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων των υπηρεσιών και την τήρηση των νόμων», το IPI πιστεύει ότι αυτή η στάση «έχει σημαντικές επιπτώσεις στο δικαίωμα στην ελευθερία της ενημέρωσης στην Ελλάδα, καθώς και στο ευρύτερο τοπίο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, το οποίο επηρεάστηκε αρνητικά από τον χειρισμό της κυβερνητικής εκστρατείας των 20 εκατομμυρίων ευρώ “Μένουμε Σπίτι” το 2020».

Προσθέτει, ότι «όπως τεκμηρίωσαν τότε η IPI και οι εταίροι του στο Media Freedom Rapid Response (MFRR), η χρηματοδότηση από την εκστρατεία για τη δημόσια υγεία κατανεμήθηκε με επιλεκτικό και αδιαφανή τρόπο. Τα μέσα που επικρίνουν την κυβέρνηση έλαβαν δυσανάλογα χαμηλότερα επίπεδα διαφήμισης σε σύγκριση με τα φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα, παρά το γεγονός ότι πολλά είχαν πολύ υψηλότερη κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα».

Την ίδια ώρα, «ορισμένες εφημερίδες που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αγνοήθηκαν εντελώς από τη διαφήμιση», ενώ, «μεταξύ των 1.232 επωνυμιών που περιλαμβάνονται στη λεγόμενη λίστα Πέτσα, ήταν 200 ψηφιακές οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στο Μητρώο Ηλεκτρονικών Μέσων της χώρας, συμπεριλαμβανομένων ανενεργών ή ανύπαρκτων ιστοσελίδων ή σκοτεινών ιστολογίων με ελάχιστους ή καθόλου αναγνώστες, καθώς και μέσα που συνδέονται με πολιτικούς του κυβερνώντος κόμματος».

Ads

Θυμίζει ότι τότε, «το IPI και το MFRR έστειλαν επιστολή στον Έλληνα Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Στέλιο Πέτσα, τον πρώην υφυπουργό και κυβερνητικό εκπρόσωπο που ήταν υπεύθυνος για την διαφημιστική εκστρατεία, εκφράζοντας ανησυχίες για την πολιτικοποιημένη διανομή των χρημάτων των φορολογουμένων σε σε ευνοούμενα μέσα ενημέρωσης. Δεν ελήφθη καμία απάντηση».

Θυμίζει επίσης, ότι «μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, η ελληνική ΜΚΟ Vouliwatch υπέβαλε αιτήματα στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας της κυβέρνησης για πληροφορίες σχετικά με το ποια μέσα περιλαμβάνονται, πόσα έλαβε το καθένα και τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η εταιρεία που προσέλαβε για τη διαχείριση του έργου, Initiative Media. Τα αιτήματα αυτά αρχικά απορρίφθηκαν».

Μετά από πιέσεις, «η κυβέρνηση δημοσίευσε τον πλήρη κατάλογο των μέσων ενημέρωσης και τα ποσά που έλαβαν. Ωστόσο, η ΓΓΕΕ αρνήθηκε επανειλημμένα να παράσχει έγγραφα σχετικά με τα λεπτομερή κριτήρια για τον τρόπο εκταμίευσης των χρημάτων. Πιστεύεται ευρέως ότι αυτά τα έγγραφα θα καταδείξουν την πολιτική επιρροή στην εκστρατεία».

«Αφού η ΓΓΕΕ αρνήθηκε εκ νέου να δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες, η Vouliwatch άσκησε έφεση. Ωστόσο, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, που αποφασίζει για τέτοιες περιπτώσεις, τάχθηκε στο πλευρό της κυβέρνησης και τα έγγραφα κρατήθηκαν μυστικά.

»Στη συνέχεια, η ΜΚΟ κίνησε νομικές διαδικασίες τον Μάρτιο του 2021. Μετά από δικαστική διαμάχη, τον Ιανουάριο του 2022 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών αναγνώρισε τελικά το δικαίωμα της ΜΚΟ να έχει πρόσβαση στα έγγραφα, σε μια σημαντική νίκη για τη διαφάνεια».

»Ωστόσο, στις 7 Ιουνίου η ΕΑΔ ενημέρωσε τη Vouliwatch ότι δεν θα συμμορφωθεί με την απόφαση να υποχρεώσει τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας να δημοσιοποιήσει τα έγγραφα, επικαλούμενη “επαγγελματικό απόρρητο”. Υποστήριξε επίσης ότι η Vouliwatch δεν είχε “νόμιμο συμφέρον” να ζητήσει τις πληροφορίες – παρά το γεγονός ότι αυτό αναγνωρίζεται ρητά από το δικαστήριο».

»Η άρνηση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας να συμμορφωθεί με αυτήν την δικαστική απόφαση είναι βαθιά ανησυχητική και έχει σημαντικές επιπτώσεις για την πρόσβαση στην ενημέρωση και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα», δήλωσε ο αναπληρωτής διευθυντής του IPI, Σκοτ Γκρίφεν (Scott Griffen).

»Το κοινό έχει δικαίωμα να γνωρίζει πώς δαπανήθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων και υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον να κατανοήσει πώς και γιατί η χρηματοδότηση κατανεμήθηκε τόσο άνισα στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της κρίσης της δημόσιας υγείας.

»Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες να κρατηθούν μυστικές αυτές οι λεπτομέρειες αυξάνουν τις ανησυχίες των διεθνών οργανώσεων για την ελευθερία του Τύπου για το προβληματικό σύστημα της Ελλάδας στη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης και τις προφανείς προσπάθειες να χρησιμοποιήσει την κρατική χρηματοδότηση για να διαστρεβλώσει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης διοχετεύοντας δυσανάλογα χρήματα σε μέσα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση.

»Το IPI προτρέπει την Εθνική Αρχή Διαφάνειας να τερματίσει την παρεμπόδιση της διαδικασίας, να αναγνωρίσει το συντριπτικό
δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων και να υποχρεώσει τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας να παρέχει αυτές τις πληροφορίες στο κοινό.

«Είναι επίσης ζωτικής σημασίας όλες οι μορφές διαφήμισης να διανέμονται μέσω μιας διαφανούς και προσβάσιμης διαδικασίας που βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε προφανείς πολιτικές πεποιθήσεις. Εάν η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρή για τη βελτίωση του τοπίου για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η επίλυση αυτής της υπόθεσης, παρέχοντας επιτέλους διαφάνεια και λογοδοσία, είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει».

Ο Γκρίφεν πρόσθεσε ότι η υπόθεση της Ελλάδας ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάγκης για έναν ισχυρό Ευρωπαϊκό Νόμο για την Ελευθερία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που να θεσπίζει κανόνες σε όλη την ΕΕ και να εγγυάται τη διαφάνεια και τη δίκαιη διανομή της κρατικής διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης.