Τα ανάμεικτα, θολά και μη αισιόδοξα μηνύματα της Ευρώπης σχετικά με τη μελλοντική ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκαλούν σύγχυση στα Σκόπια, αναστέλλουν την μεταρρυθμιστική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα δύο προηγούμενα χρόνια, προκαλώντας αύξηση της πολιτικής αστάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας για το άμεσο μέλλον. Ταυτόχρονα στέλνουν κι ένα μήνυμα σε ολόκληρα τα ασταθή Δυτικά Βαλκάνια πως η πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει μεν μισάνοικτη, αλλά είναι αβέβαιο ακόμη το πότε θα ανοίξει εντελώς για να προσφέρει σταθερότητα κι ευημερεία στις, ταλαιπωρημένες απο τον εθνικισμό και τον διεθνή ανταγωνισμό, χώρες της περιοχής.

Ads

Από “αιχμάλωτο κράτος” σε “Success Story της Ευρώπης”

Κατά την τελευταία δεκαετία η Βόρεια Μακεδονία έζησε σοβαρές πολιτικές αναταραχές και αλλαγές, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. Η ίδια εχει περάσει από ένα απομονωμένο, “αιχμάλωτο κράτος” με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του, σε μια χώρα η οποια δεσμεύτηκε σταθερά να προωθήσει την Ευρωατλαντική της ενσωμάτωσή με κάθε κόστος και να γίνει ένα “Success Story της Ευρώπης”, αφού συμφώνησε να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα προκειμένου να διευθετηθούν δεκαετίες διαμάχης, σχετικά με το όνομα Μακεδονία, με τη γείτονα Ελλάδα. Αλλά ακόμη και μετά την υπέρβαση του βασικότερου εμποδίου στην Ευρωατλαντική της πορεία, με την υπογραφή της Συμφωνίας Πρεσπών με την Ελλάδα και τις αλλαγές στο Σύνταγμά της, η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. παραμένει ακόμη υπό αμφισβήτηση.

Αυτή η αβεβαιότητα οφείλεται κατά κύριο λόγο στα ανάμεικτα μηνύματα τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο κυρίως από ορισμένα κράτη μέλη της Ε.Ε. σχετικά με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, που θα έπρεπε κανονικά να ξεκινήσουν τον Ιούνιο του 2019. Από τη μία πλευρά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αρχικά η Γερμανία, υποστήριζαν την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών, ενώ από την άλλη η Γαλλία και η Ολλανδία αντιτίθενται. Ταυτόχρονα, οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι έχουν τις δικές τους στρατηγικές σχετικά με την προοπτική διεύρυνσης της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά με διαφορετικούς τελικούς στόχους.

Ads

Η γερμανική υποστήριξη έχασε την ορμή της…

Μέχρι πρόσφατα ο κυριότερος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής πορείας της Βόρειας Μακεδονίας ήταν το Βερολίνο, που συχνά συγκρουόταν με το Παρίσι γι’ αυτό το ζήτημα. Γερμανία και Γαλλία έμοιζαν σα να έπαιζαν, για δικούς τους λόγους η κάθε μία, τον ρόλο του “καλού και του κακού μπάτσου”, χαρίζοντας ανά τακτά διαστήματα “σκοτσέζικα ντουζ” στους λαούς των Δυτικών Βαλκανίων, που έχουν ξεροσταλιάσει επί δύο δεκαετίες στον προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναμφίβολα το Βερολίνο παρείχε ισχυρή υποστήριξη στην επανεκκίνηση της διαδικασίας ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης και της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτή η υποστήριξη αυξήθηκε σημαντικά από το 2014, όταν ο τότε νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιουνγκέρ, ανακοίνωσε ότι δεν θα υπάρξει νέα διεύρυνση της Ένωσης κατά τη διάρκεια της θητείας του. Αντιδρώντας σ’ αυτή την απαισιόδοξη προοπτική η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ξεκίνησε τότε μια πολιτική πρωτοβουλία γνωστή ως “Διαδικασία του Βερολίνου”, με στόχο την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας μεταξύ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά και την ενίσχυση της ένταξής τους στην Ε.Ε. Υπό την αιγίδα της Διαδικασίας του Βερολίνου, η γερμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε την υποστήριξή της για την ένταξη της περιοχής στην Ε.Ε., προσφέροντας σε όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων την ευκαιρία να ενταχθούν στην Ε.Ε. εάν φυσικά πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης. Επιπλέον, η Γερμανία δήλωσε τη δική της ευθύνη να βοηθήσει τα Δυτικά Βαλκάνια να οικοδομήσουν ένα “ειρηνικό, σταθερό και δημοκρατικό μέλλον” με βάση το “Κράτος Δικαίου”.

Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2017, με την απομάκρυνση του εθνικιστή Νίκολα Γκρουέφσκι και του VMRO-DPMNE από την εξουσία στα Σκόπια, η Βόρεια Μακεδονία, και ειδικά η κυβέρνηση συνεργασίας του Ζόραν Ζάεφ, έλαβε σημαντική ενθάρρυνση και υποστήριξη της Γερμανίας για τις προσπάθειές της να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για το ονοματολογικό. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα, που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2018, πολλοί υψηλόβαθμοι Γερμανοί διπλωμάτες και αξιωματούχοι επισκέφθηκαν τα Σκόπια και κάλεσαν τους ψηφοφόρους να υποστηρίξουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μάλιστα λίγες εβδομάδες πριν από το δημοψήφισμα, και συγκεκριμένα στις 8 Σεπτεμβρίου 2018, η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ πραγματοποίησε ιστορική επίσκεψη στα Σκόπια και κάλεσε τους πολίτες της χώρας να εγκρίνουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, τονίζοντας ότι «με την επιτυχία του δημοψηφίσματος το μέλλον (σ.σ. της Βόρειας Μακεδονίας) θα είναι ότι θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και ότι θα ανήκει στην οικογένεια των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Μετά την έγκριση της Συμφωνίας του Πρεσπών κι από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 25 Ιουναρίου 2019, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Χ. Μάας επανέλαβε τη στήριξη της Γερμανίας, λέγοντας ότι “ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και για την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με την Ε.Ε. “. Αυτή ωστόσο η ένθερμη υποστήριξη του Βερολίνου στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. άλλαξε μετά τα, απογοητευτικά για τον κυβερνητικό συνασπισμό αποτελέσματα των Ευρωεκλογών της 26ης Μαίου 2019, προκαλώντας την απογοήτευση των Σκοπίων.

Βερολίνο: “Λυπούμαστε για την καθυστέρηση”

Η διάσταση των απόψεων που διαπιστώθηκε ξαφνικά, μεταξύ των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας σε ό,τι αφορά την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας με την Ε.Ε., οδηγούν αναγκαστικά στην καθυστέρησή τους για κάποιους τουλάχιστον μήνες. Η ίδια η Καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, προσπαθώντας να ισορροπήσει στις συγκρούσεις στο εσωτερικό του κόμματός της, δεν έδωσε την συγκατάθεσή της για την έναρξη των διαπραγματεύσεων, μεταθέτοντας τις αποφάσεις της γερμανικής πλευράς από τον Οκτώβριο. Από την πλευρά του ο υφυπουργός Εξωτερικών Μίχαελ Ροτ, που ανήκει στο συγκυβερνόν σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) δήλωσε ότι «λυπούμαι πολύ για το γεγονός ότι η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) απορρίπτει αυτό που είχε υποσχεθεί πριν από έναν χρόνο, να ξεκινήσουν τον Ιούνιο οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία».

Ωστόσο ο ίδιος τόνισε πως για τη Γερμανία “είναι σημαντική η σταθερότητα της περιοχής (σ.σ. των Δυτικών Βαλκανίων) και είναι απαραίτητο να παραμείνουμε αξιόπιστοι και να στείλουμε θετικά μηνύματα. Όλα τα άλλα θα αποτελούσαν απροσεξία από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής”. Την ίδια στιγμή το γερμανικό ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο ενέκρινε, με μεγάλη πλειοψηφία, το Πρωτόκολλο Εισδοχής της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, ως 30ο μέλος του, υποστηρίζοντας πως η ένταξη της χώρας «θα συμβάλει στην ασφάλεια και τη σταθερότητα στον ευρωατλαντικό χώρο».

Η Γαλλία στον ρόλο του “κακού μπάτσου”

Αυτή η εξέλιξη, δηλαδή η καθυστέρηση, πιθανόν να ικανοποιεί και τη Γαλλία, η οποία δεν θεωρεί πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι αρκετή ώστε να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης με τα Σκόπια ούτε και είναι πεπεισμένη ότι η μεταρρυθμιστική ατζέντα έχει εφαρμοστεί επαρκώς. Η Γαλλία, παρά το γεγονός ότι δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα Δυτικά Βαλκάνια από το τέλος του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου το 1998-99, εντούτοις έπαιξε συχνά το ρόλο του «κακού μπάτσου» σχετικά με την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ε.Ε. ίσως επειδή θεωρούσε πως κι αυτή η ένταξη θα ενίσχυε κι άλλο την επιρροή και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας στα Βαλκάνια.

Αυτός ο σκεπτικισμός της Γαλλίας σχετικά με τη μελλοντική διεύρυνση της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, κατά τη διάρκεια της περίφημης ομιλίας του στη Σορβόνη στις 29 Σεπτεμβρίου 2017, όταν παρουσίασε το σχέδιό του για την Ευρώπη, υποστήριξε πως οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις της Ένωσης έχουν μεγαλύτερη προτεραιότητα για τη Γαλλία πριν από οποιαδήποτε νέα διεύρυνση. Για το Παρίσι έχει προτεραιότητα η εμβάθυνση και όχι η διεύρυνση. Ειδικά μέχρι να απορροφηθούν οι κραδασμοί από το σοκ του Brexit. Ως τότε, σύμφωνα με τη Γαλλία, τα Δυτικά Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης και της Βόρειας Μακεδονίας, θα έπρεπε να κάνουν κι άλλο υπομονή περιμένοντας στον προθάλαμο.

Βέβαια ο Μακρόν υποστήριξε σθεναρά τη Συμφωνία Πρεσπών, χωρίς ωστόσο ρητή αναφορά στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως τελικό στόχο. Επιπλέον η γαλλική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι η υιοθέτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν ήταν αρκετή ώστε το Παρίσι να δώσει το “πράσινο φως” στις ενταξιακές συνομιλίες. Η Γαλλία αναμένει από τη Βόρεια Μακεδονία να πραγματοποιήσει κι άλλες μεταρρυθμίσεις στους βασικούς τομείς που αφορούν το κοινοτικό κεκτημένο, ώστε να δώσει και το δικό της “πράσινο φως”.

Η στρατηγική της Γαλλίας για τα Δυτικά Βαλκάνια

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της στα Σκόπια τον Φεβρουάριο του 2019, η Nathalie Liseau, πρώην υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και στέλεχος του κόμματος του Μακρόν, ζήτησε από την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας πλήρη συμμόρφωση με το Κράτος Δικαίου και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Στις παραμονές των Ευρωεκλογών του 2019 η ρητορική της Γαλλίας σχετικά με τη διεύρυνση της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια οξύνθηκε ακόμη περισσότερο. Σε μια συνέντευξη που δόθηκε τον Μάιο του 2019, η Nathalie Liseau δήλωσε κατηγορηματικά πως “οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία δε θα ξεκινήσουν τον Ιούνιο του 2019 και δεν θα πρέπει να υπάρξει δίλημμα σχετικά με αυτό το θέμα”. Σύμφωνα με την ίδια, τα Σκόπια και τα Τίρανα ανήκουν στην Ευρώπη και χρειάζονται τη βοήθεια της Ε.Ε., αλλά όχι μέσω της διεύρυνσης. Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών στη Γαλλία και το γεγονός ότι το κόμμα του Μακρόν ήρθε δεύτερο δεν έκαμψαν τον σκεπτικισμό του Παρισίου, ωθώντας και το Βερολίνο να πάρει την απόφαση για μετάθεση των σχετικών αποφάσεων για τον Οκτώβριο.

Η Γαλλία δεν αδιαφορεί ασφαλώς για τα Δυτικά Βαλκάνια, ούτε και είναι στρατηγικά αντίθετη με την πολιτική της διεύρυνσης. Κατά τη διάσκεψη κορυφής του Βερολίνου τον Μάιο του 2019, ο Μακρόν παρουσίασε τη στρατηγική της Γαλλίας για τα Δυτικά Βαλκάνια. Αυτή η στρατηγική είναι παρόμοια και συμπληρώνει την αξιόπιστη προοπτική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την πρωτοβουλία της Διαδικασίας του Βερολίνου, ειδικά όσον αφορά το περιεχόμενο και τη χρηματοδοτική στήριξη. Η Γαλλία εξέφρασε γενικά τη βούλησή της να ανακάμψει στην περιοχή των Βαλκανίων, αλλά χωρίς σαφείς στόχους, ειδικά σχετικά με την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε., τα οποία φαίνεται ότι τελούν σε ένα είδος “καραντίνας”.

Δυσφορία στα Σκόπια

Όλα αυτά αποθαρρύνουν και ανακόπτουν τον όποιο “μεταρρυθμιστικό ζήλο” των χωρών της περιοχής, που είχαν ανακτήσει την αισιοδοξία τους μετά το 2014 θεωρώντας πως θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε μία δεκαετία. Ειδικά στα Σκόπια το κλίμα είναι ιδιαίτερα βαρύ. Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ εξέφρασε την έντονη δυσφορία του για τα “θολά μηνύματα” και τις καθυστερήσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για ολόκληρη την περιοχή. Ο ίδιος υπογράμμισε με νόημα πως μια αποτυχία να ορισθεί εντός του καλοκαιριού του 2019 μια συγκεκριμένη ημερομηνία συνομιλιών για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε κατάρρευση της μετριοπαθούς κυβέρνησής και στην άνοδο εκ νέου των εθνικιστικών και φιλορωσικών δυνάμεων που θα ενισχύσουν την επιρροή τους στα Βαλκάνια, επηρρεάζοντας άμεσα την κατάσταση στη Σερβία, στο Κόσοβο και στη Βοσνία. “Εάν χρειασθεί να πάμε σε πρόωρες εκλογές, η οικονομία θα σταματήσει”, σημείωσε ο Ζόραν Ζάεφ. Εκτός από την επιστροφή του φαντάσματος του εθνικισμού και της οικονομικής αστάθειας, το κενό που θα αφήσει η Ευρώπη στην περιοχή θα σπεύσουν να το καλύψουν η Ρωσία, η Τουρκία, η Κίνα, αλλά και άλλες δυνάμεις, που δε θα είναι προς συμφέρον ούτε των Βαλκανίων ούτε και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιστροφή στην απομόνωση σημαίνει ήττα της Ευρώπης

Στο πρόσφατο παρελθόν η απομόνωση της Βόρειας Μακεδονίας αποδείχθηκε λάθος για την Ευρώπη και ειδικά για την Ελλάδα. Αυτή την απομόνωση εκμεταλλεύτηκαν εθνικιστικά κόμματα, όπως το VMRO-DPMNE για να ανέλθουν στην εξουσία και να κυβερνήσουν αυταρχικά, στρέφοντας τη χώρα προς την Ανατολή. Η καθυστέρηση της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να αυξήσει στη δυσφορία και τον ευρωσκεπτικισμό στους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χάσει την αξιοπιστία της. Έτσι τα αυταρχικά και εθνικιστικά φαντάσματα του παρελθόντος θα μπορούσαν εύκολα να επανέλθουν στην εξουσία (ήδη κάποιοι φαντασιώνονται ακόμη και επιστροφή του φυγόδικου Γκρουέφσκι στο ρόλο του “εθνοσωτήρα”, που θα επαναφέρει νέτο σκέτο το όνομα Μακεδονία στα Σκόπια, αμφισβητώντας την “προδοτική” για τους Σλαβομακεδόνες εθνικιστές Συμφωνία των Πρεσπών).

Άλλωστε οι συνεχώς κλειστές πόρτες της Ε.Ε. ενδέχεται να επιβραδύνουν την εφαρμογή της Συμφωνίας Πρεσπών, καθώς ένα από τα κύρια επιχειρήματα της διεθνούς κοινότητας για την έγκρισή της από τα Σκόπια ήταν ακριβώς η έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών. Επίσης άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η Μόσχα, δεν θα δίσταζαν να παρεμβαίνουν ανοικτά στην εγχώρια πολιτική της χώρας, ενώ και η Ερντογανική Τουρκία θα μπορούσε να επανέλθει δριμύτερη και να διεκδικήσει εκ νέου γεωπολιτικό ρόλο στα Βαλκάνια. Μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε σε κίνδυνο και την επίλυση των υπολοίπων διμερών ζητημάτων στην περιοχή, όπως οι σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, που είναι και το μεγαλύτερο ανοικτό πρόβλημα στα Δυτικά Βαλκάνια. Όλα αυτά αφορούν άμεσα την Ελλάδα η οποία έχει επενδύσει πολύ διπλωματικό και γεωπολιτικό κεφάλαιο στην πρόσδεση των Σκοπίων στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης δεν ισοδυναμούν με ένταξη

Για όλους αυτούς τους λόγους η πιο βιώσιμη επιλογή και στρατηγική είναι να διατηρηθεί η Βόρεια Μακεδονία και όλα τα Δυτικά Βαλκάνια σε σταθερή Ευρωατλαντική τροχιά και ιδιαίτερα στον δρόμο της ένταξης στην Ε.Ε. Δεν πρέπει να υπάρχει βιασύνη σχετικά με τον τελικό στόχο της ένταξης, αρκεί να γίνει η αρχή και το τρένο να ξεκινήσει τη διαδρομή του πάνω στην ευρωπαϊκή του τροχιά. Οι ενταξιακές συνομιλίες άλλωστε μπορεί να διαρκέσουν πολλά χρόνια και τα κράτη μέλη της Ε.Ε., ανάμεσά τους και η Ελλάδα, διαθέτουν ισχυρά εργαλεία για να τιμωρήσουν την ενδεχόμενη έλλειψη εναρμόνισης των Σκοπίων με το κοινοτικό κεκτημένο και φυσικά τυχόν παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Στο κάτω κάτω οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης δεν ισοδυναμούν με την ένταξη. Είναι μόνον η αρχή μιας μεγάλης διαδρομής. Είναι ωστόσο σημαντικό ώστε να μην αισθάνονται οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και οι λαοί τους καθηλωμένοι σε μια αιώνια αίθουσα αναμονής. Είναι πολύ σημαντικό και για τη χώρα μας, η οποία επιθυμεί πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, να υπάρχει ανοικτή η ευρωπαϊκή προοπτική για όλες τις χώρες της περιοχής ώστε να μην επιστρέψουν τα φαντάσματα του παρελθόντος.