Με την εξέταση τριών μαρτύρων της διπλής ληστείας στο Βελβεντό Κοζάνης τον Φεβρουάριο του 2013 συνεχίστηκε την Τρίτη η δίκη των 6 κατηγορούμενων – Ν. Ρωμανός, Γ. Μιχαηλίδης, Φ. Χαρίσης, Δ. Μπουρζούκος, Αρ. Ντάλιος και Δημ. Πολίτης – που κατηγορούνται για συμμετοχή στους «Πυρήνες της Φωτιάς». Οι τρεις μάρτυρες δεν αναγνώρισαν τους κατηγορούμενους. 

Ads

Συγκεκριμένα, τόσο ο ιδιοκτήτης πρακτορείου ΠΡΟ – ΠΟ πολύ κοντά στο υποκατάστημα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ο πελάτης στην τράπεζα, καθώς και ο υπάλληλος στα ΕΛ.ΤΑ. όπου έγινε η άλλη ληστεία, δεν αναγνώρισαν κάποιον από τους κατηγορούμενους, λέγοντας πως ούτε κατά τη διάρκεια της κατάθεσής τους στις αστυνομικές αρχές είχαν αναγνωρίσει κάποιον κατηγορούμενο.

«Ένας από τους τρεις δράστες ήταν έξω από την τράπεζα λέγοντας στον κόσμο που βρισκόταν εκεί ότι “δεν έχουμε πρόβλημα μαζί σας, αλλά με την τράπεζα”.Όλα έγιναν ήπια, χωρίς να νιώσουμε απειλή. Μου έκανε εντύπωση πως κατά τη διαδικασία της αναγνώρισης τα πρόσωπα που κλήθηκα να αναγνωρίσω ήταν υπερβολικά χτυπημένα και παραμορφωμένα στο πρόσωπο. Δε θα μπορούσα σε καμιά περίπτωση να τους αναγνωρίσω, ακόμα και αν είχα δει τα πρόσωπά τους προηγουμένως, κάτι που δεν είχε συμβεί αφού οι δράστες που είχα δει εγώ τα είχαν καλυμμένα», είπε ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου που υπενθύμισε ότι όταν είχε καταθέσει στην Αστυνομία είχε αναγνωρίσει κατά 50% δυο κατηγορούμενους βάσει σωματότυπου.

Όταν ερωτήθηκε για αυτό από τον εισαγγελέα, ο μάρτυρας εξήγησε πως αυτό που εννοούσε ήταν πως οι ληστές «είχαν απολύτως κοινό σωματότυπο, που θα μπορούσε να ανήκει στον οποιοδήποτε μέσο άνθρωπο». Επιπλέον, ανέφερε πως σε όλη τη διαδικασία της εξέτασής του από τους αστυνομικούς «υπήρξε μεγάλη πίεση από την πλευρά της αστυνομίας. Πήγαμε στην αστυνομία το μεσημέρι και φύγαμε το πρωί της επόμενης μέρας».

Ads

Σε γενικές γραμμές και οι τρεις μάρτυρες που εξετάστηκαν ανέφεραν πως δεν αισθάνθηκαν ότι κινδυνεύουν ή πως οι κατηγορούμενοι είχαν σαν στόχο να βλάψουν τη σωματική τους ακεραιότητα. Μάλιστα, ο μάρτυρας – πελάτης της τράπεζας ανέφερε πως ένιωσε καθησυχασμένος όταν κατάλαβε «ότι δεν πρόκειται για κοινούς ληστές».