Οι ακραίες συνθήκες δεν έδωσαν τον χρόνο για οργανωμένη εκκένωση κατά τη διάρκεια των καταστροφικών πυρκαγιών της Δευτέρας σημειώνουν οι ειδικοί ενώ στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν και οι μαρτυρίες κατοίκων και επισκεπτών που αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή για να σωθούν.  Οι κάτοικοι που βίωσαν τον όλεθρο αναφέρουν πως η φωτιά εξαπλώθηκε σε ελάχιστα λεπτά και έφτασε με τρομακτική ταχύτητα (σημ: οι άνεμοι έφτασαν μέχρι και τα 10 με 11 μποφόρ με ταχύτητες έως και τα 100-120 χλμ την ώρα) μέχρι τη θάλασσα. Επιπλέον ο εγκληματικός πολεοδομικός σχεδιασμός δεν έδινε τη δυνατότητα διαφυγής, αλλά ούτε και πρόσβασης στη θάλασσα, με αποτέλεσμα πολλοί να εγκλωβιστούν. Παράλληλα, η λεγόμενη «ζώνη μείξης» οικισμών και δασών, όταν δηλαδή, η πολύ πυκνή βλάστηση «συνυπάρχει» με κατοικίες, αποτέλεσε επίσης, καθοριστική παράμετρο και αφορά ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φονικής πυρκαγιάς. 

Ads

«Πρωτοφανής κατάσταση»

Αξιωματούχος που παρακολουθούσε την επιχείρηση δήλωσε στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι η κινητοποίηση των μηχανισμών ήταν απίστευτη αλλά η κατάσταση ήταν πρωτοφανής. «Μακάρι να ήταν διαφορετικές οι συνθήκες. Σχέδια υπήρχαν και υπάρχουν. Όμως τα σχέδια γίνονται με όσα γνωρίζουμε. Οι συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτή τη φωτιά ήταν πρωτόγνωρες. Δυτικός άνεμος με δέκα Μποφόρ και τέτοια ταχύτητα είναι πρωτοφανές. Η κινητοποίηση ήταν απίστευτη. Εκτρέψαμε άμεσα ελικόπτερα που βρίσκονταν σε άλλες φωτιές για να κερδίσουμε τον χρόνο που θα χανόταν να τα σηκώναμε από το έδαφος. Στείλαμε δεκάδες οχήματα και πυροσβέστες. Όμως η ταχύτητα που κινήθηκε η πυρκαγιά ήταν πρωτοφανής. Μέσα της δε δημιουργήθηκε περιβάλλον inferno (κόλαση), όπως λέγεται στην πυροσβεστική ορολογία, πράγμα που σημαίνει ότι ο καπνός ήταν πάρα πολύ δυνατός κι αφού ανέβαινε ψηλά, στη συνέχεια τον κατέβαζε ο άνεμος πάλι κάτω. Έπεφτε δηλαδή κάποιος στη θάλασσα και μπορεί να πνιγόταν είτε από αυτήν είτε από τον καπνό που κατέβαινε μέσα στις στάχτες».

«Ο χρόνος δεν ήταν ικανός για εκκένωση»

«Από την ώρα που ξεκίνησε η φωτιά μέχρι την ώρα που έφτασε στη θάλασσα, ο χρόνος δεν ήταν ικανός για εκκένωση», σημειώνει στην εφημερίδα στέλεχος της Πολιτικής Προστασίας, ενώ λίγη ώρα αργότερα, μιλώντας στον Real FM, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη υπογράμμιζε, αναφερόμενος στην τραγωδία, ότι ο χρόνος που συνέβη ήταν μόλις μιάμιση ώρα. «Το 2007 καιγόταν η περιοχή της Ηλείας επί επτά ημέρες, εδώ σε μιάμιση ώρα έγινε όλο το κακό», ανέφερε συγκεκριμένα κι αφού επισήμανε ότι τα αίτιά της ερευνώνται από τις δικαστικές αρχές, συμπλήρωσε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν στις δύο μεγάλες πυρκαγιές της Αττικής, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, είχαν να συμβούν εδώ και 50 χρόνια. 

Ads

Κάτοικοι και επισκέπτες έκαναν λόγο για έλλειψη σχέδιου και συντονισμού. Υποστήριξαν ακόμη ότι δεν έδωσε κανείς εντολή για εκκένωση ενώ δεν υπήρχαν οδηγίες και ο κόσμος έμεινε αβοήθητος την κρίσιμη ώρα. Τα στελέχη της πολιτικής προστασίας επικαλούνται τον παράγοντα χρόνο για το γεγονός ότι δεν έγινε οργανωμένη εκκένωση. 

«Η οργανωμένη εκκένωση από εμάς θέλει διαδικασίες. Θέλει χρόνο. Δυστυχώς δεν τον είχαμε. Μέχρι να στηθεί μια οργανωμένη απομάκρυνση χρειάζεται μια σειρά ενεργειών που προβλέπεται από το έτοιμο εδώ και χρόνια Σχέδιο Δράσεων για Δασικές Πυρκαγιές», λένε χαρακτηριστικά τα στελέχη, τα οποία ανέφεραν παράλληλα ότι βάσει του Σχεδίου Δράσεων (συγκεκριμένα του άρθρου 108 του Ν.4249/2014) η λήψη της απόφασης για την οργανωμένη απομάκρυνση των κατοίκων αποτελεί ευθύνη του δημάρχου – εάν πρόκειται για έναν δήμο – ή του περιφερειάρχη, που έχουν και τον συντονισμό του έργου πολιτικής προστασίας για την αντιμετώπιση της καταστροφής σε τοπικό επίπεδο. Στο ίδιο Σχέδιο εξάλλου προβλέπεται ότι «η δράση της οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης πραγματοποιείται μόνον όταν εξασφαλίζεται εγκαίρως η καλή οργάνωση για την ασφαλή υλοποίησή της», αφού «σε αντίθετη περίπτωση, η δράση αυτή εύκολα μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες συνέπειες – απώλειες». 

Γιατί δεν υπήρξε έγκαιρη προειδοποίηση

Σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΠΑ, κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς οι ισχυροί δυτικοί άνεμοι, ταχύτητας κατά θέσεις και κατά διαστήματα ακόμα και άνω των 90 χιλ. την ώρα, διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στη γρήγορη μετάδοση της πυρκαγιάς σε μορφή καθόδου προς τα χαμηλότερα υψόμετρα (downslope spread). Σημειώνεται πως το Αστεροσκοπείο Αθηνών μέτρησε ταχύτητα ανέμων έως και 120 χλμ την ώρα και αυτή η ταχύτατη πλευρική εξάπλωση της φωτιάς, αποτέλεσε πιθανότατα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές του ΕΚΠΑ, και τον κύριο λόγο που δεν υπήρξε έγκαιρη προειδοποίηση.

Με βάση μαρτυρίες που ανέλυσαν οι ερευνητές του ΕΚΠΑ προκύπτει ότι ο πληθυσμός που βρισκόταν κοντά στην παραλία, έλαβε πληροφορία για το γεγονός ότι η πυρκαγιά έρχεται προς τη θέση που βρίσκονται, όχι με τη μορφή έγκαιρης προειδοποίησης από κάποιο φορέα αλλά από άτομα που εκκένωναν το δυτικότερο κομμάτι του οικισμού Μάτι, ενώ η πυρκαγιά είχε ήδη πλήξει το δυτικό αυτό τμήμα του οικισμού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι δόθηκε σχεδόν μηδενικός χρόνος προειδοποίησης και αντίδρασης.

Όλα αυτά, δε, επιβαρύνονταν από το ότι μέσα στο δάσος υπήρχε «μεικτός δομημένος οικιστικός ιστός», με άναρχη δόμηση και μικρούς δρόμους, που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν χωρούσαν ούτε τα μεγάλα πυροσβεστικά οχήματα. 

Η έρευνα του ΕΚΠΑ αναφέρει ότι ο ιδιαίτερος πολεοδομικός σχεδιασμός του οικισμού, ενέργησε ως «παγίδα» για τον πληθυσμό που προσπάθησε να εκκενώσει. Κάποια από τα σημαντικά χαρακτηριστικά του ήταν: οδοί μικρού πλάτους, πολυάριθμα αδιέξοδα, ιδιαίτερα επιμήκη οικοδομικά τετράγωνα, χωρίς δυνατότητα πλευρικής διαφυγής. 

Μαρτυρίες κάτοικων 

Η κ. Μαρία, μόνιμη κάτοικος ενός διαμερίσματος δίπλα στη θάλασσα στο Μάτι, είδε ξαφνικά τη φωτιά μπροστά της και πρόλαβε την τελευταία στιγμή μαζί με τον άνδρα της κι έπεσαν στη θάλασσα. «Παρότι γνωρίζαμε την ακτή δεν μπορούσαμε να προσαρμοστούμε, λόγω του καπνού και της αποπνικτικής ατμόσφαιρας. Όσο πλησίαζε η φωτιά, από την πολλή ζέστη και τον καπνό νιώθαμε σαν να είμαστε μέσα σε ηφαίστειο». 

Ανάλογη ήταν και η κατάσταση στο Νέο Βουτζά. Σύμφωνα με τον κ. Θεόφιλο Λ. η περιοχή κατακάηκε μέσα σε μισή ώρα «με τις φλόγες να σαρώνουν τα πάντα στην πλαγιά που βρίσκεται ο οικισμός». «Όσοι πρόλαβαν να φύγουν τα πρώτα δέκα λεπτά κατάφεραν και γλίτωσαν», λέει ο κ. Γιώργος, και η σύζυγός του, κ. Μαρία, συμπληρώνει: «Βούτηξα το γιο μου, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και προλάβαμε να φύγουμε, ειδάλλως θα εγκλωβιζόμασταν».