Ο χαράκτης και αγωνιστής Γιώργος Φαρσακίδης που έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εκπομπή Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα και τον Στέλιο Κούλογλου, περιέγραφε ανάγλυφα την περίοδο που ήταν εξόριστος στην Λέρο. Στην μαρτυρία που δημοσιεύει σήμερα το tvxs.gr θα διαβάσετε ιστορίες για τον «πολιτιστικό οργασμό» που επιδίωκαν οι εξόριστοι, τον βασανιστή που έγινε ιμπρεσάριος του Μπιθικώτση, τον φωτογράφο, που επινόησε έναν τρόπο για να μην αντιμαχούν υπό την πίεση του αποκλεισμού και των βασανιστηρίων και το χιούμορ που ήταν απαραίτητο για να αντέξουν οι αγωνιστές το μαρτύριο.
 
Ο Γ. Φαρσακίδης, ήταν ο ένας από τους δύο μαχητές του Ε.Λ.Α.Σ. που στις 2 του Σεπτέμβρη 1944, λίγο πριν τη σφαγή στον Χορτιάτη, χτύπησαν το γερμανικό αυτοκίνητο. Στη μαρτυρία που δημοσίευσε το tvxs.gr περιγράφει πως έζησε ο ίδιος τα τραγικά γεγονότα. 
  
Τα κοράκια – κλέφτες
 
Κατά διαστήματα, οι συγκρατούμενοί μας είχαν μαζέψει από ότι θυμάμαι, τρία κοράκια. Τα πήραμε με σπασμένες φτερούγες κάτω από την φωλιά τους, τα μεγαλώσαμε, τα ταΐσαμε πολλές φορές από το στόμα και εκείνο που μου έκανε εντύπωση τελικά, σε αρκετές περιπτώσεις είναι η νοημοσύνη αυτών των πουλιών. Πραγματικά, ας πούμε, καμία φορά σε εξέπληττε, το πως αντιμετωπίζανε τα πράγματα.
 
Λοιπόν, το κάθε κοράκι είχε το αφεντικό του. Τα κοράκια κλέβουνε. Και κλέβανε ασυστόλως και τα κοράκια που μεγαλώσαμε. Κλέβανε αναπτήρες, κλέβανε δακτυλίδια, κλέβανε στυλό, κλέβανε ο,τιδήποτε θες. Εμένα μου κλέψανε δύο φορές πυροκεφαλές μπρούτζινες από πυρογράφο. Τελικά για πλάκα, πηγαίναμε στο αφεντικό του, δίναμε ένα δύο τσιγάρα για πλάκα και παίρναμε πίσω μας  επέστρεφε αυτά που είχαν κλέψει τα κοράκια.
 
Συνέβη κάποια φορά το εξής: ‘Ηταν δύο γεροντάκια, παλαίμαχοι αγωνιστές, χρόνια στην φυλακή, επί χούντας εδώ, τους είχαμε βάλει σε έναν θάλαμο προνομιακά, καθότι ήταν πολύ ηλικιωμένοι, δεμένοι μια ζωή μεταξύ τους. Κάποια φορά, ένα απογευματάκι πίνανε το καφεδάκι τους, διαβάζανε κάτι βιβλία εκεί, σηκώνεται κάποιος να πάει στην τουαλέτα. Ένας από τους δύο. Άφησε το φλιτζανάκι πάνω στο τραπέζι. Επιστρέφει δεν το βρίσκει το φλιτζανάκι και  ρωτάει: τον άλλο, που έβαλε το φλιτζανάκι. Του λέει: «Δεν το πείραξα». «Μπήκε κανένας;». «Δεν μπήκε». Μα λέει: «Πώς; Εγώ άφησα το φλιτζανάκι εδώ. Κατά τρόπο μυστηριώδη εξαφανίστηκε».
 
Λοιπόν, άρχισε να ρίχνει ο ένας ευθύνες στον άλλο «Με κοροϊδεύεις». Λέει: «Δεν σε κοροϊδεύω», «Έχεις παραισθήσεις» και κουβέντα στην κουβέντα μαλώσανε. Μαλώσανε και χωρίσανε. Πήγε ο ένας σε έναν άλλο θάλαμο και τα λοιπά. Ύστερα από δύο ή τρεις μήνες, κάποιοι ψάξανε και βρήκανε σε μια εσοχή μπετονένια, που έχουν κάνει για λόγους δικούς τους οι Ιταλοί εδώ πέρα, αφημένο το φλιτζανάκι επάνω. Αυτή την φορά δεν το πήγε στο αφεντικό του και το απόθεσε εκεί.
 
Δεν θυμάμαι αν συμφιλιώθηκαν ή όχι τα γεροντάκια, το φλιτζανάκι πάντως βρέθηκε.
 
 Οργασμός πολιτιστικός και μορφωτικός
 
Εορταστικές εκδηλώσεις είχαμε πολλές. Και αλίμονο αν δεν τις είχαμε και αυτές. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να περάσουμε κάπως υποφερτά τελικά τα χρόνια αυτά.
 
Είχαμε θέατρο. Δεν διαμορφώσαμε εμείς σκηνή.  Υπήρχε ήδη από την εποχή που φιλοξενούσε εδώ ο χώρος τα παιδιά του παιδομαζώματος της Εθνικόφρονης Παράταξης της Φρειδερίκης. Για τα οποία βέβαια, ασφαλώς θα κατέβαλε κάθε προσπάθεια προς μια «εθνική διαπαιδαγώγηση», με σύμβουλό της εδώ πέρα  διευθύνοντα, επικεφαλής των παιδιών, τον γνωστό παιδεραστή Εμμανουηλίδη και τον φονέα του Λαμπράκη.
 
Παίξαμε κλασικούς. Παίξαμε, «Τον Σβάϊχ», τον «Τον καλό στρατιώτη Σβάϊχ». Παίξαμε «Την Μαρία του Οκτώβρη». Εδώ ανεβάσαμε σαν απόηχο της μεγάλης παράστασης που είχαμε από παλαιότερα στον Αϊ Στράτη, με τον Καρούσο και τον Κατράκη, τους «Πέρσες», που μετείχε στον χορό, ο Χριστόφορος ο Ζάρος. Πραγματικά εγώ τους έχω κάνει την μακέτα.
 
Γίνονταν επίσης διαλέξεις, γινόταν μαθήματα. Θυμάμαι ότι έχω κάνει μια διάλεξη σε δύο συνέχειες. Κάναμε μαθήματα φιλοσοφίας, κάναμε μαθήματα τέχνης, κάναμε μαθήματα, ξέρω και εγώ, ιστορικού ενδιαφέροντος και συνδικαλιστικά μαθήματα.
Ο πατέρας της Αλέκας της Παπαρήγα, ο Δρόσος, έκανε πολύ-πολύ αξιόλογα μαθήματα. Μαθήματα επιπέδου οργάνωσης παραγωγής. Δηλαδή, μάρκετινγκ και τα λοιπά.
 
Γινόταν μουσικές βραδιές. Πολλές φορές με αυτοσχέδια όργανα δικά μας. Δηλαδή, επιστρατεύαμε και κατσαρολικά και καπάκια και οτιδήποτε άλλο, αλλά τελικά διαμορφώναμε μια κανονική ορχήστρα, ας πούμε, η οποία κατάφερνε να ψυχαγωγήσει.
 
Έτσι, αυτοί, που μας διαχώρισαν από τους διανοούμενους και τα στελέχη τα πολιτικά, ελπίζοντας ότι εδώ θα μαραζώσουμε εμείς, τελικά χωρίς την πνευματική συμπαράστασή τους, απεδείχθη απεναντίας, ότι εδώ υπήρχε ένας οργασμός πολιτιστικός και μορφωτικός. Δηλαδή, άνθρωποι χρωστάνε την πολύ αξιόλογη μόρφωσή τους που αποκτήσανε μέσα σε αυτούς τους χώρους, μέσα σε εκείνες τις συνθήκες.
 
 Ο φωτογράφος 
 
Κατ’ αρχήν, κάναμε πολιτισμό, για να καλύψουμε κάποιες ανάγκες δικές μας. Πάντα η στέρηση φέρνει έναν εκνευρισμό. Και το ότι σηκώνεσαι επί τρία χρόνια  και βλέπεις απλώς το πρόσωπο του συντρόφου σου που αγαπάς, που αγωνίζεσαι μαζί και αυτό είναι πολλές φορές εκνευριστικό. Πολλές φορές υπήρχαν συγκρούσεις.
 
Υπήρχε, λοιπόν, ένας ο Τσαγκαρισιάνος, ο οποίος έκανε φωτογραφία. Η φωτογραφία απαγορευόταν εδώ μέσα. Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία από αυτόν τον χώρο. Αυτός έκανε μια μηχανή εικονική δική του και τελικά μόλις έβλεπε κάπου και οξυνόταν η συζήτηση, πήγαινε και τους φωτογράφιζε. Με την φωτογράφηση σταματούσαν τελικά την αντιδικία, τους πιάνανε τα γέλια. Επιτελούσε ένα έργο, ας πούμε, κοινωνικά ωφέλιμο με απόλυτη συναίσθηση, της προσφοράς του. Μια μέρα ήρθαν και κατασχέσανε την μηχανή. Προς μεγάλη έκπληξη τελικά διαπίστωσαν ότι πρόκειται για κάτι φτιαχτό.
 
Γελούσαμε με τον πόνο και τις πληγές μας
 
Για μένα προσωπικά τουλάχιστον υπάρχει, μια μακριά παράδοση χιούμορ, από την Μακρόνησο. Στις χειρότερες συνθήκες της Μακρονήσυ, όπου κυριολεκτικά μας σκότωναν, μας σακάτευαν και λοιπά, εάν δεν υπήρχε το γέλιο και δεν υπήρχε αυτή η αντιμετώπιση, δεν θα τη βγάζαμε. 
 
Δηλαδή, γελούσαμε με τα καμώματα του Αλφαμίτη, με την κούρασή του και το λαχάνιασμά του όταν μας κτυπούσε. Γελούσαμε με τον πόνο, γελούσαμε με τις πληγές μας. Γελούσαμε με τους τρελούς μας, με τους μουγγούς μας, που είχαμε στην απομόνωση, στο σύρμα. Δηλαδή, αν δεν υπήρχε αυτό το αντίδοτο του γέλιου στις καταστάσεις εκείνες, δεν θα μπορούσαμε να τις ξεπεράσουμε πραγματικά.
 
Ερχόταν, παραδείγματος χάρη, ο φίλος μου ο Απόλλωνας, τον οποίο ο Κατσιμίχας, ένας από τους βασανιστές του, του είχε σπάσει την σπονδυλική στήλη. Λοιπόν, ο άνθρωπος ήταν καμπουριασμένος και το κεφάλι του πήγαινε δεξιά, αριστερά. Εγώ ζωγράφιζα. Ερχόταν και με παρακαλούσε να τον ζωγραφίσω με το κεφάλι κουνάμενο. Του έλεγα ότι δεν κατέχω τελικά  την μοντέρνα εικαστική έκφραση, να το κάνω με κουνάμενο κεφάλι. Αν μάθω, ας πούμε θα το κάνω. 
 
 Ο βασανιστής που έγινε ιμπρεσάριος του Μπιθικώτση
 
Λοιπόν, ο πατέρας του Απόλλωνα ήταν Συνταγματάρχης στον Οργανισμό Αναμόρφωσης της Μακρονήσου. Ο γιος του με σπασμένη την σπονδυλική στήλη από τα βασανιστήρια.
 
Ο βασανιστής του ο Κατσιμίχας, είχε τρελάνει μάλιστα και μια κοπέλα που αγαπούσε από τις γυναίκες που είχε. Ο Κατσιμίχας ήταν, επειδή ήταν πολύ χειροδύναμος, όταν σε βασανίζανε και σε περνάγανε φάλαγγα, έδινε τα τελευταία τρία, τέσσερα, πέντε κτυπήματα. Λοιπόν, το πόδι σου άνοιγε. Μετά έκανες, ας πούμε, πολλές μέρες να συνέλθεις, αλλά από την στιγμή που δεν μπορούσε, δεν κατάφερνε να σε σπάσει, όπως λέγαμε, να σε κάνει να υποκύψεις, σε έπαιρνε υπό την προστασία του. Τώρα ήταν ή εκτίμηση ή ήταν ο φόβος μην σε σπάσει κανένας άλλος Αλφαμίτης τελικά και πάρει, ας πούμε, τέλος πάντων την φήμη και τον πληγώσει.
 
Έρχεται μια φορά με την ζώνη του Αλφαμίτη, την άσπρη ζώνη και τις άσπρες γκέτες, αυτές που φορούσαν συνήθως όσοι από μας  είχαν ψυχολογικά προβλήματα, παθαίνανε κρίσεις. Γι’ αυτό και τις βγάζανε συνήθως όταν μπαίνανε στο τρελάδικο με τους σαράντα ή πενήντα τρελούς κρατούμενους.
 
 Λοιπόν, μπαίνει μέσα, τον βλέπει και τον πιάνει  απόγνωση, τον πιάνει η κρίση. Αλλά πιάνει κρίση και τον Κατσιμίχα. Πέφτει κάτω και αρχίζει να κτυπιέται. Φωνάζουμε τους άλλους Αλφαμίτες, τους ειδοποιούμε τον παίρνουν και τον πάνε στο Δαφνί. Έμεινε δέκα μέρες και μετά ανέβηκε πάλι στο στρατόπεδο, χωρίς γκέτες. Είδε τον Απόλλωνα, τον ρώτησε: «Πραγματικά ρε Απόλλωνα εγώ  σου έχω σπάσει την μέση, την σπονδυλική στήλη;». Λέει: «Ρε Γιάννη τώρα τι θες; Ζητάς ρέστα; Γιατί μου τα λες;». Πήγε να του δώσει τσιγάρο, δεν το πήρε ο Απόλλωνας. Λέει: «Φαντάσου να βγούμε τώρα έξω, θα με σακατέψεις. Θα με διαλύσεις». Του λέει: «Όχι, δεν θα σου κάνω τίποτα. Δεν πρόκειται να σου κάνω τίποτα. Θα καθίσουμε να πιούμε το καφεδάκι μας και θα προσπαθήσουμε να τα ξεχάσουμε αυτά».
 
Όταν βγήκα, λοιπόν, με άδεια το ΄56, για πρώτη φορά στην Αθήνα βρίσκομαι με τον Απόλλωνα, κάθομαι στους Άγιους Θεόδωρους εκεί πέρα στο γωνιακό καφενεδάκι και μου λέει: «Εδώ πριν από κάποια χρόνια ήρθε ο Κατσιμίχας σε άθλια εμφάνιση, εμφανισιακά άνεργος, κάθισε, τον κέρασα καφέ, του πρόσφερα τσιγάρο».

Ads

Μετά ο Κατσιμίχας έγινε ο ιμπρεσάριος  του Μπιθικώτση. Είχε το κέντρο την «Μαντουβάλα» την γνωστή.
 
Είχε πει του Απόλλωνα να πάμε στο κέντρο. Πήγαμε στο κέντρο την «Μαντουβάλα», δεν θυμόμουν ούτε που ήταν. Πρώτη  φορά στην Αθήνα εγώ. Πήγαμε, καθίσαμε, μας έγνεψε από μακριά, μας χαιρέτησε και μας έστειλε μπύρες. Δεν ήρθε στο τραπεζάκι. Με είχε γνωρίσει και εμένα, γιατί είχε περάσει από τα χέρια του, είχε γνωρίσει και τον Απόλλωνα βέβαια και προηγούμενα είχαν γνωριστεί καλύτερα.
 
Μετά μου λέει ο Θεοδωράκης, ότι του παραχώρησε μεν τον Μπιθικώτση, αλλά του είπε: «Πάρτον ψηλέ, είσαι καλό παιδί, πάρτον, αλλά να με κάνεις και εμένα τραγουδιστή». Ο Θεοδωράκης αρνήθηκε να τον κάνει τραγουδιστή, γιατί είχε λέει φωνή βοδιού και μετά λέει ότι τον κυνηγούσε, σε κάποια πόλη της Γερμανίας, δεν θυμάμαι πια, όπου πήγε να δώσει μια συναυλία στους μετανάστες. Τον κυνηγούσε με το αυτοκίνητο για να ματαιώσει την συναυλία.