Τι κάνεις όταν διαπιστώνεις ότι το παιδί σου εκδηλώνει βία, ότι είναι θύτης εκφοβισμού στο σχολείο; Μία μητέρα στο Τέξας αποφάσισε μια λύση, που θεώρησε δραστική: Ανάγκασε τον γιο της να πάει στο σχολείο, φορώντας μια μπλούζα που έγραφε «είμαι νταής». Η μέθοδος όμως αυτή θα συνετίσει το παιδί ή θα το τραυματίσει; Με αφορμή αυτό το γεγονός αλλά και το άνοιγμα των σχολείων, όπου φυσικά εκδηλώνεται, κυρίως, το φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια δείχνει να γιγαντώνεται και αποκαλούμε μπούλινγκ, μιλήσαμε με την Γιώτα Αντωνοπούλου, ψυχοπαιδαγωγό και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Παιγνιοθεραπείας και Δραματοθεραπείας «Το Άθυρμα». 

Ads

Καταρχήν, το μπούλινγκ, όπως το αποκαλούμε σήμερα, ορίζοντας τη βία μεταξύ των παιδιών, είναι πράγματι ένα σύγχρονο φαινόμενο;

´Οχι βέβαια. Υπήρχε πάντα. Ποιος δεν θυμάται από τα παιδικά, σχολικά του χρόνια τέτοια συμβάντα. ´Εχουμε δώσει πολλή μεγάλη διάσταση τα τελευταία χρόνια. Όχι πως δεν έχει γίνει ιδιαίτερα σοβαρό το πρόβλημα. Δίνεται όμως μια λάθος διάσταση κοινωνικά στο θέμα, μια λάθος ανάγνωση του προβλήματος, με βάση την οποία περιθωριοποιούνται θύμα και θύτης. Περιθωριοποιούνται και οι δυο και δεν κατανοούμε ότι ο θύτης είναι θύμα κάπου αλλού. Όπως και το ότι ο ένας ρόλος συντηρεί και τροφοδοτεί τον άλλον. Όπως και στους ενήλικες. Με ψυχαναλυτικούς όρους σε ένα ζευγάρι με θύτη και θύμα, οι ρόλοι μεταξύ των ατόμων εναλλάσσονται. Εκτός αυτού, δεν κατανοούμε επίσης ότι θύμα και θύτης είναι στον ίδιο παρονομαστή, μάλιστα στο κλάσμα αυτό βλέπουμε μόνο παρονομαστή. Οφείλουμε επίσης ως προς το φαινόμενο να διακρίνουμε, να διαφοροποιήσουμε τους τσακωμούς από το μπούλινγκ, από τον εκφοβισμό και τη μείωση κάποιου πιο ευάλωτου.

Και πως ξεχωρίζουν οι τσακωμοί από το μπούλινγκ;

Ads

Η διαφορά είναι στην υποτίμηση και τον λόγο που το κάνω. Στο μπούλινγκ το κάνω συνειδητά και για να σε πονέσω. Όπως έχω πονέσει, θα σε πονέσω. Αυτό που δεν μαθαίνουν τα παιδιά, γιατί και οι ενήλικες δεν το έχουν, είναι η σχέση πράξης και συνέπειας. Δεν μαθαίνουν λοιπόν πως η κάθε πράξη έχει και συνέπεια. Θετική πράξη, θετική συνέπεια. Αρνητική πράξη, αρνητική συνέπεια. Και ανάλογα αναλαμβάνω την ευθύνη μου. Και η συνέπεια δεν είναι τιμωρία, τα όρια δεν είναι τιμωρία. Η τιμωρία είναι επιβολή. Γι αυτό και έχουμε τη βία ως απάντηση. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα, από ένα δημοτικό δημόσιο σχολείο στη Γαλλία, όπου δούλεψα πριν αρκετά χρόνια. Ήταν σε μια περιοχή, σαν το δικό μας Βοτανικό, είχε παιδιά από είκοσι εθνότητες και φαινόταν δυσλειτουργικό το περιβάλλον. Κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι λοιπόν εφαρμόσανε ένα πρόγραμμα, ένα εκπαιδευτικό μοντέλο αλλιώτικο από το επίσημο. Ένα αυτοδιαχειριζόμενο σχολείο. Υπήρχε λοιπόν κάποιος μαθητής που ήταν βίαιος, χτυπούσε τα παιδιά, τους συμμαθητές. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν όλοι μαζί και λέγαμε τα νέα της ημέρας. Τα παιδιά εκφράζανε παράπονα ότι ο τάδε τους χτυπάει. Το παιδί αυτό εν τω μεταξύ το δέρνανε στο σπίτι του. Αποφασίσαμε λοιπόν και προτρέψαμε τα παιδιά να καθίσουν και να συζητήσουν όλα μαζί και ο συμμαθητής τους που τους χτύπαγε, τι θα γίνει με αυτήν την κατάσταση. Ποια ήταν η απόφαση που πήρανε τα παιδιά; Ότι αφού μπορεί ο συμμαθητής τους αυτός να κάνει το κακό, μπορεί να κάνει και το καλό. Έτσι, τον κάνανε γιατρό. Το γυρίσανε ανάποδα, του δώσανε ρόλο θετικό, δημιουργικό. Όποιο παιδί λοιπόν δεν ένιωθε καλά ή χτυπούσε, ενημέρωνε πρώτα το μαθητή αυτόν, τον γιατρό. Το παιδί ήταν πλέον περήφανο για το ρόλο του και δεν χτύπησε ξανά άλλο συμμαθητή του.

Εξαιρετικό το παράδειγμα. Γιατί όμως ένα παιδί θέλει να προκαλέσει πόνο, γιατί υποτιμά και γιατί αντίστοιχα το παιδί-δέκτης, το θύμα, δέχεται να υποτιμηθεί κι αφήνεται στον πόνο;

Θα σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα περί αυτού. Από ένα πιλοτικό πρόγραμμα, το οποίο δουλέψαμε και εφαρμόσαμε με δασκάλους και φυσικά το σύλλογο γονέων στο 5ο δημοτικό σχολείο Χολαργού. Στόχος του προγράμματος – παρεμπιπτόντως δεν αναφερθήκαμε στη λέξη μπούλινγκ – ήταν η «ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων στο σχολικό περιβάλλον και αυτοδιαχείρισης συμπεριφοράς μαθητών» και αφορούσε βέβαια τον εκφοβισμό, την αυτοεκτίμηση και την επίλυση προβλημάτων και συγκρούσεων στο σχολείο. Δημιουργήθηκαν λοιπόν, μεταξύ άλλων, ξεχωριστές ομάδες θυτών, θυμάτων και γονέων. Το άκρως ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι όλοι, θύτες, θύματα και γονείς (θυτών και θυμάτων) είχαν τα ίδια προβλήματα. Και οι τρεις ομάδες είχαν κοινό τόπο ζητημάτων. Έλλειψη επικοινωνίας που σημαίνει δεν με ακούνε, θυμό που δεν ξέρανε τι να τον κάνουνε και παντελή έλλειψη ορίων. Χαρακτηριστικά που συσχετίζονται με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δεν μιλάμε λοιπόν για μπούλινγκ αλλά για αυτοεκτίμηση και πως βοηθώ τον εαυτό μου μέσα σε ένα περιβάλλον, όπως το σχολικό, όπου θα υπάρξουν όλα αυτά τα ζητήματα, να τα διαχειριστώ και να τα αντιμετωπίσω. Το παιδί που έχει ανάγκη να εκδηλωθεί με τρόπο βίαιο και να υποτιμήσει κάποιο άλλο είναι ένα παιδί που πριν έχει υποτιμηθεί από κάπου αλλού. Δυστυχώς όμως κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη, ούτε το σχολείο, αντίθετα συχνά το περιθωριοποιεί κι έτσι θα πρέπει ο γονιός του θύματος να ασχοληθεί με το παιδί και ο γονιός του θύτη είτε να παραμείνει υπερήφανος που το παιδί του είναι νταής, είτε να το τιμωρήσει, κάνοντας για παράδειγμα αυτό που έκανε η μητέρα στο Τέξας.

Τι νομίζετε ότι διαφοροποιεί την επιθετικότητα και την υποτίμηση των παλαιότερων χρόνων από αυτό που ονομάζουμε μπούλινγκ σήμερα;

Ο κοινωνικός ιστός είναι αυτός που έχει διαφοροποιηθεί. Δεν υπάρχει πια το νοιάξιμο που υπήρχε κάποτε. Δηλαδή αν ένα παιδί περιθωριοποιόταν στην ομάδα σε μια αλάνα, η υπόλοιπη ομάδα θα το υποστήριζε, η ίδια ομάδα που δημιουργούσε τις δυσκολίες, η ίδια και τις απάλυνε.

Αυτορρυθμιζόταν δηλαδή με έναν τρόπο.

Ακριβώς. Πολύ ωραία η λέξη. Σήμερα τα περιβάλλοντα είναι απρόσωπα, υπάρχει αδιαφορία, βία και έλλειψη νοήματος. Παιδιά της πρώτης δημοτικού οργανώνουν ξύλο μεταξύ τους, δημιουργώντας μάλιστα κλοιό γύρω από αυτούς που χτυπιούνται για να μην φαίνονται και κάποιος φυλάει τσίλιες για να μην τους δει ο δάσκαλος. Μια μικρή αρένα, όπου η ομάδα ενώνεται για την απόλαυση της βίας. Έχει χαθεί το αληθινό αυθεντικό παιχνίδι, έχει χαθεί και η χαρά. Όλα είναι μόνο μάθηση. Μετά τα μαθήματα τα παιδιά, έχουν δραστηριότητες που με τον τρόπο που γίνονται πάλι μάθηση είναι. Δεν υπάρχει πουθενά το παιχνίδι. Και έχει τεράστια σημασία αυτό. Στο παιχνίδι, το παιδί μπαίνει καταρχήν μόνο με τη θέλησή του, μαθαίνει να συμμετέχει ισότιμα, να συνεργάζεται, να σέβεται τους κανόνες, τα όρια, να δημιουργεί, να ευχαριστιέται. Και τότε δεν έχει συνήθως λόγους να εκδηλώσει βία. Το βλέπω με παιδιά θύτες, που δουλεύω μαζί τους. Και γι’ αυτό παλεύω να περάσει το παιχνίδι, που είναι εξάλλου μέσα στη φύση μας, ως εκπαιδευτική διαδικασία στο δημόσιο σχολείο.

Τι θέλει, εκτός από παιχνίδι, ένα παιδί;

Ο,τι και ένας ενήλικας. Αγάπη, κατανόηση και φροντίδα.

Πάντως, αυτό που, επίσης, σίγουρα διαφοροποιεί το χθες από το σήμερα είναι ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός, μέσω διαδικτύου.

Βέβαια. Το κάνει πιο τρομακτικό και επικίνδυνο.

Λέτε ότι πρέπει να ακούμε τα παιδιά. Μήπως όμως τελευταία τα ακούνε μόνο οι παιδοψυχολόγοι; Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια οι γονείς να πηγαίνουν μαζικά τα παιδιά σε ειδικούς. Είναι πράγματι αναγκαίο και υγιές ή διακρίνετε κάποια υπερβολή;

Έχει να κάνει με την ανάληψη ευθύνης που λέγαμε. Γιατί και ο ειδικός δεν είναι πανάκεια.

Σε ό,τι αφορά την κοινωνία και την αντιμετώπισή της στο φαινόμενο, υποστηρίζετε εν ολίγοις ότι η κοινωνία γίνεται με τη σειρά της θύτης απέναντι στο παιδί που εκδηλώνει βία, στοχοποιώντας το, τιμωρώντας το, βάζοντάς το στο περιθώριο, παράλληλα δεν αναγνωρίζει ότι θύτης και θύμα έχουν τα ίδια προβλήματα. Εχω την αίσθηση ότι αυτή η προσέγγιση δεν επικρατεί μεταξύ των παιδοψυχολόγων που δημοσιοποιούν τις απόψεις τους. Ισχύει; Και γιατί κατά τη γνώμη σας δεν υπάρχει μια συνισταμένη εκπαιδευτικής πρότασης από τους ειδικούς;

Γιατί δεν συμφέρει. Συμφέρει ίσως να είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Δεν συμφέρει ούτε το παιχνίδι. Σκεφτείτε πόσα πράγματα στηρίζονται σε έναν τέτοιο τρόπο περιθωριοποίησης και παραγωγής βίας. Βιομηχανίες ολόκληρες. Δείτε μόνο πόσες ειδικότητες δουλεύουν πάνω σε αυτά. Γι αυτό και η προσέγγιση αυτή μειοψηφεί.