Προφυλακιστέα κρίθηκε η 24χρονη που πέταξε το νεογέννητο παιδί της σε κάδο απορριμμάτων στην Καλαμάτα. Όπως μεταδίδει η ΕΡΤ, χρειάστηκε απόφαση του δικαστικού συμβουλίου καθώς ανακριτής και εισαγγελέας είχαν διαφωνήσει για το χαρακτηρισμό της κατηγορίας και την επιλογή η γυναίκα είχε τεθεί προσωρινά σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Ads

Τελικά θα δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Οι συνήγοροι της 24χρονης σκοπεύουν να προσβάλλουν την απόφαση για την προφυλάκισή της.

Το μωρό είναι καλά στην υγεία του και φιλοξενείται στο Κέντρο Βρεφών στο νοσοκομείο «Μητέρα» στην Αθήνα.

Στην απολογία της, σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΝΤ1, η 24χρονη ανέφερε: «Δεν είχα πού να πάω και δεν ήξερα τι να κάνω. Κατάλαβα ότι δεν μπορώ να μεγαλώσω το μωρό. Τα έχασα και ζαλίστηκα. Πήρα το μωρό, κάποιες σακούλες με πράγματα για εκείνο, που μου είχε δώσει ο φαρμακοποιός, και βγήκα από το νοσοκομείο».

Ads

Αρχικά προσπάθησε να αφήσει το μωρό της μακριά από την Καλαμάτα, για να μην γίνει αντιληπτή ωστόσο, όπως είπε, δεν βρήκε τη δύναμη να το κάνει. «Κατά τις 4 το απόγευμα πήρα το λεωφορείο για Αθήνα, όπου έφθασα στις 7:15 το απόγευμα. Κατέβηκα από το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, μπήκα σε αστικό λεωφορείο και πήγα στην Ομόνοια. Εκεί δεν μπόρεσα να αφήσω το μωρό μου. Το είχα μετανιώσει. Γύρισα πάλι με αστικό λεωφορείο στο ΚΤΕΛ και περίμενα το επόμενο λεωφορείο για Καλαμάτα», φέρεται να δήλωσε.

Επέστρεψε και πάλι στο σπίτι που την φιλοξενούσε μία οικογένεια, η οποία, σύμφωνα με την ίδια, δεν γνώριζε για την εγκυμοσύνη της.

«Έβαλα το μωρό όπως ήταν ντυμένο και τυλιγμένο με την κουβερτούλα του, μέσα σε μια χάρτινη σακούλα που είχα μαζί μου, με το κεφαλάκι του προς το επάνω μέρος της σακούλας. Δεν έκλεισα τη σακούλα. Χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και κλαίγοντας, άνοιξα το καπάκι του κάδου και πέταξα μέσα τη σακούλα με το μωρό. Κοίταξα μέσα στον κάδο και είδα τη σακούλα μέσα. Είχε λίγο φως. Δεν είδα το κεφαλάκι του μωρού. Δεν το άκουσα να κλαίει, ίσως και να έκλαψε, αλλά δεν άκουσα. Έκλεισα το καπάκι του κάδου κι έφυγα κλαίγοντας. Δεν ήξερα τι έκανα. Ένιωθα χωρίς ελπίδα».

Λίγες ώρες αφότου βρέθηκε το μωρό, οι αστυνομικοί της Ασφάλειας Καλαμάτας κατάφεραν, από μαρτυρίες που είχαν συλλέξει, να την εντοπίσουν, με την ίδια να παραδέχεται αμέσως την πράξη της. «Πήγα στην εκκλησία των Ταξιαρχών και μπήκα μέσα. Έκλαιγα συνέχεια. Κάποια στιγμή βγήκα έξω. Εκεί με βρήκαν κάποιοι αστυνομικοί. Με ρώτησαν και είπα αμέσως τι έγινε. Ρώτησα για το μωρό και όταν μου είπαν ότι είναι καλά ανακουφίστηκα. Δεν ξέρω γιατί έκανα ό,τι έκανα. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα πέταγα το μωρό».