Την ώρα που η χώρα δονείται στους ρυθμούς της προετοιμασίας των εκδηλώσεων με αφορμή την επέτειο για τα 200 από την επανάσταση του 1821, η ανάγνωση του εξαιρετικού βιβλίου του Διονύση Ελευθεράτου «Μια λοξή ματιά στην ιστορία – 200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου» (εκδόσεις ΤΟΠΟΣ), γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη και απολαυστική.

Ads

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας διατρέχει μέσω του τύπου, 200 χρόνια ελληνικής ιστορίας κατά τα οποία τα οικονομικά σκάνδαλα, η δουλικότητα των κυβερνήσεων, οι ψευδείς ειδήσεις, το προσφυγικό και η αστυνομική καταστολή, επαναλαμβάνονται με μια τρομακτική περιοδικότητα, κάνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν υπάρχει η «ελληνική κουλτούρα» στη διαφθορά, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της. Ο συγγραφέας απαντά για όλα αυτά, μιλώντας στο tvxs.gr.

Διανύουμε το έτος εορτασμού της επετείου των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Διαβάζοντας το βιβλίο σου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι είναι  πολλές οι αντιστοιχίες και τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται στην πολιτική ζωή. Μπορείς να μας απαριθμήσεις τα πιο σημαντικά, κατά τη γνώμη σου;

Είναι, όντως, πολλά, τόσο τα deja vu που αφορούν αυτά καθαυτά τα γεγονότα, όσο και εκείνα που χαρακτηρίζουν πολιτικό λόγο, επιχειρήματα, στερεότυπα.

Ads

Για την οικονομία της συζήτησης, ας σταθούμε κυρίως στην  πρώτη κατηγορία. Σίγουρα έχουν θέση, σε αυτήν, οι ανακυκλώσεις των κρίσεων χρέους, με τις αντίστοιχες αγωνίες για τις διαθέσεις των πιστωτών. Εδώ, φυσικά, η λέξη «ανακύκλωση» αποκτά κάπως σχηματική έννοια, διότι κάθε κρίση είχε τα δικά της, ιδιαίτερα γνωρίσματα. Ούτε η οικονομία, ούτε η κοινωνία εμφάνιζαν ακριβώς την ίδια φυσιογνωμία, σε κάθε «γύρο». Είπαμε, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται απαράλλακτη, αλλά «προσφέρει» εντυπωσιακές ομοιότητες. Αρκεί να μάθει κανείς πχ τι ακριβώς προέβλεπαν… τα μνημόνια της εποχής του Όθωνα.

Θέση στα σημαντικά, έχουν, ασφαλώς, η βουλιμία, η επιθετικότητα και ο παρασιτισμός πολλών «αστέρων» της εκάστοτε οικονομικής κι επιχειρηματικής «αφρόκρεμας». Όσο περισσότερα προνόμια εξασφάλιζαν, τόσο αρπακτικότεροι γίνονταν. Συνηθίζουμε να παραλληλίζουμε αντίστοιχα φαινόμενα της σύγχρονης εποχής ή πρόσφατων ετών με τα… γλέντια της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου, τις «εφόδους» στο σχέδιο Μάρσαλ, κλπ. Και πολύ καλά κάνουμε. Είναι πχ εντυπωσιακά επιβαρυντική για την επιχειρηματική ελίτ η έκθεση, την οποία παρέδωσε στις αρχές του 1952, στην τότε κυβέρνηση Πλαστήρα, ο κορυφαίος οικονομολόγος, αλλά και τραπεζίτης, Κυριάκος Βαρβαρέσος. Κάθε άλλο παρά «αντι- συστημικός», ή «αριστερίζων»… Αλλά, όποιος εξετάσει προσεκτικά τα πράγματα, θα δει τις ρίζες όλων αυτών να απλώνονται  μακρύτερα, στο χρόνο. Στο 19ο αιώνα. 

Ποια ακριβώς αξιοσημείωτα, κατά την κρίση σου, θα δει, σχετικά με αυτό;

Πολλά… Θα δει, λόγου χάρη, προ του Δεκεμβρίου 1893, τραπεζίτες της ομογένειας να εργάζονται… πυρετωδώς για να χρεοκοπήσει η χώρα, επειδή πίστευαν ότι έτσι θα απορροφούσαν την Εθνική Τράπεζα και θα «θρέφονταν» από τα απομεινάρια του τότε πιστωτικού συστήματος. Ενεργούσαν έτσι, μολονότι τους είχε ευνοήσει σε μέγιστο βαθμό η «τραπεζοκρατία» της εποχής του Τρικούπη. Αλλά κι έπειτα από την πτώχευση του 1893 θα βρούμε τον τραπεζίτη Αντώνη Βλαστό, όχι μόνο να ενισχύει τις χειρότερες αξιώσεις των ξένων δανειστών ως προς τον τρόπο εξόφλησης των ομολογιούχων τους, αλλά να οργανώνει …προσωπικά τους Γάλλους, για να πιέσουν ασφυκτικότερα το ελληνικό κράτος.

Θα έλεγες ότι όλα αυτά  συνηγορούν  υπέρ του ρητού «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα», όπως και πολύ πιο πρόσφατου, «home is where money is»; Πατρίδα είναι εκεί όπου βρίσκεται το χρήμα;

Αναμφίβολα, μόνο που αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη παραπέμπει στους κεφαλαιούχους που, όχι μόνο επικαλούνταν την έννοια της πατρίδας και του «δικού τους» εθνικού κράτους, αλλά ζητούσαν από αυτό να επιστρατεύσει την πολιτική, οικονομική, ή ακόμη  και στρατιωτική του ισχύ, τουλάχιστον ως απειλή, για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους, αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αξιώσεις του Ιταλού Τζανμπατίστα Σερπιέρι και του Γάλλου Ιλαρίωνα Ρου, από τις κυβερνήσεις Ιταλίας και Γαλλίας, το 1870 -1873, όταν διαφωνούσαν με το ελληνικό κράτος για τα δικαιώματα που θα είχαν ή δεν θα είχαν, ως προς την εκμετάλλευση των Μεταλλείων Λαυρίου. Οι αρχές του «laissez-faire», της ανεμπόδιστης από κρατικές παρεμβάσεις οικονομικής δραστηριότητας, ανέκαθεν ήταν  «α λα καρτ».  Ομοίως και η ιδιότητα του κεφαλαίου ως στερούμενου πατρίδα, που όμως, όποτε χρειαζόταν, όχι μόνο αποκτούσε… εθνική ταυτότητα, αλλά αξίωνε να θεωρηθούν εθνική υπόθεση τα συμφέροντά του. Κάτι που δεν έπαψε να ισχύει ακόμη και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.  Και για να ξαναπάμε στα παλιά: Οι δουλειές της Siemens στην Ελλάδα έγιναν υπόθεση μεγάλου ενδιαφέροντος για το γερμανικό κράτος, όπως και για το αγγλικό οι αντίστοιχες της «Power and Traction Finance Company Ltd». Και είναι πολλά ακόμη, τα παρεμφερή.

Άλλες ενδιαφέρουσες επαναλήψεις, επιγραμματικά – «σε τίτλους», που λέμε:  Τις  διαρκείς διαψεύσεις του θεωρήματος, βάσει του οποίου, όσο πλουσιότεροι γίνονται οι πλούσιοι, τόσο θα αυξάνονται τα «περισσεύματα» που θα φέρνουν ευημερία σε όλους τους υπόλοιπους. Την κίνηση ενός πολιτικού και ιδεολογικού εκκρεμούς, από την αυταρέσκεια των «μεγάλων ιδεών», στη ελεεινολογία του «δεν είμαστε εμείς λαός» και την απύθμενη υποτέλεια.

Αναφέρεσαι στη Siemens, στο χρηματιστηριακό σκάνδαλο του 1872-1874, στα οικονομικά σκάνδαλα του 1928-1932 αλλά και του 1946-1951. Στο κομμάτι των οικονομικών σκανδάλων ποιες είναι οι ομοιότητες και οι διαφορές με το σήμερα;

Είναι άφθονες και οι ομοιότητες, αλλά ενίοτε εντυπωσιάζουν περισσότερο κάποιες διαφορές. Ξέρεις γιατί; Διότι κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, από αυτήν  που θα περίμενε κανείς «λογικά». Ας πούμε,  το  χρηματιστηριακό σκάνδαλο του 1872 – 1874: Έστω κι αν ήταν ανεπίσημο, τότε, το Χρηματιστήριο, το σκάνδαλο μοιάζει πολύ μ’ αυτό του 1999, της Σοφοκλέους. Στα «μεθεόρτια», όμως, η ενδιαφέρουσα διαφορά είναι πως το σοκ του 1873 – 74 προκάλεσε, αν μη τι άλλο, την παραίτηση ενός πρωθυπουργού. Του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, ο οποίος είχε μεν ευνοήσει στο έπακρο τα σχέδια του Ανδρέα Συγγρού, που «έπλασαν» και τη χρηματιστηριακή αρπαγή, αλλά δεν είχε μετατραπεί κι ο ίδιος σε «παπαγαλάκι». Ούτε αυτός, ούτε υπουργοί του καλούσαν τον κόσμο να συνεχίσει να αγοράζει τις ονειρεμένες – και κατόπιν εφιαλτικές- μετοχές.

Ε, δεν είναι προφανής η διαφορά σε σχέση με το 1999, όταν θριάμβευσε το «ούτε γάτα, ούτε ζημιά»; Ή, ακριβέστερα, το 1999 η ζημιά χρεώθηκε μόνο στην ευπιστία και το μεθύσι των παθόντων για εύκολο πλουτισμό και οι… γάτες που καλούσαν, ανοιχτά, τον κόσμο να συμμετάσχει στο μεθύσι δεν ταράχτηκαν καν. Βλέπουμε, λοιπόν, στα πολιτικά ήθη και την «κανονικότητα» της  «εκσυγχρονιστικής» δύσης του 20ου αιώνα περισσότερη παχυδερμία, απ’ ότι στον εμβρυώδη ελληνικό καπιταλισμό του 1870. Σημειολογικά, τουλάχιστον, έχει κάποια σημασία.     
             
Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ικανότητα  οικονομικών «παρατράγουδων» ή εξεζητημένων συμβάσεων να γίνονται καταλύτες για  ανακατατάξεις, είτε στο πολιτικό σκηνικό, γενικά, είτε στο εσωτερικό πολιτικών παρατάξεων. Κι αυτό σίγουρα θυμίζει, τόσο την Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, πχ με το σκάνδαλο Κοσκωτά, όσο την Ιταλία, τη Γαλλία και άλλες χώρες.

Μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης, εάν αναλογιστούμε ότι το «άστρο» του  Χέλμουτ Κολ στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα άρχισε να δύει εξ αιτίας – ή μάλλον αφορμής – μια υπόθεση παράνομης χρηματοδότησης. Στην Ελλάδα, πχ, η δεκαετία του 1950 ήταν «πλουσιότατη» σε τέτοιες παρενέργειες. Το 1950 – 52  ένα μεγάλο σκάνδαλο στον ΟΛΠ ουσιαστικά τερμάτισε την εποχή Τσαλδάρη, αλλάζοντας πρόσωπα και πράγματα στην ελληνική Δεξιά. Ένα – δυο χρόνια αργότερα, η υπόθεση της Siemens τίναξε στον αέρα της ήδη κακές σχέσεις Παπάγου – Μαρκεζίνη, προκαλώντας ρήγμα στο κυβερνών κόμμα του «Συναγερμού».  Βεβαίως, ο προσεκτικός παρατηρητής όσων διαδραματίστηκαν από το 1946 κι εντεύθεν θα αντιληφθεί ότι η πολιτική ζημιά για κάποια πρόσωπα μπορούσε να είναι δυσανάλογα μεγάλη ή δυσανάλογα μικρή, με γνώμονα τον βαθμό εμπλοκής τους σε αποδεδειγμένα σκάνδαλα. Άδικο το λες, ανεξήγητο όχι…

Υπόθεση Siemens, πάντως, είχαμε στην Ελλάδα και στο Μεσοπόλεμο… 

Ναι και από τη εταιρικές διαμάχες εκείνης της εποχής βλέπει κανείς πόσο σημαντική ισχύ  και επιρροή στην πολιτική εξουσία είχαν – από τότε- ορισμένοι επιχειρηματίες. Επί πολλά έτη, ήταν αδιανόητο για κάθε εταιρεία που ήθελε να «πάρει δουλειά» στην Ελλάδα, να μην πλευρίσει τον Πρόδρομο Μποδοσάκη!

Το 1926 ταξίδεψαν από τη Γερμανία στην Ελλάδα στελέχη της Siemens για να τον συναντήσουν…

Ερευνάς 200 χρόνια μέσα από τον Τύπο της εποχής. Ποιος όμως ήταν ο ρόλος του Τύπου τότε και ποιες οι αναφορές με τον ρόλο του, στη σημερινή Ελλάδα;

Για να είμαστε ακριβείς, η έρευνά μου αρχίζει από τον Τύπο του 1837. Για να κατανοήσουμε τις διαφορές και τις ομοιότητες με τη σύγχρονη εποχή, θα πρέπει πρώτα να δούμε σε πόσους και ποιους απευθυνόταν ο Τύπος, παλιά, γνωρίζοντας ότι κι αυτό το «παλιά» εξελισσόταν. Το 1853, ο αγράμματος πληθυσμός ξεπερνούσε το 91% του συνολικού και το 1870 αντιπροσώπευε το 82,2%, ειδικά δε στις γυναίκες, το 93%… Χρειάστηκε να παρέλθει σχεδόν ένας αιώνας από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, για να φθάσει ο εγγράμματος πληθυσμός στο «φίφτι – φίφτι». Το 1928, οι αγράμματοι στην ελληνική κοινωνία ήταν το 50,2%, αλλά η διαφορά ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες παρέμενε αβυσσαλέα.

Με άλλα λόγια, στις πρώτες δεκαετίες της ζωής του νεοελληνικού κράτους οι εφημερίδες και τα περιοδικά απευθύνονταν σε λίγους εγγράμματους, που κατά βάση ήταν διανοούμενοι, στελέχη της Διοίκησης, εύποροι, εκκολαπτόμενοι κεφαλαιούχοι, κλπ. Αυτό, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι τα κείμενα αναλάμβαναν να τα συντάξουν ελάχιστοι άνθρωποι, περιόριζε κατά πολύ το φάσμα των θεμάτων που κάλυπτε κι αναδείκνυε ο Τύπος. Περιόριζε και τη φροντίδα για «εκλαϊκεύσεις». Στην περίοδο του Όθωνα οι εφημερίδες δημοσίευαν κυρίως άρθρα γνώμης. Η ειδησεογραφία, όπως την προσδιορίζουμε σήμερα, ήταν πολύ ισχνή. Σε πολιτικό επίπεδο, φιλοδοξούσαν να επηρεάσουν όσους- με τη σειρά του- θα γίνονταν opinion makers ή θα προέβαιναν σε κινήσεις, που θα είχαν αντανάκλαση στη ζωή ή τις απόψεις του «λαουτζίκου». Κατά κάποιοι τρόπο, ο Τύπος γινόταν opinion maker, ψάχνοντας… διαμεσολαβητές.   

Αυτά όμως άλλαξαν. Πόσο γρήγορα;  

Ναι, το πράγμα άρχισε να «ανοίγει» όσο περνούσαν τα χρόνια. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, χάση και στις τεχνολογικές εξελίξεις – ηλεκτρικός τηλέγραφος, κλπ-  άρχισε και ο ελληνικός Τύπος να αποκτά κάποια αρτιότητα και ταχύτητα, ως προς τα διεθνή θέματα. Τομή στην ειδησεογραφία υπήρξε η έκδοση της «Ακροπόλεως» του Βλάση Γαβριηλίδη, το 1883, καθώς «εγκαινιάστηκαν» οι ανταποκρίσεις και  ο θεσμός των ειδικών απεσταλμένων.    

Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά ο Τύπος του Μεσοπολέμου άρχισε να μου θυμίζει αρκετά αυτό που σε αδρές γραμμές, ξέρουμε ως Τύπο… Εννοώ το εύρος της ύλης, τη διάταξή της, κλπ. Έβλεπες πολλά θέματα, όπως πχ  αθλητικά. Και γυναικεία μόδα. Κάτι καθόλου ανεξήγητο, αν σκεφθούμε πως οι εγγράμματες, πχ το 1928, μπορεί  να αντιστοιχούσαν μόνο στο 36%  του γυναικείου πληθυσμού, αλλά σε απόλυτα μεγέθη προσέγγιζαν τις 700 χιλιάδες. Καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός.

Όπως δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο πλέον και το αναγνωστικό κοινό, συνολικά. Το 1930, όλες μαζί οι αθηναϊκές εφημερίδες πουλούσαν 300.000 φύλλα. Έφθασαν τις 400.000 το 1960, τις 700.000 το 1967, το ένα εκατομμύριο στη μεταπολίτευση, ακόμη παραπάνω το 1982. Σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, ανέκαθεν τα πυκνά και σοβαρά πολιτικά γεγονότα ανέβαζαν τις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Ώσπου αυτή η διαδικασία άρχισε  να «αγκομαχά»… 

Πότε και πώς εκφράστηκε αυτό το «αγκομαχητό»;   

Θυμάμαι μια παρατήρηση που είχε κάνει, σε ένα συνέδριο του 2002, ο Λέων Καραπαναγιώτης, επί πέντε δεκαετίες στέλεχος του Δημοσιογραφικού Ομίλου Λαμπράκη: «Τα χρόνια μετά το 1989 οι εφημερίδες δεν κέρδιζαν πλέον, το 1993 έχασαν φύλλα σε  προεκλογική περίοδο». Ναι, σε προεκλογική περίοδο, αδιανόητο έως τότε… Ήταν μόνο η δυναμική εμφάνιση  ραδιοφωνικών σταθμών από το 1987 και των τηλεοπτικών καναλιών από το 1989 που το προκάλεσε αυτό; Άρχισε να αλλάζει, στα πρόθυρα της εποχής που χαρακτηρίστηκε περίοδος «μετανεωτερικότητας», η σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την επιθυμία για ενημέρωση, με την πολιτική, με «τα κοινά», με την έννοια της συλλογικότητας; Με όλα αυτά; Ισόποσα; Και πώς;

Προτού βρούμε ολοκληρωμένες απαντήσεις, κατέφθασε το Διαδίκτυο και τα τροποποίησε όλα. Με άλλα λόγια, και το «τότε» περιέχει μπόλικη ανομοιογένεια από δεκαετία σε δεκαετία, αλλά και το «τώρα» της ενημέρωσης- έντυπης ή ηλεκτρονικής- το χαρακτηρίζουν, επίσης, αρκετές «υποδιαιρέσεις» και ταχύτητες στις αλλαγές δεδομένων.     
     
Πόσο ασφαλές είναι να διανύει κανείς την ιστορία με αναφορά τον Τύπο;

Ε, λοιπόν, αυτό το ερώτημα –και μάλιστα ακριβώς με τον τρόπο που το διατυπώνεις- είχε «καρφωθεί» στο μυαλό μου, όταν άρχιζα την έρευνα στις εφημερίδες! Κι όσο περισσότερο υλικό έβρισκα στον Τύπο, τόσο εντονότερη ένιωθα την ανάγκη να στηριχτώ, παράλληλα, στη βιβλιογραφία. Η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφής και θέλω να πιστεύω ότι αντανακλάται στο περιεχόμενο του βιβλίου: Όχι, δεν είναι καθόλου ασφαλές να διατρέχεις την Ιστορία με μοναδικό όχημα τον Τύπο, αλλά είναι απαραίτητο να τον αξιοποιήσεις… αφειδώς, αν θέλεις να «μπεις στο πετσί» κάθε εποχής. Αν κινηθείς μόνο με τον Τύπο θα είναι σαν να ταξιδεύεις δίχως χάρτη ή πυξίδα. Χωρίς αυτόν, θα σου λείπουν τα κιάλια ή και το μικροσκόπιο, που πολλές φορές χρειάζεται.

Δεν θα μπορείς, επίσης, να φωτογραφήσεις καλά, να ζουμάρεις, να δεις λεπτομέρειες που κρύβουν μπόλικη ουσία, νοοτροπίες, αντιθέσεις- πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές. Δηλαδή όλα όσα εγώ ήθελα οπωσδήποτε να κάνω, σ’ αυτό το πόνημα. Η μελέτη καλών ιστορικών βιβλίων, από την άλλη πλευρά, σου επιτρέπει να ερμηνεύεις πληρέστερα τα ευρήματα που σου προσφέρει ο Τύπος, να δεις τις προεκτάσεις τους.

Είναι αλήθεια, πάντως, ότι η «βύθιση» σε άλλες εποχές, μέσω του Τύπου, αποδεικνύεται γοητευτική, για πολλούς λόγους. Και μόνο αυτή η κλίμακα που συναντάς σε κάθε περίοδο, από τα χονδροειδή άρθρα ως τα δομημένα με αξιοθαύμαστο τρόπο, αντιπροσωπεύει πολύτιμο υλικό, αν θέλεις να δεις τις συντεταγμένες κάθε εποχής. Το ίδιο ισχύει και για τα «μπαρ ντε φέρ» μεταξύ εφημερίδων αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων, οι οποίες, μια φορά κι έναν καιρό, απόκαλούσαν ή μία την άλλη «η συνάδελφος», ακόμη και προτού «κονταροχτυπηθούν» αγρίως. Έμοιαζε κάπως με ιπποτικό τελετουργικό μονομάχων, πριν από τις μονομαχίες…      

Ποια ήταν τα μεγαλύτερα fake news των  δυο αιώνων;

A, υπήρχαν πολλά, από εξοργιστικά έως διασκεδαστικά… Νομίζω, όμως, ότι τα απλά fake news, αν παραμείνουμε αυστηρά στην έννοια news, δεν είχαν και τόσο μεγάλο ιστορικό ειδικό βάρος. Πολύ μεγαλύτερο είχαν ορισμένες διαβεβαιώσεις ή  προσδοκίες που αποδείχθηκαν κάλπικες, είτε λόγω συνειδητής παραπλάνησης, είτε επειδή τις γέννησαν κακοί υπολογισμοί και «ευσεβείς πόθοι». Υπό αυτό το πρίσμα, όρεξη να έχουμε να μετράμε, από τον Κριμαϊκό πόλεμο μέχρι τον Ελευθέριο Βενιζέλο του φθινοπώρου 1931, ο οποίος δήλωνε πως η δραχμή ήταν ισχυρότερη και από το δολάριο και από το γαλλικό φράγκο, καθώς και ότι  η πάση θυσία παραμονή στον «κανόνα του χρυσού» θα θωράκιζε την ελληνική οικονομία. Αυτή, έλεγε, θα έβρισκε με σχετική ευκολία από το εξωτερικό τα… «ολίγα εκατομμύρια» που χρειαζόταν. Και τον Μάιο του 1932 η χώρα πτώχευσε- για τέταρτη φορά…

Υπάρχουν φυσικά και τα φαινόμενα fake «θεσμικών λειτουργιών». Χαρακτηριστικό, αν και σχετικά άγνωστο,  δείγμα fake κοινοβουλευτισμού διαδραματίστηκε το 1873: Για να εξυπηρετήσει τα σχέδια του Συγγρού, ως προς τα Μεταλλεία Λαυρίου, ο πρωθυπουργός Δεληγεώργης δεν έφερε καν στη Βουλή την κατά πολύ ευνοϊκότερη για το ελληνικό Δημόσιο πρόταση κοινοπραξίας 18 άλλων επιχειρηματιών. «Ατυχώς δεν ηδυνηθην να την εύρω» είπε, σίγουρος ότι δεν θα γινόταν… χαμός. Και δεν έγινε, διότι, όπως έγραψε κι ο τότε Άγγλος πρέσβης σε αναφορά του στον συμπατριώτη του υπουργό Εξωτερικών, ο Συγγρός είχε φροντίσει να φθάσουν σε πολλούς βουλευτές δωρεάν μετοχές!          

Η Ιστορία, όμως, δεν είναι χρήσιμη μόνο επειδή καταμετρά τα διάφορα fake του παρελθόντος, αλλά και διότι καταδεικνύει τους fake ισχυρισμούς του σήμερα. Από τα δεκαετία του 1990 έως σήμερα έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές το απατηλό κλισέ «πήγαιναν και οι Έλληνες μετανάστες σε άλλες χώρες, αλλά νόμιμα, όχι λαθραία». Θα συνιστούσα σε όσους το αναμασούν να διαβάσουν ορισμένα καλά βιβλία για την ελληνική εξωτερική μετανάστευση, αλλά και πολλά δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου, στις πρώτες 3,5 δεκαετίες του 20ου αιώνα.      

Πόσο διαφορετικά εκφράζεται η αστυνομική καταστολή κατά τη διάρκεια δύο αιώνων;

Εξυπακούεται ότι πολλές διαφορές τις υπαγορεύει η ίδια η τεχνολογία… Κάποτε «έπεφτε» ξύλο χωρίς να «πέφτουν» δακρυγόνα ή χημικά. Δεν είχαν όμως και οι διαδηλωτές τη δυνατότητα να καταγράφουν οπτικά τη δράση των δυνάμεων καταστολής και έτσι οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι δεν πονοκεφάλιαζαν με τον «βιντεοσκοπικό ακτιβισμό», για να θυμηθούμε τον λεκτικό αφορισμό του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, ή και την πασίγνωστη ρύθμιση του Μακρόν, στη Γαλλία…

Μια σημαντική διαφορά είναι ότι δεν αποτελούσαν μεγάλο «ταμπού» οι φόνοι εκ μέρους των δυνάμεων καταστολής, ειδικά όταν αυτές καλούνταν να τερματίσουν απεργιακές κινητοποιήσεις. Ας θυμηθούμε τους νεκρούς μεταλλεργάτες του Λαυρίου το 1896, της Σερίφου το 1916, κλπ. Στο βιβλίο δεν εστιάζω στα εργατικά, αλλά καλό είναι να έχουμε υπόψη ότι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της αστυνομικής βιαιότητας άρχισε από το 1879-80, όταν δηλαδή έγιναν, στη Σύρο οι πρώτες μεγάλες απεργίες.

Δεύτερη αξιοπρόσεκτη διαφορά: Η αστυνομική καταστολή ήταν κατά περιόδους   και στρατιωτική καταστολή, είτε επειδή η πολιτική εξουσία καλούσε εκτάκτως το στρατό να αναλάβει δράση, είτε για λόγους θεσμικούς. Πχ το  1892 η στρατιωτική αστυνομία αντικατέστησε τη δημοτική – διοικητική και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι αυθαιρεσίες και οι βιαιότητες των ένστολών αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο.

Υπάρχουν φυσικά και ομοιότητες, όπως και αξιοπρόσεκτες αντιστοιχίες, στην καταστολή. Έτσι δεν είναι;

Ασφαλώς. Οι  περισσότερες εντοπίζονται στο «θεωρητικό υπόβαθρο» που αναλάμβανε να δικαιολογήσει, ας πούμε, τις βίαιες διαλύσεις ειρηνικών συλλαλητηρίων. Το Σεπτέμβριο 1892, όταν η αστυνομία του Μπαϊρακτάρη διέλυσε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου  μια φοιτητική διαδήλωση εναντίον της μεγάλης αύξησης διδάκτρων, την οποία είχε θεσπίσει ο Χ. Τρικούπης,  η εφημερίδα «Άστυ», που  ήταν το καθαρόαιμο όργανο του τρικουπικού κόμματος, έγραφε όσα περίπου διαβάζουμε ή ακούμε και σήμερα. Ότι «οι φωνασκούντες υπέρ των ελευθεριών» διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να καταργούν «το δικαίωμα των άλλων εις την ησυχίαν και την τάξιν». Ότι η αστυνομία, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει προφανής λόγος για τη διάλυση μιας διαδήλωσης, εάν το κάνει σημαίνει ότι κάτι έχει στο νου της, άρα καλό είναι να μην της ζητάμε «λογαριασμό». Δεν μοιάζει αυτό με πρόδρομο της φράσης «το κράτος είστε εσείς», που απηύθυνε στην ΕΛ. ΑΣ έναν αιώνα αργότερα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης;

Στην καθημερινότητα – όχι στο πεδίο της καταστολής κινητοποιήσεων- το «εμείς είμαστε το κράτος» της χωροφυλακής, της αστυνομίας και της στρατιωτικής αστυνομίας συχνότατα μεταφραζόταν σε πλιάτσικα, σε αναίτιες βιαιοπραγίες, σε συμπεριφορά- εν γένει- που θύμιζε δυνάμεις κατοχής. Το καλοκαίρι 1894 οι κάτοικοι ενός χωριού του Τυρνάβου ζήτησαν από τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Νίκο Μπουφίδη, να «συμμαζέψει» τα αγήματα, ειδάλλως- προειδοποιούσαν- θα φρόντιζαν να μετοικήσουν στην οθωμανική επικράτεια… Αυτά τα αναδείκνυε συστηματικά και τα στηλίτευε η «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη, που τον Αύγουστο του 1894 πλήρωσε ακριβά την τόλμη της, καθώς και στη σθεναρή εναντίωσή της στον «ψυχωτικό», όπως τον χαρακτήριζε, «μεγαλοϊδεατισμό»: Με μια επιδρομή 86 στρατιωτικών, που κατέστρεψαν τα γραφεία και τα τυπογραφεία της.                            

Οι τίτλοι της εποχής είναι ανατριχιαστικά επίκαιροι και στο προσφυγικό: «Εκδιώξεις προσφύγων κατ’ απαίτηση έξωθεν» διαβάζουμε και «’Οχι άλλη Καμπούλ’», με αναφορά στους μικρασιάτες πρόσφυγες. Πως αντιμετώπισαν οι εξουσίες, ο λαός και ο Τύπος τους πρόσφυγες και ποιες οι αναφορές με το σήμερα;

Αυτά τα δύο, που αναφέρεις, αντιστοιχούν σε διαφορετικές εποχές. Το πρώτο είναι τίτλος του βιβλίου, σε κεφάλαιο που παραπέμπει στο 1852, σε μια ιστορία απέλασης Πολωνών προσφύγων, που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, μετά την κατάπνιξη των επαναστάσεων του 1848-49, στην Ευρώπη. Το δεύτερο, για την Καμπούλ, αφορά πλακάτ από συγκέντρωση εναντίον προσφύγων, που έγινε στην πλατεία Βικτωρίας τον περασμένο Ιούλιο. Το ανέφερα στον πρόλογο του βιβλίου, σε αντιστοιχία προς ένα άρθρο της «Βραδυνής», του 1923, με τίτλο «Αφγανιστανούπολις». Ένα άρθρο εχθρικό για τους πρόσφυγες, όχι όμως τους ξένους. Τους «όμαιμους», τους δικούς μας, που κατέφθαναν στην Ελλάδα έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Τις – ελάχιστα γνωστές – ιστορίες των προσφύγων που ήρθαν εδώ έπειτα από τις επαναστάσεις του 1848 -49 τις χαρακτηρίζουν, σε αδρές γραμμές, τα εξής στοιχεία: Η κοινή γνώμη τους συμπαθούσε ή και τους θαύμαζε, κάτι απολύτως εξηγήσιμο, αν σκεφθεί κανείς ότι η δράση τους θύμιζε σε σημαντικό βαθμό τη δική μας, του 1821, που τότε ήταν και «νωπή». Ίδια στάση τηρούσε και ο Τύπος, με ελάχιστες, αλλά χαρακτηριστικές και, θα έλεγα,  καιροσκοπικές εξαιρέσεις. Παράδειγμα: Το 1849, όταν το Βατικανό πίεζε τις ελληνικές αρχές να εκδιώξουν  πρόσφυγες από τη Ρώμη, τη Βενετία και τη Λομβαρδία, ο «Αιών», εφημερίδα του ρωσικού κόμματος, αξίωνε- και αυτός- από την τότε κυβέρνηση Κανάρη να μην ενδώσει. Για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας, ουμανισμού, ανέφερε- και σωστά. Παραλλήλιζε μάλιστα τους καπουτσίνους μοναχούς που, κατ’ εντολή του Πάπα, επεδίωκαν συνάντηση με τον Όθωνα, με την Ιερά Εξέταση. Όταν, όμως, το 1852, η Ρωσία απαιτούσε την εκδιωχθούν από την Ελλάδα οι Πολωνοί πρόσφυγες, ο φιλορωσικός «Αιών» έγινε η «μύγα μεσ’ το γάλα» στον ελληνικό Τύπο και επικρότησε – με επιχειρήματα σαθρά, όπως θα δει ο αναγνώστης- την κυβέρνηση Κριεζή, που ικανοποίησε το τσαρικό αίτημα.                

Εν πάση περιπτώσει, το γενικό «κλίμα» στην Ελλάδα – στον Τύπο, την κοινωνία-  ήταν εν γένει φιλικό προς τους πρόσφυγες εκείνους. Συνέτεινε δε στο να αποτραπούν ή να καθυστερήσουν απελάσεις, όπως και στη λήψη μέτρων φροντίδας για αυτούς. Υπήρχε βεβαίως και άλλη  σημαντική παράμετρος. Οι πρόσφυγες του 1848-49 δεν ήταν πολλοί. Δεν αποτελούσαν πλήθος, το μέγεθος του οποίου θα φόβιζε.

Κάτι που φυσικά δεν ίσχυε με τους δικούς μας πρόσφυγες, το 1922…       

Πολύ σωστά. Λόγω και της ελληνοτουρκικής σύμβασης του 1923, για την ανταλλαγή πληθυσμών, οι πρόσφυγες έρχονταν διαρκώς. Ενδεικτικό είναι ότι το 1928 αντιπροσώπευαν το 28% των κατοίκων της πρωτεύουσας. Το σχήμα που ήθελε τους «νεοφερμένους τουρκόσπορους» να απειλούν την ηρεμία ή και το βιός  των γηγενών «παλαιοελλαδιτών» τροφοδοτούσε την αέναη εχθρότητα απέναντί τους. Την τροφοδότησαν πολλοί, ακόμη, επιμέρους λόγοι. Πολιτικοί, με αναφορά στον «εθνικό διχασμό», κοινωνικοί, ψυχολογικοί – ας μην ξεχνάμε ότι η παρουσία τους ήταν μια διαρκής υπενθύμιση του ολέθριου τέλους της Μεγάλης Ιδέας. Αλλά και λόγοι πρακτικοί, καθημερινοί, αφού ορισμένα από τα μέτρα που ελήφθησαν για την επιβίωση των προσφύγων έθεταν ζητήματα ιδιοχρησίας και ιδιοκτησίας, πέρα από τις επιτάξεις ακινήτων και τις αναγκαστικές συγκατοικήσεις  με «παλαιοελλαδίτες».

Σε ό,τι αφορούσε τον Τύπο, στην καλλιέργεια μίσους εναντίον τους επιδόθηκε ο μοναρχικός δεξιός- στη συντριπτική πλειονότητά του. Αυτό όμως δεν έγινε αμέσως, μολονότι η μοναρχική Δεξιά είχε παραδόσεις βάναυσης συμπεριφοράς απέναντι σε εξ Ανατολής πρόσφυγες, όπως είχε δείξει και η δράση των παρακρατικών «Επίστρατων» του Ι. Μεταξά, το 1916.  Μέχρι το τέλος του 1922, το «κέντρο βάρους» της αρθρογραφίας του δεξιού Τύπου ήταν η προειδοποίηση πως ο βενιζελισμός επεδίωκε να καταστήσει υποχείριά του τους δυστυχείς πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, κάτι που ουσιαστικά θα ζημίωνε τους ίδιους. Στη συνέχεια όμως η άρχισε να «ανεβάζει στροφές» η ιδεολογική, πολιτική και δημοσιογραφική «μηχανή» που έσπερνε προκατάληψη και έχθρα σε βάρος τους.

Το πλέον ενδιαφέρον, όμως, είναι αυτό που παρατήρησες, με αφορμή τους τίτλους: Η καταπληκτική – κι αν θέλεις, καταθλιπτική- ομοιότητα ανάμεσα σε όσα ακούγονται ή γράφονται για τους σημερινούς πρόσφυγες. Κι ας είναι τόσο διαφορετικές οι συνθήκες. Κι ας πέρασαν τόσες δεκαετίες. Κι ας ήταν «δικοί μας» οι πρόσφυγες εκείνοι, σε αντίθεση με τους τωρινούς, τους ξένους, τους αλλόθρησκους… Κι εκείνοι, του 1922, ήθελαν «να ζουν με επιδόματα».

Επιβάρυναν ένα φτωχό κράτος. Ήταν πολιτισμικά κατώτεροι, «λεφούσια», «σαρίκια» που δεν ήξεραν «τι θα πει καλό». Βρόμιζαν τη Αθήνα και απειλούσαν τη δημόσια υγεία. Το κράτος φρόντιζε για τη στέγασή τους, ενώ οι γηγενείς έμεναν σε άθλια σπίτια. Ήταν «απόλεμοι και αφορολόγητοι». Και αχάριστοι…

Μόνον ο Σόρος έλλειπε…  
 
«Ο υπουργός μετρά “λίγα” θύματα και κορδώνεται», γράφεις σε έναν υπότιτλο του κεφαλαίου για την επιδημία της χολέρας, που εξολόθρευσε το 10% του πληθυσμού της Αθήνας το 1854. Δεν θυμίζει αυτή η αντιμετώπιση δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων, σήμερα, στην εποχή του Covid 19;

Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο. Όσο κι αν είναι εντελώς διαφορετικά τα μεγέθη, τόσο της θνητότητας, όσο και της θνησιμότητας, όταν εξετάζουμε την τακτική των πολιτικών εξουσιών δεν μπορούν να αποφευχθούν οι συνειρμοί που δείχνουν συγγένεια νοοτροπιών και «επικοινωνιακού» πολιτικαντισμού. Είναι αλήθεια ότι θυμήθηκα την ανακοίνωση που έκανε το 1854 ο υπουργός Εσωτερικών, Ρήγας Παλαμίδης, περί «ασήμαντου» αριθμού κρουσμάτων και θανάτων «χάρη στα ληφθέντα εγκαίρως μέτρα», τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ακούσουμε όλοι εκείνη την απίστευτη δήλωση του Αδ. Γεωργιάδη: «Ναι, πανηγυρίζουμε γιατί είμαστε 12 φορές καλύτερα από το Βέλγιο…». Το Βέλγιο, που από το πρώτο κύμα του Covid 19 παρουσίασε – για διάφορους λόγους- την βαρύτερη εικόνα ως προς τον δείκτη «θάνατοι ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού», που επικαλέστηκε ο Αδ. Γεωργιάδης… Και θα έπρεπε… να πανηγυρίζουμε, αγνοώντας τη ροή των πραγμάτων. Ότι, δηλαδή, το – διαμορφωμένο από το πρώτο κύμα της πανδημίας- «12 φορές καλύτερα από το Βέλγιο» άλλαζε καθημερινά. Από το Νοέμβριο του 2020 μέχρι σήμερα, μέσα Ιανουαρίου του 2021, πρόλαβε να πέσει στο « 3 φορές καλύτερα…». Υπήρχαν όμως κι άλλες ομοιότητες…

Όπως;

Κατά κάποιο τρόπο και η χολέρα του 1854 «χτύπησε» σε δυο κύματα. Στο πρώτο, το καλοκαίρι, έπληξε τον Πειραιά και λίγο αργότερα τα νησιά- άλλωστε εκεί κατέφυγαν μαζικά, οι κάτοικοι του «μεγάλου λιμανιού». Το δεύτερο κύμα έπληξε την Αθήνα το φθινόπωρο και το Νοέμβριο εξολόθρευε κόσμο με ρυθμούς κατακλυσμιαίους. Παρά τις ενδείξεις για το αντίθετο, οι απατηλοί ισχυρισμοί που συνέκλιναν στο «σχεδόν ξεμπερδέψαμε» αφθονούσαν, ως τα τέλη Οκτωβρίου, από πλευράς κυβέρνησης, αλλά και της μερίδας του Τύπου που στήριζε το «υπουργείον κατοχής».

Έτσι ονόμαζε τότε ο κόσμος την κυβέρνηση, διότι την είχαν επιβάλλει  οι αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις που, από την άνοιξη του 1854, είχαν κάνει ναυτικό αποκλεισμό στον Πειραιά, για λόγους σχετικούς με τον Κριμαϊκό πόλεμο. To καλοκαίρι, λοιπόν, το 1854, μεγάλο θέμα συζήτησης ήταν αν θα «άνοιγε», όχι φυσικά ο… τουρισμός, αλλά η συγκοινωνία ανάμεσα στον Πειραιά και την Αθήνα. Επίσης, εάν θα καλούνταν τα στρατεύματα κατοχής να…ακροβολιστούν σε υγιεινά αθηναϊκά προάστια, όπως ζητούσε η εφημερίδα «Εβδομάς», απτόητη, ανεπηρέαστη από τα ίδια γεγονότα: την περίοδο εκείνη, στα μεν νησιά η χολέρα επιβεβαίωνε την αγριότητά της, στη δε Αθήνα είχε ήδη συσταθεί επιτροπή «επί της προφυλάξεως των ενδεών από της χολέρας», της «απειλούσης να ενσκήψει και εις αυτήν την πρωτεύουσαν». Εν ολίγοις, αυτό το στοιχείο της ηθελημένης παραγνώρισης ή υποτίμησης του κινδύνου ήταν και τότε ισχυρότατο.

Κατά τ’ άλλα, εάν η τρέχουσα πανδημία αποδεικνύει, εκτός των άλλων, πόσο εγκληματικά ήταν τα πλήγματα που υπέστη το δημόσιο σύστημα υγείας από τη λιτότητα του 2010 και εντεύθεν, η χολέρα του 1854 ανέδειξε πόσο «ανοχύρωτη», στερημένη δομών προστασίας, ήταν η κοινωνία, τότε. Και τελικά, έβλεπες πχ την αγγλόφιλη «Αθηνά» να κάνει μέσα σε 2,5 εβδομάδες αναγκαστική στροφή 180 μοιρών. Και από την πλήρη ταύτιση με την κάλπικη κυβερνητική αισιοδοξία, έφθασε να αναρωτιέται γιατί στην Αθήνα οι αριθμοί κρουσμάτων και θανάτων ήταν τόσο υψηλοί, βάσει των πληθυσμιακών δεδομένων, σε σχέση με επιδημίες χολέρας στο εξωτερικό.

Είπες η «αγγλόφιλη» εφημερίδα. Προφανώς αυτό σχετίζεται με άλλη διάσταση της χολέρας του 1854…

Ακριβώς, τη διάσταση της απύθμενης υποτέλειας. Ο φιλοκατοχικός Τύπος της εποχής επιδιδόταν σε ένα γλοιώδες υμνολόγιο προς τις «συμμαχικές», γαλλοαγγλικές  δυνάμεις. Για να κατανοήσει περί τίνος επρόκειτο,  θα πρέπει να σταθεί σε κάποια γεγονότα. Είναι σχεδόν βέβαιο, βάσει των στοιχείων, ότι η χολέρα έπληξε πρώτα τα μέλη του πληρώματος ενός γαλλικού πλοίου. Στη συνέχεια επεκτάθηκε στο γαλλικό στράτευμα και κατόπιν «βγήκε παγανιά»… Οι Γάλλοι επιτελείς είχαν τη «λαμπρή» ιδέα να αποκρύψουν αρχικά τα κρούσματα να επιλέξουν την ταφή των νεκρών, κρυφά, σε μεγάλο λάκκο. Το «κακό» όμως άρχισε να διασπείρεται – στα αγγλικά στρατεύματα, στους κατοίκους του Πειραιά- και φυσικά φανερώθηκε. Το ιατρικό συμβούλιο, κάτι σαν τη σημερινή επιτροπή λοιμωξιολόγων, ζήτησε από τον επικεφαλής των γαλλικών δυνάμεων, ναύαρχο Ντε Τινάν, να δεχθεί τη διαμόρφωση «ειδικής ζώνης», που θα εμπόδιζε την επικοινωνία ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Το ενέκρινε με καθυστέρηση. 

Οι φιλοκατοχικές εφημερίδες δεν βρήκαν λόγο να κάνουν κριτική σε αυτά, η «Εβδομάς»- μάλιστα- βρήκε αμίμητο επιχείρημα: Εφ’ όσον η χολέρα έπληττε και χώρες που δεν βίωναν στρατιωτική κατοχή, ποια σημασία είχε πώς «χτύπησε» εδώ; Απολυόταν ο δήμαρχος Πειραιά και η «Αθηνά» δυσφορούσε, όχι επειδή έκρινε ως ενδεδειγμένες τις ενέργειες του απολυθέντος για την αντιμετώπιση της επιδημίας, αλλά διότι ο αποπεμφθείς είχε τον τρόπο να «ευχαριστεί τους αξιωματικούς Άγγλους και Γάλλους». Αυτό ήταν το κριτήριο για την εφημερίδα, όχι το αν αντιμετωπιζόταν η  χολέρα! Όλα τα έβλεπε «καλώς καμωμένα» εκ μέρους των «συμμάχων» η συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου, που σχεδόν σύσσωμη βρήκε απολύτως δικαιολογημένη και την επιδρομή των Γάλλων στην εφημερίδα «Αιών», το Σεπτέμβριο. Εκεί συνέλαβαν τον εκδότη και κατάσχεσαν τα πιεστήρια. Τον Οκτώβριο, ενώ η χολέρα αγρίευε, ο… πόνος της «Αθηνάς» ήταν αν οι Έλληνες θα αποδεικνύονταν «άξιοι της συμπαθείας των ευεργετών» τους.

Όλα αυτά, φυσικά, κινούνταν πολύ μακριά από τα συμπεράσματα που διαμόρφωνε ο λαός. Έπειτα από το φρικτό 1854, διαλύθηκαν τα τρία κόμματα που λειτουργούσαν με καθαρή «πυξίδα» τις ισάριθμες Μεγάλες Δυνάμεις. Η απομυθοποίηση του αγγλικού – γαλλικού «φιλελληνισμού» υπήρξε πλήρης.

Ταυτόχρονα, η έκβαση του Κριμαϊκού πολέμου αδυνάτισε το όραμα για μια δικαίωση του ελληνικού αλυτρωτισμού, χάρη στα ρωσικά όπλα που θα κατατρόπωναν τους Οθωμανούς. Τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, οι έξωθεν επιρροές, οι διεθνείς ανταγωνισμοί που θα περιλάμβαναν την Ελλάδα, θα απασχολούσαν στο μέλλον, αλλά με άλλους όρους. Όχι με αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα.    

Αναφέρεσαι στη δουλικότητα ελληνικών κυβερνήσεων, διαχρονικά.  Κάπου, μάλιστα, αναφέρεις ως παράδειγμα τον ισχυρισμό πως τα μνημόνια ήταν «ευλογία». Δεν υπήρξαν εξαιρέσεις αυτά τα 200 χρόνια;

Υπήρξαν, σε  διάφορους τομείς, σε διάφορες υποθέσεις – και δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτές που αναλύονται στη «Λοξή Ματιά». Πχ το 1849, στην υπόθεση Πατσίφικο, το ελληνικό κράτος αντιστάθηκε στις εξωφρενικές οικονομικές αξιώσεις των Βρετανών, που επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό- ναι, και τότε- σε σημαντικά ναυτικά λιμάνια, προκαλώντας και επισιτιστικά προβλήματα. Μάλιστα τότε αυξήθηκε κατακόρυφα το κύρος του Όθωνα, στο λαό. Τελικά, με την παρέμβαση Γαλλίας και Ρωσίας που είχαν ζημιωθεί από τον αποκλεισμό, το θέμα  παραπέμφθηκε σε διαιτησία. Αυτή επιδίκασε αποζημίωση, αλλά 237 φορές μικρότερη από την… παρανοϊκή, που απαιτούσε αρχικά το Λονδίνο.   

Αυτό για τα μνημόνια το έγραψα στην εισαγωγή του κεφαλαίου για τη χολέρα, μαζί με άλλα παραδείγματα, που – κατά την άποψή μου- δείχνουν την ανθεκτικότητα που έχει η ροπή προς υποτέλεια, όπως κι αν αυτή εκδηλώνεται, σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς τομείς. Άλλο αν ενίοτε εναλλάσσεται με τον φαινομενικό αντίποδά της, τις αντιλήψεις που πλάθουν μια ελληνική «μοναδικότητα», κλπ.

Η αλήθεια είναι, όμως, ότι υπάρχει κάτι ακόμη, εκτός από την υποτέλεια που σφραγίζει πολιτικές ή κυβερνητικές επιλογές, οι οποίες – σε τελική ανάλυση – κρίνονται και με γνώμονα τους συσχετισμούς, το τι είναι ανά πάσα στιγμή εφικτό και τι όχι, κλπ. Κι αυτό το κάτι είναι μια ελεεινολογία, που καταντά είδος… αυτορατσισμού. Θα φρίξει όποιος διαβάσει αναφορά του Έλληνα πρόξενου στη Ν. Υόρκη, η οποία έφθασε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, τον Ιανουάριο του 1907: Ο διπλωμάτης «Μαρία Αντουανέτα» χαρακτήριζε τους συμπατριώτες  μετανάστες τεμπέληδες, προορισμένους να αφομοιωθούν από τον ισχυρότερο πολιτισμό και την ισχυρότερη φυλή! Ακόμη και οι θεωρητικοί του ρατσισμού στις ΗΠΑ, με περισσότερη διακριτικότητα μιλούσαν για τους μετανάστες που προέρχονταν από τη νότια Ευρώπη και τα Βαλκάνια…

Κατά τ’ άλλα, έβλεπες εφημερίδες να ανεμίζουν τη σημαία της εθνικής αξιοπρέπειας σε μία περίοδο και να κηρύσσουν την υποτέλεια, σε κάποια άλλη,  αναλόγως του τι διακυβευόταν τη συγκεκριμένη στιγμή. Είπαμε ήδη για τις κυβιστήσεις του ρωσόφιλου «Αιώνα» στο θέμα των πολιτικών προσφύγων. Αντίστοιχα, υπήρξαν και εξάρσεις εθνικής αξιοπρέπειας της «Αθηνάς», όταν το επέτρεπαν – ή το επέβαλλαν- οι προτεραιότητες της αγγλικής πολιτικής. Κι η ίδια εφημερίδα τήρησε τη στάση που είδαμε το 1854. Και το 1849, στην υπόθεση Πατσίφικο, χαρακτήριζε «δίκαιες» τις απαιτήσεις του Λονδίνου…               

Τον αντίλογο στην κυβερνητική προπαγάνδα τον βλέπουμε μέσα από  σατιρικά ποιήματα, όπως αυτά του σπουδαίου Σουρή. Πόσο εύκολο ήταν για τον λαό τότε, να διακρίνει την προπαγάνδα και ποιες ήταν οι εστίες αντίστασης αν υπήρχαν;

Στην εκάστοτε κυβερνητική «γραμμή» αντίλογο προέβαλε, σταθερά, η εκάστοτε αντιπολίτευση και ο προσκείμενος σε αυτήν Τύπος. Πόσο πειστικά ήταν τα επιχειρήματα των δύο πόλων, αυτό άλλαζε κατά εποχές, κατά θέμα, κλπ. Κάποια στιγμή, φυσικά, έρχονταν τα ίδια τα βιώματα του κόσμου να δοκιμάσουν την πειστικότητα καθενός.  Η σάτιρα πολύ συχνά- όχι όμως πάντα-  εξέφραζε μια δυσπιστία σε αυτό που θα λέγαμε «καθεστωτική λογική». Συχνά «η μπάλα έπαιρνε» και αντιπολιτευόμενα κόμματα, όπως και κακές «ρωμέϊκες» νοοτροπίες.

Σίγουρα η διεισδυτικότητά της ήταν μεγάλη, διότι τα «προϊόντα» της ξεπερνούσαν και τους περιορισμούς που έθετε η εκτεταμένη έλλειψη μόρφωσης. Σκέψου, πχ, το 1885 έναν άνθρωπο που αδυνατούσε να διαβάσει κάποιο άρθρο, επικριτικό για τη «φορομπηχτική» πολιτική του Τρικούπη. Αδυνατούσε επειδή, είτε  ήταν εντελώς αναλφάβητος, είτε τον κούραζε η ανάγνωση άρθρων. Ε, πήγαινε στο καφενείο, άκουγε τον άλλον να λέει γελώντας «φορολογών τη ζάχαρη, φορολογών τα σύκα, όλου του περισσεύματος μας έκοψες τη γλύκα»-  μια ρίμα του Μιχάλη Μητσάκη για τον Τρικούπη- και «του έμενε».

Ευθυμούσε και αφομοίωνε το σατιρικό «σλόγκαν».

Σπουδαίες πένες έγραφαν – συχνά με ψευδώνυμα- σε σατιρικά έντυπα. Και υπήρχαν αρκετά. Ο «Ασμοδαίος» του Ροϊδη και του Άννινου,  το «Άστυ» που αργότερα έγινε πολιτικό έντυπο και μάλιστα όργανο του Τρικούπη, του οποίου την οικονομική πολιτική νωρίτερα- ως σατιρικό- σάρκαζε. Και φυσικά ο «Ρωμηός» του δημοφιλέστατου Σουρή, που εκδιδόταν από το 1883 ως το 1918. Δηλαδή έως ότου ο Σουρής ασθένησε βαριά.                   

Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην άσκηση πολιτικής αλλά και την προπαγάνδα, έχουν «ελληνικά» χαρακτηριστικά ή σχετίζονται περισσότερο με τη δομή της εξουσίας, που έχει κοινά χαρακτηριστικά παντού; Και αν υπάρχει η «ελληνική κουλτούρα» στη διαφθορά, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;

Χωρίς να έχω μελετήσει αντίστοιχες «διαδρομές» σε άλλα κράτη, με την ίδια προσοχή που το έκανα για τα «δικά μας», νομίζω ότι υπάρχουν και διεθνείς «σταθερές» και επί μέρους, κατά χώρα, «μεταβλητές». Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου, νιώθω έτοιμος για μια πιο συγκεκριμένη απάντηση: Διαφθορά φυσικά υπάρχει παντού, αλλά η «ελληνική κουλτούρα» έχει πολύ ισχυρή τάση προς την απαλλαγή της επιχειρηματικής «συνιστώσας» στο φάσμα της διαφθοράς. Το 1874, στον απόηχο του χρηματιστηριακού σκανδάλου, που «κατέστησε πτωχοκομείον την Αθήνα», ορισμένες εφημερίδες μνημόνευαν ένα παρεμφερές «κόλπο», στην Ισπανία. Εκεί, όμως, οι «εγκέφαλοι» φυλακίστηκαν. Εδώ, αντιμετώπισαν για λίγο καιρό την οργή μερίδας του Τύπου κι όταν το σκάνδαλο ξεχάστηκε ανέκτησαν και τα… «φωτοστέφανα», των «ευεργετών».

Στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν βαθύτατα ριζωμένη η αντίληψη πως ο επιχειρηματίας που «τα βρίσκει και τα κάνει», καλώς τα κάνει, ειδάλλως δεν θα ήταν καπάτσος. Στις αρπαγές δημόσιου χρήματος που γίνονταν με συμπράξεις οικονομικά ισχυρών ιδιωτών και δωροδοκημένων κρατικών υπαλλήλων, όσες «έβγαιναν στη φόρα», κατά κανόνα ο… πέλεκυς έπεφτε μόνο στον δεύτερο «πόλο». Τον Ιανουάριο του 1948, όταν αποκαλύφθηκε μεγάλο «πλιάτσικο» – με πονηρές τιμολογήσεις- 18 βιομηχανιών σε ποσότητες βαμβακιού, η εφημερίδα «Ελευθερία» αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να αποδοθούν ποινικές ευθύνες μόνο στους τρεις «λαδωμένους» υπαλλήλους και όχι στους ιδιοκτήτες των εταιρειών. «Ρητορική», μάλλον, ήταν η απορία της…  Φυσικά από τότε εξελίχθηκαν τα πράγματα. Το πλήρες «ακαταδίωκτο» μπορεί να υποχώρησε, αλλά η ισχύς του άγραφου νόμου επιβεβαιώνεται αλλιώς: Ποινές με αναστολή, γρήγορες αποφυλακίσεις, κλπ. 

Υπάρχει εξήγηση; Νομίζω, ναι. Θα την αναζητούσα, εν μέρει τουλάχιστον, στο DNA ενός κράτους που από «γεννοφάσκια» του ήταν χρεωμένο, στερούμενο κεφαλαίων και ισχυρών οικονομικών δομών. Ενός κράτους – και εν μέρει μιας κοινωνίας- που έβλεπε με δέος τους κεφαλαιούχους, έτοιμο να ανεχθεί πολλά, αν επρόκειτο να κερδίσει κάτι. Κατά τα πρότυπα, ίσως, ενός βραζιλιάνικου ρητού: «Κλέψε, αλλά κάνε και τη δουλειά». Τώρα, ποιες δουλειές, πόσο ευεργετικές, για ποιους, ε, αυτά είναι άλλες υποθέσεις…               

Η επανάληψη  μοτίβων διακυβέρνησης αφήνει ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι θέλεις να αντιληφθεί ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σου;

Το βιβλίο επικεντρώνεται σε μοτίβα διακυβέρνησης, τα οποία – πράγματι- συχνά θυμίζουν γάτα που κυνηγάει την ουρά της, αλλά η Ιστορία δεν περιορίζεται σε αυτά. Ακόμη και οι επαναλήψεις μοτίβων και πρακτικών, δεν συντελούνται σε πεδία μη εξελισσόμενα. Έστω και βασανιστικά, το «τίποτα δεν πάει χαμένο» βρίσκει τρόπους να μας χαμογελάσει. Αυτό το διακρίνουμε σε μεγάλα θέματα, στην ιστορική εξέλιξη, αλλά και σε επί μέρους ζητήματα. Πχ η πρώτη ιστορία του δικού μου βιβλίου περιγράφει μια εξέγερση των εμπόρων, βιοτεχνών και τεχνιτών της Πάτρας, η οποία μπορεί να μην ακύρωσε, το 1837, το ειδικό χαράτσι που είχε επιβάλλει η βαυαροκρατία, αλλά ανάγκασε την τότε κυβέρνηση να θέσει κάποιους  ορθολογικούς κανόνες στην εν λόγω διαδικασία. Να διασφαλίζονταν οι «χαρατσωμένοι» από τις ακραίες αυθαιρεσίες και από τον κίνδυνο να ξαναδούν κάποιον έμπορο να καλείται να πληρώσει πολλά περισσότερα, απ’ όσα τελικά θεσπίστηκαν για τους… τραπεζίτες.

Ύστερα από τη χολέρα του 1854 έγιναν κάποιες κινήσεις για τη δημιουργία δομών κοινωνικής προστασίας. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες του 1922 υπέφεραν – εδώ- τα πάνδεινα, αλλά τα παιδιά και τα εγγόνια τους δεν μεγάλωσαν ως «τουρκόσποροι». Όσοι Έλληνες πήγαιναν να δουλέψουν στις φάμπρικες της Γερμανίας, από το 1961 ως τα πρώιμα 70ς, βίωναν φυσικά δύσκολες καταστάσεις, οι οποίες είχαν, όμως, ελάχιστη σχέση με τις – συχνά άθλιες- συνθήκες ζωής και εργασίας όσων είχαν πάει στην Αμερική, στις πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα. Από τον ριζοσπαστισμό της πρώιμης μεταπολίτευσης η ελληνική κοινωνία κέρδισε αρκετά, όσο κι αν ωρύονται – για το αντίθετο- τα καθεστωτικά κλισέ.

Η βεβαιότητα καθενός πως το παιδί του θα ζούσε καλύτερα από τον ίδιο χαρακτήρισε τη μεταπολεμική Ελλάδα, ως το 2010. Η μεγάλη ανατροπή που άρχισε να συντελείται τότε, η εξαφάνιση κοινωνικών «σταθερών» και θεμελιωδών δικαιωμάτων, το πισωγύρισμα που βαφτίστηκε «προσαρμογή», σε συνάρτηση με τα σημερινά, διαμορφώνουν ασφαλώς μια νέα κατάσταση, κρίσιμη. Δεν νομίζω, όμως, ότι ακυρώνουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να διεκδικήσουν, να ανατρέψουν, να ορθοποδήσουν.