Ενώ η κυβέρνηση διαφημίζει την πρωτοβουλία Brain Regain (επιστροφή νέων ανθρώπων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης), το ελληνικό κράτος αποθαρρύνει με διάφορους τρόπους όσες και όσους προσπαθούν να επαναπατριστούν. Μια τέτοια είναι η περίπτωση της Μ. η οποία ταλαιπωρείται ήδη αρκετούς μήνες όπως εξηγεί στο tvxs.

Ads

«Η επιστροφή μας ήταν ένα σοκ. Εντελώς συνειδητά αποφασίσαμε να μην παντρευτούμε και δεν έχουμε συνάψει ούτε σύμφωνο συμβίωσης. Ανακαλύψαμε ότι για το ελληνικό κράτος όποτε τους συμφέρει είμαστε οικογένεια, όποτε δεν τους συμφέρει όχι. Μείναμε 7 μήνες ανασφάλιστοι γιατί γυρίσαμε και μας έστελναν από το ένα γραφείο στο άλλο για το ποιος είναι υπεύθυνος για να αναγνωριστεί η προϋπηρεσία μου.

Το ένα γραφείο της ΑΑΔΕ μας θεωρεί οικογένεια και το δίπλα όχι, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να φέρουμε το ένα από τα αυτοκίνητα μας. Εκεί που ζούσαμε ήταν λυμένο αυτό. Μας θεωρούσαν οικογένεια» εξηγεί η Μ. η οποία περιγράφει το ιστορικό της έως τώρα εμπειρίας της.

«Πριν από περίπου ένα χρόνο αποφασίσαμε με το σύντροφό μου (με τον οποίο δεν είμαστε παντρεμένοι και δεν έχουμε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης) να επιστρέψουμε μαζί με τα τρία μας παιδιά στην Ελλάδα (μετά από 15 και 17 χρόνια αντίστοιχα ζωής στο εξωτερικό). Τους τελευταίους 10 μήνες κρατούμαστε όμηροι του Προξενείου και της αρμόδιας υπηρεσίας της ΑΑΔΕ, οι οποίοι αποφάσισαν, κατά παράβαση του Αστικού Κώδικα, να επινοήσουν το βαθμό συγγένειας του “Αναγνωρισμένου πατέρα των τέκνων” και βάσει αυτού αρνούνται να μας εκδώσουν ξεχωριστά πιστοποιητικά μετοικεσίας.

Ads

Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο σύντροφός μου δεν μπορεί να φέρει στην Ελλάδα το αυτοκίνητο που έχει στην κατοχή του, καθώς, αυθαίρετα, χωρίς καμία νομική βάση και ενώ το σύνολο των οδηγιών που έχει εκδώσει η ίδια η ΑΑΔΕ αλλά και το πιστοποιητικό που εκδίδει το Προξενείο αναφέρουν ρητώς πως ως οικογένεια νοούνται οι σύζυγοι και τα άγαμα τέκνα, μας αντιμετωπίζουν, προφανώς για πρώτη και τελευταία φορά, ως οικογένεια» λέει η Μ.

«Αν ήμασταν παντρεμένοι θα μπορούσαμε να φέρουμε ένα αυτοκίνητο. Τώρα μπορεί να φέρει ο καθένας από ένα αλλά όχι να οδηγήσει ο ένας του άλλου. Το δεύτερο αυτοκίνητο δεν μπορούμε να το εισάγουμε γιατί είναι από τρίτη χώρα, είπαμε να πληρώσουμε δασμούς τα πάντα αλλά…. 8 μήνες δεν μας απαντάνε. Μας είπαν να το δει νομικός.

Μας έδωσε γνωμοδότηση ο Συνήγορος του Πολίτη αλλά από την ΑΑΔΕ είναι ανένδοτοι. Επειδή στη Θεσσαλονίκη που ζούμε δεν υπάρχει μετρό και είναι αδύνατον με καρότσι μωρού να μετακινηθείς στην πόλη, νοικιάζουμε αυτοκίνητο.

Κάθε προσπάθεια συνεννόησης τόσο ημών όσο και του δικηγόρου μας με την αρμόδια υπηρεσία της ΑΑΔΕ έπεσαν στο κενό, η οποία κώφευσε και στη γνωμοδότηση του Συνηγόρου του Πολίτη. Καθ’ υπόδειξη της Προϊσταμένης της αρμόδιας υπηρεσίας της ΑΑΔΕ (με το απίστευτο σχόλιο “μήπως και το δει κανένας νομικός”) απευθύναμε επιστολή στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τελωνείων και στον Διοικητή της ΑΑΔΕ.

Η επιστολή παραμένει κατ’ ουσίαν μέχρι και σήμερα, σχεδόν 6 μήνες μετά και κατά παράβαση του άρθρου 6 του νόμου 3242/2004, αναπάντητη. Το μόνο που λάβαμε είναι μια εμπιστευτική επιστολή (γιατί εμπιστευτική άραγε;) με διευκρινίσεις σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα στοιχεία επικοινωνίας του Προξενείου, του Τελωνείου και του Υπουργείου Μεταφορών! Η συνέχεια για το εν λόγω ζήτημα θα δοθεί στα δικαστήρια, γιατί αρνούμαστε πεισματικά να παραιτηθούμε των δικαιωμάτων μας και να νομιμοποιήσουμε με τη στάση μας μια δημόσια υπηρεσία αλαζονική και de facto εχθρική προς τους πολίτες. Πέρα από το γεγονός ότι μας κάνουν μπαλάκι από τη μία υπηρεσία στην άλλη, μία υπάλληλος σχεδόν μας έβαλε τις φωνές. Προσωπικά έχω σεβαστεί τους νόμους μέχρι κεραίας, σε πλήρη αντίθεση με την ΑΑΔΕ και το αρμόδιο Προξενείο. Το ερώτημα που θέτω, λοιπόν, είναι εύλογο: είναι η ΑΑΔΕ και οι συν αυτώ υπεράνω νόμων;» αναρωτιέται η Μ.

Δεν ενθαρρύνω κανέναν να επιστρέψει

Η Μ. περιγράφει την δεύτερη περιπέτεια που έχει σχέση με την υπαγωγή της στις φορολογικές διατάξεις.

«Μετά την άφιξή μου το περασμένο φθινόπωρο αναζήτησα πληροφορίες στο site της ΑΑΔΕ σχετικά με την υπαγωγή μου στις φορολογικές διατάξεις που αφορούν τους επαναπατρισθέντες. Οι οδηγίες της ΑΑΔΕ που με αφορούσαν ανέφεραν ρητώς ότι το αίτημά μου θα έπρεπε να κατατεθεί εντός του επόμενου από την επιστροφή μου έτους (δηλαδή εντός του 2024).» λέει η Μ.

«Κατόπιν παρότρυνσης από λογιστές, επικοινώνησα με την αρμόδια υπηρεσία της ΑΑΔΕ, απ’ όπου με ενημέρωσαν ότι το αίτημα θα έπρεπε να κατατεθεί ως το τέλος του έτους κατά το οποίο επέστρεψα (δηλαδή το 2023)! Κατέθεσα το αίτημα στα τέλη του 2023, το οποίο παραμένει (κατά την προσφιλή πρακτική της ΑΑΔΕ) μέχρι και σήμερα αναπάντητο – και πάλι κατά παράβαση του νόμου 3242/2004 όπου ορίζονται οι προθεσμίες απάντησης αιτημάτων των πολιτών. Από άλλους επαναπατρισθέντες μάλιστα πληροφορούμαι ότι για την επεξεργασία των αιτημάτων απαιτείται περίπου ένα εξάμηνο….

Όσο κι αν ακούς την κατάσταση της Ελλάδας, δεν καταλαβαίνεις αν δεν το ζήσεις. Δεν φανταστήκαμε ούτε ότι θα μείνουμε ανασφάλιστοι, ούτε ότι θα μας αγνοεί επιδεικτικά το κράτος, ούτε ότι θα μείνουμε χωρίς αυτοκίνητο.

Κάποιοι που επαναπατρίστηκαν νωρίτερα μας λένε να κάνουμε υπομονή, έναν χρόνο διαρκεί η ταλαιπωρία με το δημόσιο. Δεν ξέρω αν κάποιους τους παρηγορεί αυτό. Μετά από μόλις οκτώ μήνες παραμονής στην Ελλάδα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού, ότι μπορεί μεν να δίνονται κίνητρα για την επιστροφή στην Ελλάδα, είναι ωστόσο μακροπρόθεσμα παντελώς άχρηστα, καθώς απουσιάζει πλήρως το πλαίσιο από πλευράς της Πολιτείας που να δημιουργεί προϋποθέσεις παραμονής στην Ελλάδα. Κι αν η καλύτερη διαφήμιση γίνεται από στόμα σε στόμα, εγώ προσωπικά αδυνατώ να ενθαρρύνω τον οποιονδήποτε να επιστρέψει».

Η Μ. και ο σύντροφος της, έχουν ενημερώσει με σχετική επιστολή τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κ. Γιώργο Πιτσιλή ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Παρόλα αυτά, το νέο έτος, τους βρήκε να παλεύουν με ένα κράτος που τους απαξιώνει.