Στις εκλογές του 1996 ο Κώστας Σημίτης είχε πλήρη αίσθηση του ρεύματος νίκης για τον ίδιο και για το ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να δεχθεί και να πάει σε debate για δύο με τον τότε αρχηγό της ΝΔ Μιλτιάδη Εβερτ. Το ίδιο έγινε και το 2009, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου προέλαυνε στις δημοσκοπήσεις αλλά και εκείνος πήγε σε τηλεοπτική μονομαχία με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης επίσης αναμετρήθηκε τηλεοπτικά με τον Αλέξη Τσίπρα τον Σεπτέμβριο του 2015, σε ένα debate μάλιστα που είχε χαρακτηριστεί και από σχετικά υψηλό βαθμό ελεύθερης αντιπαράθεσης για τα ελληνικά δεδομένα.

Ads

Ο μόνος που είχε σπάσει την άτυπη αυτή παράδοση ήταν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος όμως έμεινε στην ιστορία και ως ο μοναδικός πρωθυπουργός που δεν παρέδωσε το Μέγαρο Μαξίμου. Το μοντέλο Σαμαρά όμως ήταν τελικά εκείνο που επέλεξε να ακολουθήσει και ο νυν πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης. Παρά τις δηλώσεις του, και δη από το βήμα της Βουλής, πριν από τις ευρωεκλογές πως όταν προκηρυχθούν οι εθνικές εκλογές «μπορούν να γίνουν όσα debate θέλετε», αρνείται τώρα κατηγορηματικά να πάει σε τηλεοπτική αναμέτρηση με τον πρωθυπουργό.

Επισήμως, για να αιτιολογήσει αυτή την άρνηση, η ΝΔ επικαλείται είτε τον περιορισμένο προεκλογικό χρόνο, είτε την… δημοκρατία – δηλαδή, την υποχρέωση να εκπροσωπηθούν στην αναμέτρηση των πολιτικών αρχηγών όλα τα κομματα που μετέχουν στην Βουλή. Ανεπισήμως ωστόσο, τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάθε άλλο παρά κρύβουν ότι δεν θέλουν, με μια τηλεοπτική αναμέτρηση Τσίπρα – Μητσοτάκη, να ρισκάρουν την «προίκα» της διαφοράς που πήρε η ΝΔ στις ευρωεκλογές. «Όταν προηγείσαι με 9 και 10 μονάδες δεν πας σε debate με τον αντίπαλο» είναι η απροκάλυπτη θέση κορυφαίου στελέχους του επιτελείου Μητσοτάκη – η ευθεία, δηλαδή, ομολογία ότι ο πρόεδρος της ΝΔ απλώς φοβάται μια πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό.

Το αποτέλεσμα είναι πως οι πολίτες θα αρκεστούν την 1η Ιουλίου σε ένα ανούσιο debate παράλληλων μονολόγων με τους πέντε πολιτικούς αρχηγούς που τα κόμματά τους εκπροσωπούνται σήμερα στην Βουλή – δηλαδή, τους Αλέξη Τσίπρα (ΣΥΡΙΖΑ), Κυριάκο Μητσοτάκη (ΝΔ), Φώφη Γεννηματά (Δημοκρατική Συμπαράταξη), Δημήτρη Κουτσούμπα (ΚΚΕ) και Βασίλη Λεβέντη (Ενωση Κεντρώων).

Ads

Η εμπειρία από το παρελθόν, με δεδομένους και τους ασφυκτικούς κανόνες που βάζουν τα κόμματα στην διαδικασία, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μια τηλεοπτική διεκπεραίωση χωρίς την παραμικρή δυνατότητα ουσιαστικής, πολιτικής και προγραμματικής, αντιπαράθεσης.

Οι αρχηγοί θα κληθούν να τοποθετηθούν σε πέντε κύκλους ερωτήσεων, ο καθένας θα έχει στην διάθεσή του 90 δευτερόλεπτα για να απαντήσει, και στο τέλος θα δοθούν επιπλέον 90 δευτερόλεπτα σε όλους για μια τοποθέτηση που θα επιλέξουν οι ίδιοι. Πρόκειται δηλαδή για πέντε μονολόγους σε κοινό… τηλεοπτικό πλάνο και, ήδη, η απόφαση ενός εκ των δημοσιογράφων που επελέγησαν, του Νίκου Χατζηνικολάου, να μην μετάσχει δείχνει και τον δημοσιογραφικό άγονο χαρακτήρα της διαδικασίας.

Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, οι δημοσιογράφοι που θα υποβάλουν ερωτήσεις θα είναι ο Αντώνης Σρόιτερ από τον Alpha, η Σία Κοσιώνη από τον Σκάι, η Ελλη Στάη από το Open, η Μάρα Ζαχαρέα από το Star, ενώ συντονίστρια θα είναι η δημοσιογράφος της ΕΡΤ Δώρα Αναγνωστοπούλου. Κατά τις μέχρι στιγμής πληροφορίες τον ANT1 θα εκπροσωπήσει, στην θέση του Νίκου Χατζηνικολάου, ένας από τους πολιτικούς συντάκτες του καναλιού – πιθανώς η Στεφανία Μουρελάτου. Οι δημοσιογράφοι δεν θα έχουν την δυνατότητα παρέκκλισης από το στενό πλαίσιο των θεματικών ενοτήτων, θα δικαιούνται μόνον μία follow up ερώτηση, ενώ θα απουσιάζει τελείως ο απ’ ευθείας διάλογος μεταξύ των υποψηφίων.

Πέραν της στείρας αυτής διαδικασίας, από κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – όπως ο βουλευτής Γιώργος Κυρίτσης – έχει τεθεί δημόσια και ζήτημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας καθώς οι δύο από τους δημοσιογράφους που θα μετάσχουν είναι σύζυγοι στελεχών της ΝΔ: Η Σία Κοσιώνη είναι σύζυγος του δημάρχου Αθηναίων και ανιψιού του προέδρου της Ν.Δ. Κώστα Μπακογιάννη, και η Μάρα Ζαχαρέα είναι σύζυγος του υποψηφίου βουλευτή της ΝΔ Θεόδωρου Ρουσόπουλου.