Έντονο ενδιαφέρον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και ουσιαστικό έλλειμμα ενημέρωσης επί του ζητήματος καταγράφει έρευνα του η έρευνα πεδίου της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Ads

Η συγκεκριμένη έρευνα επιχειρεί μέσω δείγματος 600 ΜμΕ να εξετάσει τον βαθμό εξοικείωσης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τις δράσεις του Ταμείου, ενώ παράλληλα ιερευνώνται οι παράγοντες που θα προσδιορίσουν τις δυνατότητες απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων.

ιδικότερα, μόλις το 14% των ΜμΕ δηλώνει πλήρη γνώση των επιμέρους δράσεων του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, ενώ το 1/3 των ΜμΕ δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τη χρήση του, ενώ το 50% δηλώνει κάποιου βαθμού γνώση. Σύμφωνα με την έρευνα, ο βαθμός εξοικείωσης με το Ταμείο είναι χαμηλότερος στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, με σχεδόν 40% να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τη χρήση του, έναντι 25% των μεσαίων.

Δεδομένης της σημαντικής υστέρησης σε όρους ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει τις ελληνικές μικρές επιχειρήσεις, ο βαθμός αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων από τις ΜμΕ θα κρίνει εν πολλοίς την ουσιαστική επιτυχία του Σχεδίου Ανάκαμψης, αναφέρουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας.

Ads

Το 44% των ΜμΕ δηλώνουν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν το Ταμείο και συνεπώς αναμένεται να «ηγηθούν» της διαδικασίας. Πρόκειται για δυναμικές επιχειρήσεις με ροπή προς ψηφιοποίηση, καινοτομία και συνεργασίες και ενδιαφέρονται για όλο το φάσμα διαθέσιμων πόρων. Μάλιστα η πλειονότητα αυτών έχει διάθεση να συνεισφέρει με κεφάλαια άνω του ελάχιστου 20%, ενώ οι προωθούμενες επενδύσεις τους κινητοποιούνται λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και μόνο το ¼ αφορά υφιστάμενα σχέδια.

Σύμφων με την ανάλυση της έρευνας, αυτό είναι θετικό για την αναπτυξιακή συνεισφορά του Ταμείου, ωστόσο αναδεικνύει την ανάγκη καθοδήγησης και «τεχνικής» στήριξης, καθώς μόνο μια μικρή μειονότητα έχει σχηματοποιημένο επιχειρηματικό πλάνο.

Το 1/5 του τομέα σχεδιάζει συμβατές επενδυτικές κινήσεις, όμως δεν γνωρίζει ότι μπορεί να ωφεληθεί από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, γεγονός που φανερώνει ουσιώδες κενό ενημέρωσης. Πρόκειται για επιχειρήσεις που «ακολουθούν» με κάποια καθυστέρηση τις τάσεις, εστιάζουν σε βραχυπρόθεσμες στρατηγικές κινήσεις, επενδύοντας για παράδειγμα δυναμικά στο ηλεκτρονικό εμπόριο, απέχουν όμως από πιο ολοκληρωμένες ψηφιακές λύσεις όπως data analytics.

Από την άλλη, ένα 1/5 των ΜμΕ καθώς δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το Ταμείο, κυρίως λόγω μη συμβατότητας δράσεων με τις ανάγκες του, ενώ παράλληλα παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τις ακριβείς δράσεις του. Ειδικότερα, πρόκειται για «συντηρητικές» επιχειρήσεις που αποφεύγουν συστηματικά τον κίνδυνο και τις αλλαγές, υιοθετώντας ως στόχο τη σταθερότητα (έναντι της ανάπτυξης).

Ανάγκη ενημέρωσης

H έρευνα αναδεικνύει ως βασικές ανάγκες την έγκαιρη ενημέρωση ενός ευρύτερου φάσματος ΜμΕ σχετικά με τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και την «τεχνική» στήριξη -κυρίως ως προς την κατάρτιση επιχειρηματικών σχεδίων- για τις ΜμΕ που δηλώνουν έτοιμες να προχωρήσουν στη χρήση του.

«Σε αυτή την προσπάθεια σημαντικό είναι να αξιοποιηθεί ο συμβουλευτικός ρόλος των τραπεζών. Ειδικά για επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους, θα απαιτηθεί υπέρβαση δυνάμεων σε όρους νοοτροπίας (π.χ. συνεργασίες) και τεχνικής κατάρτισης, καθώς το έργο που καλούνται να φέρουν εις πέρας είναι αρκετά περίπλοκο», επισημαίνεται σχετικά.

Η ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των προαπαιτούμενων:

Αφενός θα στηρίξει τους νικητές της επόμενης μέρας, καθώς το αναπτυξιακό περιβάλλον της επόμενης δεκαετίας θα ανοίξει την ψαλίδα απόδοσης ανάμεσα στις δυναμικές επιχειρήσεις και σε εκείνες που θα επιλέξουν να μείνουν πίσω.
Αφετέρου θα προσδιορίσει το ποσοστό των ΜμΕ που θα αξιοποιήσουν τελικά το Ταμείο Ανάκαμψης (με το εκτιμηθέν δυνητικό ποσοστό χρήσης του Ταμείου να εμφανίζει μεγάλο εύρος, από 44% έως 84%), αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα στο συγκεκριμένο μερίδιό του.

«Συνεπώς, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το μακροοικονομικό αποτύπωμα του Σχεδίου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, το οποίο αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία ευρείας ενδυνάμωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας» καταλήγουν οι οικονομολόγοι της ΕΤΕ.