Όλο και λιγότερο εμπιστεύονται οι Έλληνες πολίτες τις ειδήσεις από τα ψηφιακά μέσα ενημέρωσης. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, για το 2023, μόνο το 19% εμπιστεύεται «τις περισσότερες ειδήσεις, τις περισσότερες φορές».

Ads

Μάλιστα, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε σχέση με την έκθεση του 2022, όπου ήταν στο 27%, ενώ είναι το χαμηλότερο μεταξύ των 46 χωρών που εξετάστηκαν.

Σύμφωνα με το σχολιασμό του Αντώνη Καλογερόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή επικοινωνίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (VUB) και ερευνητικού συνεργάτη του Ινστιτούτου, στη διαΝΕΟσις, τα χαμηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης παρατηρούνται διαχρονικά στους ερωτηθέντες, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί ή σε αυτούς που δεν θέλουν ή δεν γνωρίζουν πώς να τοποθετηθούν στον πολιτικό άξονα «αριστερά-δεξιά», ωστόσο φέτος η μείωση της εμπιστοσύνης παρατηρήθηκε σε ερωτώμενους από όλο το πολιτικό φάσμα.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως το 57% του δείγματος στη χώρα απάντησε πως αποφεύγει ενεργά μερικές φορές ή συχνά την ενημέρωση.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι χρήστες του διαδικτύου επισκέπτονται ολοένα και λιγότερο τις ιστοσελίδες και τις εφαρμογές των ΜΜΕ. «Μόλις το 20% των χρηστών του διαδικτύου άνω των 35 ετών προτιμούν να ενημερώνονται διαδικτυακά απευθείας από τα μέσα ενημέρωσης (με επίσκεψη στην κεντρική τους σελίδα ή στην εφαρμογή τους), ενώ στους νεότερους χρήστες (18-35 ετών) αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί στο 8% από το 24% του 2016», γράφει ο κ. Καλογερόπουλος.

Ads

Σημαντικό να αναφερθεί είναι επίσης και το τι συμβαίνει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το 2016, οπότε και ξεκίνησε να πραγματοποιείται η έρευνα στην Ελλάδα, 2 στους 3 χρήστες του Διαδικτύου χρησιμοποιούσαν το Facebook για ενημέρωση (68%), ενώ σήμερα το χρησιμοποιούν λιγότεροι από τους μισούς (46%), με μέσα όπως το viber και το messenger να σημειώνουν άνοδο, όπως και το Instagram, στο οποίο κυριαρχεί η εικόνα.

Για το ζήτημα της κρίσης εμπιστοσύνης στα ελληνικά ΜΜΕ μιλά στο Tvxs.gr o Σταμάτης Πουλακιδάκος, Επίκουρος Καθηγητής στο  Τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Όπως καταδεικνύει και η τελευταία έρευνα του Reuters, στην Ελλάδα παρατηρείται μια κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στα ΜΜΕ (μόνο το 19% τα εμπιστεύεται). Σε ποιους παράγοντες θεωρείτε ότι οφείλεται αυτή η απαξίωση;

Η κρίση εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ ουσιαστικά αποτελεί πλέον διαχρονικό ζήτημα, καθώς δεν καταδεικνύεται μόνο από την παρούσα έρευνα του Reuters Institute, αλλά και από προηγούμενες, καθώς επίσης και από άλλες σχετικές έρευνες, είτε διεθνείς (π.χ. Ευρωβαρόμετρο, European Social Survey, World Values Survey), είτε εθνικής εμβέλειας (π.χ. έρευνα Ινστιτούτου Ετερον για τη Gen Z).

Οι αιτίες αυτής της -κοινωνικά δομικής πλέον- δυσπιστίας του κοινού προς τα ΜΜΕ, οφείλονται σε πληθώρα παραγόντων που δύνανται να διαφοροποιούνται σε ατομικό επίπεδο, δηλ. στο γιατί καθεμία/καθείς από εμάς (δεν) εμπιστεύεται τα ΜΜΕ. Σε μια πρώτη γενική ανάγνωση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κυρίαρχων ΜΜΕ στην Ελλάδα από συγκεκριμένους επιχειρηματίες (οικ. Αλαφούζου, Μαρινάκης, οικ. Βαρδινογιάννη) και το συνακόλουθο και ασφυκτικό σε πολλές περιπτώσεις έλεγχο της δημοσιογραφικής λειτουργίας, έτσι ώστε η τελευταία να είναι (απόλυτα) ευθυγραμμισμένη με τα ιδιοκτησιακά (οικονομικά και πολιτικά) συμφέροντα του κάθε επιχειρηματικού ομίλου.

Επίσης, στην Ελλάδα υπάρχει και μια διαχρονική στρέβλωση στη λειτουργία των δημόσιων μέσων, τα οποία δικαίως στον δημόσιο διάλογο χαρακτηρίζονται “κρατικά” ή “κυβερνητικά”, καθώς με ελάχιστες χρονικές περιόδους ανεξάρτητης λειτουργίας, ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας (ΕΡΤ) ελέγχεται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις (είτε κατά την περίοδο της χούντας, είτε κατά τη μεταπολίτευση), προκειμένου να λειτουργήσει -στο ενημερωτικό κομμάτι- ως “γραφείο τύπου” για την εκάστοτε κυβέρνηση. Στην ένταση άσκησης ελέγχου στην ΕΡΤ υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ διαφορετικών κυβερνήσεων, αλλά η γενικότερη στρατηγική που έχει ακολουθηθεί μέχρι στιγμής είναι αυτή του συστηματικού ελέγχου.

Στην ένταση του φαινομένου της κρίσης εμπιστοσύνης έχουν συμβάλει και οι πρόσφατες κρίσεις που πέρασε η χώρα (δημοσιονομική και υγειονομική), καθώς τα -κυρίαρχα κατά κύριο λόγο- ΜΜΕ δεν διαχειρίστηκαν ορθά την ανάπτυξη του δημόσιου διαλόγου γύρω από αυτά τα μείζονα ζητήματα, εκφράζοντας αρκετά έως πολύ μονόπλευρα συγκεκριμένες οπτικές (π.χ. υπέρ των μνημονιακών μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν, σε μια λογική μη ύπαρξης εναλλακτικής λύσης, ή υπέρ του κυβερνητικού αφηγήματος κατά τη διάρκεια της πανδημίας, χωρίς ουσιαστικό αντίλογο/έλεγχο).

Τέλος, οι εξόφθαλμα παρεμβατικές και εντελώς αδιαφανείς πολιτικές που εφαρμόστηκαν, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα συμπαγές μιντιακό μπλοκ υποστήριξης της απερχόμενης κυβέρνησης της ΝΔ (π.χ. λίστα Πέτσα, λίστα Κικίλια, απαλλαγή καταβολής τελών χρήσης συχνοτήτων) έχουν συμβάλει και αυτές στην απαξίωση των ΜΜΕ στην αντίληψη του κοινού και στη συνακόλουθη υποβάθμιση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου. Με βάση τα παραπάνω, η κρίση εμπιστοσύνης που καταγράφεται από το κοινό, μπορεί να ιδωθεί ως μια τρόπον τινά “υγιής” αντίδραση απέναντι σε ένα ηγεμονευόμενο μιντιακό σύστημα, όπως είναι το ελληνικό.

Να σημειωθεί εδώ ότι όσα προανέφερα αποτελούν τάσεις και δεν εφαρμόζονται σε απόλυτο βαθμό. Σε καμία περίπτωση δεν είναι όλα τα Μέσα ίδια, καθώς, ειδικά στο διαδίκτυο υπάρχουν Μέσα ενημέρωσης που δεν ακολουθούν τη λογική της ευθυγράμμισης με συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, ενώ και μέσα σε κυρίαρχα ΜΜΕ μπορεί κανείς να βρει δημοσιογράφους ή/και αρθρογράφους που παρεκκλίνουν από την “κυρίαρχη” γραμμή.

Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, σχετίζεται γενικότερα με την απαξίωση των θεσμών, ειδικά τα τελευταία χρόνια;

Οι σχετικές έρευνες έχουν αναδείξει ζητήματα έλλειψης εμπιστοσύνης σε ορισμένους θεσμούς (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση), αλλά όχι σε όλους. Υπάρχουν θεσμοί οι οποίοι δεν δείχνουν να “φθείρονται” στην αντίληψη μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας, όπως τα σώματα ασφαλείας (αστυνομία, στρατός) ή η εκκλησία, ακόμα και εάν έχουν σε αρκετές περιπτώσεις κατακριθεί για τον τρόπο που δρουν εντός της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό αποτελεί η αστυνομία, η οποία έχει συχνά-πυκνά- υποστεί απόλυτα δικαιολογημένη κριτική για άσκηση υπέρμετρης βίας. Η σταθερή “ψήφος εμπιστοσύνης” σε αυτούς τους θεσμούς οφείλεται τουλάχιστον και στην κυρίαρχη ιδεολογική βάση/τάση που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία και η οποία είναι συντηρητική.

Και εδώ, να σημειώσω ότι αυτό το σχολιάζω ως κυρίαρχη και όχι ως μοναδική τάση. Ο συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας αναδεικνύεται από μια σειρά γεγονότων, όπως τα πολυάριθμα περιστατικά (θεσμικού) ρατσισμού ή/και απάθειας έναντι των προσφύγων/μεταναστών, η -θεσμικά υποστηριζόμενη- περιστολή των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, η εκδήλωση έμφυλης βίας ακόμα και στην πιο ακραία της μορφή, αυτής των γυναικοκτονιών, καθώς επίσης και η συστηματικά ρατσιστική αντιμετώπιση των Ρομά.

Όλα αυτά φανερώνουν μια “αμυντική” κοινωνία, η οποία εμφανίζεται φοβική απέναντι στο διαφορετικό, δηλ. σε οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις θεωρούμενες ως κυρίαρχες νόρμες κοινωνικής συμπεριφοράς. Σε πολιτικό επίπεδο, ο συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας, αναδείχθηκε και από το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών (και αναμένεται να επαναβεβαιωθεί στη 2η εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου (σσ. Οι απαντήσεις δόθηκαν πριν τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου).

Όσον αφορά τους νέους, υπάρχει γενικότερα μια τάση να ενημερώνονται περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;

Κατ αρχάς η τάση αυτή εμφανίζεται πλέον ως κυρίαρχη και σε “μέσες” ηλικίες (π.χ. 30-45 ετών) και όχι μόνο στους νέους. Το διαδίκτυο αποτελεί ένα “χώρο” στον οποίο κυκλοφορεί άπειρη ποσότητα πληροφορίας, με κυμαινόμενη ποιότητα. Αυτό θα πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας, έτσι ώστε ούτε να εκθειάζουμε το διαδίκτυο και τις εφαρμογές του, αλλά ούτε και να το “καταδικάζουμε” ως πηγή ανακριβούς πληροφόρησης. Το διαδίκτυο και οι εφαρμογές του (ιστοσελίδες, μπλογκς, social media) είναι τόσο “καλές”/επωφελείς ή “κακές”, όσο επιλέγουμε εμείς να είναι.

Εμείς (οι άνθρωποι) το γεμίζουμε με περιεχόμενο, εμείς συζητάμε (με πολιτισμένο ή μη τρόπο), εμείς αναζητούμε πληροφορίες/απαντήσεις σε κάθε μας απορία, εμείς ικανοποιούμε μέσω του διαδικτύου βασικές ψυχικές και γνωσιακές μας ανάγκες (ενημέρωση, κοινωνικοποίηση). Το διαδίκτυο, λοιπόν, πέρα από την τεχνική/τεχνολογική του υποδομή, είμαστε όλες και όλοι εμείς. Όσο πιο καλά αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το διαδίκτυο, όσο περισσότερο αναστοχαζόμαστε κριτικά για ό,τι περιεχόμενο καταναλώνουμε στο διαδίκτυο, τόσο πιο πιθανό είναι να αποφεύγουμε τις “παγίδες” του διαδικτύου (παραπληροφόρηση, λόγος μίσους) που εμείς οι ίδιες/ίδιοι θέτουμε.

Γενικότερα, πώς μπορούν τα ΜΜΕ να (ξανά)κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού;

Το βασικό ερώτημα είναι εάν μπορούν τα Μέσα να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού. Να σημειώσω εδώ ότι είναι άλλο θέμα η εμπιστοσύνη προς τα Μέσα, και άλλο θέμα η χρήση των Μέσων και η κατανάλωση του περιεχομένου τους. Το πρώτο αποτελεί μια αξιολογική προδιάθεση έναντι των ΜΜΕ. Το δεύτερο αποτελεί “ανάγκη”, γιατί τα ΜΜΕ αποτελούν θεμελιώδεις θεσμούς κοινωνικοποίησης μας στον κόσμο που ζούμε. Μας ενημερώνουν (με τους βαθμούς μεροληψίας τους) για το τι συμβαίνει καθημερινά γύρω μας, μας “κοινοποιούν” (με τις ιδεολογικές προτιμήσεις τους) τις κυρίαρχες αξίες της κοινωνίας που ζούμε, κι έτσι γινόμαστε κοινωνοί της (κυρίαρχης) κουλτούρας μας, έτσι αποκτάμε το “πολιτισμικό μας κεφάλαιο”.

Το θέμα είναι όλα αυτά να γίνονται με έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή αξιοπιστίας και εγκυρότητας (π.χ. να μην αποκρύπτονται σημαντικές πτυχές γεγονότων, ή/και σημαντικά γεγονότα, ή να μην διαχέονται παραποιημένες πληροφορίες). Όσο απομακρυνόμαστε από τον ελάχιστο αυτό παρονομαστή, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τα ΜΜΕ να “ξανακερδίσουν” την εμπιστοσύνη του κοινού. Η εμπιστοσύνη είναι κάτι που χτίζεται δύσκολα, αλλά χάνεται πολύ εύκολα.