Βολές κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη στάση του στο θέμα της συμφωνίας με την ΠΓΔΜ, εκτοξεύει μέσα από σημερινό του άρθρο με τίτλο «Η ευθύνη και το χρέος του κ. Μητσοτάκη», ο διευθυντής της εφημερίδας «Το Βήμα», Αντώνης Καρακούσης.

Ads

Ο διευθυντής της εφημερίδας -η οποία είναι φίλα προσκείμενη στη ΝΔ και στον νυν πρόεδρο της- κάνει λόγο για «στενό κομματικό συμφέρον» το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να υπερβεί. 

«Η σημερινή αρνητική στάση του στο όλο θέμα απέχει πολύ από τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις οικογενειακές παραδόσεις του» σημειώνει μεταξύ άλλων ο Αντώνης Καρακούσης. Και καταλήγει: «Αν θέλει να διακριθεί και να διαπρέψει αύριο ως κυβερνήτης της χώρας οφείλει να υπερβεί το στενό κομματικό συμφέρον, να αναλογιστεί την ευκαιρία της λύσης και να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση στο μέτρο που του αναλογεί». 

Ολόκληρο το άρθρο είναι το εξής

«Στην πρωινή συνεδρίαση της εφετινής ετήσιας γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, όπου είθισται να συμμετέχει ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, διακεκριμένοι επιχειρηματίες ρώτησαν τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκο Μητσοτάκη τι προτίθεται να κάνει ο ίδιος και το κόμμα του αν έλθει προς έγκριση στη Βουλή συμφωνία με τα Σκόπια.

Ads

Σύμφωνα με αναφορές μελών του συνδέσμου, ο κ.Μητσοτάκης φέρεται να δήλωσε σε εκείνη την κλειστή συνεδρίαση ότι «γνωρίζετε την προσωπική μου άποψη επί του θέματος, θεωρώ ότι είναι ένα χρονίζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που πρέπει να λυθεί, όταν έλθει και αν έλθει συμφωνία θα την αξιολογήσουμε και θα πράξουμε αναλόγως του περιεχομένου της.»

Για να προσθέσει όμως αμέσως μετά ότι «δεν μπορώ ωστόσο να παραγνωρίσω τις αντιδράσεις του ελληνικού λαού, ούτε το γεγονός ότι η ανακίνηση του θέματος φθείρει σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου».

Ο καιρός παρήλθε, η συμφωνία επήλθε και οι προγνώσεις της είναι συγκεκριμένες.

Η νέα ηγεσία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας συγκρούστηκε με την προηγούμενη ανιστόρητη εθνικιστική δράκα του Νικόλα Γκρουέφσκι, αποδέχθηκε τη σλαβική καταγωγή των κατοίκων της γείτονος, συμφώνησε με την ελληνική απαίτηση για αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλαγή του συντάγματος και εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού.

Επανήλθε επί της ουσίας στις θέσεις του μετριοπαθούς Κίρο Γκλιγκόροφ, με τον οποίο το 1993 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας,είχε φθάσει πολύ κοντά και πιθανώς το όλο θέμα να είχε κλείσει από τότε αν ο Αντώνης Σαμαράς δεν είχε κυριαρχηθεί από τις πολιτικές φιλοδοξίες του.

Έκτοτε πέρασαν 26 ολόκληρα χρόνια, το γειτονικό κράτος παραμένει ασθενές και ασταθές. Ουδέποτε απείλησε την Ελλάδα και αν δεν καταφέρει να ενταχθεί σε προστατευτικούς υπερεθνικούς σχηματισμούς θα καταρρεύσει εν μέσω εμφύλιων διαιρέσεων και θα διαμοιραστεί μεταξύ Αλβανίας, Βουλγαρίας και Σερβίας.

Είναι η μόνη περίπτωση που μπορεί να αποτελέσει πραγματική απειλή για την Ελλάδα. Οι βαλκανικοί μεγαλοϊδεατισμοί θα αναγεννηθούν και δεύτερο κύμα προσφύγων, από το βορρά αυτή τη φορά, θα πνίξει την Ελλάδα.

Κακά τα ψέματα, η χώρα μας έχει πολλούς λόγους να μείνει το κράτος αυτό ζωντανό.

Αν μάλιστα οφείλει τη διάσωσή του σε εμάς, πέραν των άλλων ωφελημάτων, με λίγες κινήσεις μπορεί να αποτελέσει προέκταση της ελληνικής οικονομικής ενδοχώρας.

Άλλωστε από το 1992 η εξάρτηση της FYROM από την Ελλάδα είναι μεγάλη. Οι βασικές υποδομές είναι ελληνικές, το εμπόριο κινείται μέσω της Θεσσαλονίκης, βασικός προορισμός για τους κατοίκους της παραμένει η συμπρωτεύουσα και πόθος τους οι ακτές της Κατερίνης και της Χαλκιδικής..

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι ένας φιλελεύθερος πολιτικός, υπήρξε και παραμένει υπέρμαχος της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού της χώρας, είναι κήρυκας του ορθολογισμού και ουδέποτε συμβιβάστηκε με την εθνικιστική ρητορεία τμημάτων της παράταξής του.

Η σημερινή αρνητική στάση του στο όλο θέμα απέχει πολύ από τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις οικογενειακές παραδόσεις του.

Αν θέλει να διακριθεί και να διαπρέψει αύριο ως κυβερνήτης της χώρας οφείλει να υπερβεί το στενό κομματικό συμφέρον, να αναλογιστεί την ευκαιρία της λύσης και να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση στο μέτρο που του αναλογεί».