Ήταν η δήλωση της υποψήφιας βουλευτή Επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ, Ελένης Χρονοπούλου πως το ΠΑΣΟΚ θα αυξήσει τους φόρους «που πλήττουν τη μεσαία τάξη».

Ads

Η δήλωση αυτή έμελλε να πυροδοτήσει ίσως την πιο ουσιαστική από τις συζητήσεις που έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της μακράς διπλής προεκλογικής περιόδου, αφού θίγουν τον πυρήνα των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ αφενός της Νέας Δημοκρατίας, αφετέρου του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Με τη βοήθεια του καθηγητή Εφαρμοσμένης Οικονομικής Δημήτρη Σερεμέτη, επιχειρούμε εδώ να αποκωδικοποιήσουμε τις εξαγγελίες των τριών κομμάτων σχετικά με τη φορολογία, πέρα από τις προεκλογικές κορώνες που συχνά θολώνουν το τοπίο και καθιστούν δύσκολο στον/στην ψηφοφόρο να διακρίνει τις διαφορετικές στοχεύσεις.

Επί 4 χρόνια… έχτιζε, υπερφορολόγησε και τώρα βάζει τις τελικές πινελιές

Ads

Για να αξιολογήσει κανείς το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας στη φορολογία για την περίοδο 2023-2027, πρέπει να το δει ως συνέχεια της τετραετίας που ολοκληρώθηκε. Ναυαρχίδα των πεπραγμένων της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ μέχρι και 35%, 22% ισοσταθμικά υποστηρίζει ο Χρήστος Σταϊκούρας, μέτρο που ευνόησε κυρίως τους ιδιοκτήτες περισσότερων του ενός ακινήτου. Στην αρχή της θητείας της επίσης, μείωσε όλους τους συντελεστές στις φορολογικές κλίμακες εισοδήματος κατά μία μονάδα, και αυτόν της εισαγωγικής από το 22% στο 9%.

«Εάν οι τιμές είχαν μείνει σταθερές, οι μειώσεις αυτές θα είχαν οδηγήσει σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Επειδή όμως οι τιμές αυξήθηκαν κατά πολύ και δεν έγινε κάποια αναδιάρθρωση των συντελεστών του ΦΠΑ, είχαμε, αντιθέτως, καθίζηση του διαθέσιμου εισοδήματος, όπως άλλωστε βεβαιώνεται από όλες τις διαθέσιμες πηγές», λέει ο κ. Σερεμέτης που ήταν πρώην αναπληρωτής καθηγητής της Εφαρμοσμένης Οικονομικής και αναπληρωτής του Προέδρου στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο.

Εξηγεί ότι, δαπανώντας όλο και περισσότερα χρήματα για την καθημερινή κατανάλωση, τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα πλήρωσαν όλο και μεγαλύτερα ποσά σε έμμεσους φόρους και κατ’ αυτόν τον τρόπο υπέστησαν μιαν άνευ προηγουμένου υπερφορολόγηση, η οποία εκτιμάται ότι πέρυσι έφτασε τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ. Όμως στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, δεν γίνεται λόγος για μείωση των έμμεσων φόρων, εκτός από την εξαγγελία για επέκταση του χαμηλού συντελεστή (6%) σε μεταφορές, κινηματογράφους, γυμναστήρια, σχολές χορού. Αξιοσημείωτο είναι ότι μετά από τέσσερα χρόνια στην εξουσία θέτει ως πρώτο στόχο της φορολογικής της πολιτικής τη μείωση της φοροδιαφυγής.

«Το συμπέρασμα που βγαίνει από το πρόγραμμα που παρουσίασε η ΝΔ είναι ότι ουσιαστικά οι ‘αδικίες’ και η ‘υπερφορολόγηση’ ουσιαστικά θεραπεύτηκαν», τονίζει ο καθηγητής και προσθέτει: «Βέβαια η Νέα Δημοκρατία αποφεύγει γενικά τις ‘δεσμεύσεις’ και προτιμά τις εκπλήξεις, ευκαιρίας δοθείσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την Παρασκευή ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε για μιαν ακόμη φορά την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ενός κατάφωρα άδικου χαρατσιού που πλήττει δικαίους και αδίκους, την οποία έχει περιέργως ‘αμελήσει’ μέχρι τώρα να υλοποιήσει».

Το φορολογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται εδώ ενώ επιπλέον στη θεματική «Επενδύσεις, περιφερειακή ανάπτυξη, καινοτομία, μεταποίηση και εξωστρέφεια» προβλέπεται επίσης μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων από 0,5% σε 0,2% και μείωση 50% του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών. Οι εξαγγελίες αυτές έρχονται ως συνέχεια της μείωση του φόρου στα διανεμόμενα μερίσματα των εταιριών από 10 σε 5%, ρύθμιση που επιθυμούν να αλλάξουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.

Το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για τόνωση της εσωτερικής κατανάλωσης

Στον αντίποδα της φορολογικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας που θέτει ως πρώτο στόχο τη δημιουργία ενός όλο και πιο ελκυστικού για τους επενδυτές περιβάλλοντος, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει πρωτίστως στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων. Βασικά σημεία είναι τα εξής:

  • Μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα (πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης, βενζίνη, φυσικό αέριο) στον χαμηλότερο συντελεστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • Κατάργηση από την καταβολή του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο.
  • Μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6%.
  • Θέσπιση αφορολόγητου στα 10.000 ευρώ για όλα τα φυσικά πρόσωπα
  • Δίκαιη φορολογική αντιμετώπιση της διανομής μερισμάτων με αύξηση του συντελεστή φορολόγησης για μερίσματα άνω των 50.000 ευρώ, από το 5% στο 10%, και την προοδευτική του εξέλιξη έως 15%
  • Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος
  • Φορολόγηση συσσωρευμένων υπερκερδών και για πλαφόν στην κερδοφορία εταιριών κλάδων που παρουσιάζουν συστηματικά υπερκέρδη

«Πρόκειται για μια πολιτική τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης, με σκοπό να ξεμπλοκάρει την λειτουργία της εγχώριας αγοράς από την στασιμότητα στην οποία πρακτικά βρίσκεται και να αντιμετωπίσει με όρους κατεπείγοντος την ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά», σημειώνει ο κ. Σερεμέτης.

«Κάθε μείωση των φόρων αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα και κάθε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, σε ένα βαθμό, οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης των εγχωρίως παραγομένων αγαθών. Φυσικά η όποια εκροή εισοδημάτων για αγορά εισαγόμενων αγαθών περιορίζει αναλόγως αυτή την τόνωση της αγοράς όμως, σε κάθε περίπτωση, αυτό το πακέτο μέτρων θα οδηγήσει σε άμεση και ισχυρή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των στρωμάτων με χαμηλά εισοδήματα. Η μόνη επιφύλαξη που θα μπορούσε να εγερθεί εδώ αφορά το κατά πόσον θα είναι αποτελεσματικοί οι έλεγχοι ώστε οι μειώσεις του ΦΠΑ να περάσουν ακέραιες και χωρίς χρονοτριβή σε μειώσεις των τελικών τιμών που πληρώνει ο καταναλωτής», συμπληρώνει.

Το ΠΑΣΟΚ στον δρόμο του ΣΥΡΙΖΑ για τα φορολογικά

Τη δήλωση της κας. Χρονοπούλου ακολούθησε η ουσιαστική απόσυρση του προεκλογικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και η προώθηση σαφέστερα επεξεργασμένων θέσεων από πιο έμπειρα στα οικονομικά στελέχη, όπως ο κ. Μάντζος. Στα 12 σημεία που προέτασσε ο Νίκος Ανδρουλάκης πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου διαβάζουμε:

  • Δίκαιο προοδευτικό φορολογικό σύστημα
  • Μείωση των φόρων στην εργασία
  • Μείωση ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και προσωπικής φροντίδας
  • Έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, σε μονοπωλιακούς τομείς της οικονομίας.

«Όσον αφορά στην αξιακή, τη γενική πολιτική κατεύθυνση των αλλαγών που προτάσσουν στο ΠΑΣΟΚ, θα έλεγα ότι συντονίζονται κατά βάση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο αυτά κόμματα συμφωνούν επί της αρχής για την ανάγκη ανακατανομής των φορολογικών βαρών ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, με αλλαγή της αναλογίας στα φορολογικά έσοδα μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, με στόχο μια δικαιότερη κοινωνικά φορολογία», επισημαίνει ο κ. Σερεμέτης.

«Εντός κανονικότητας» η φορολόγηση των υπερκερδών

Κάθε φορά που ανοίγει ζήτημα έκτακτης φορολόγησης των υπερκερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, η Νέα Δημοκρατία τονίζει τον κίνδυνο φυγής των επενδυτών από την χώρα. Όμως ο συνομιλητής μας έχει μια διαφορετική προσέγγιση:

«Η λογική κάθε έκτακτης εισφοράς λόγω έκτακτων αναγκών είναι απαράδεκτη στον κόσμο των επιχειρήσεων όπου το δόγμα για σταθερούς φορολογικούς κανόνες συγκεντρώνει μεγαλύτερη δημοφιλία από το στόχο των χαμηλών φορολογικών συντελεστών. Όμως η επιβολή έκτακτης εισφοράς σε συνθήκες έκτακτων υπεραποδόσεων δεν παραβιάζει την κανονικότητα ούτε στρεβλώνει τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος την οποία θέτουν ως προαπαιτούμενο όλα τα επενδυτικά σχέδια. Δεν συνιστά κανενός είδους αιφνιδιασμό».

«Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ανάλογα μέτρα λαμβάνονται και όταν οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έκτακτες δυσκολίες (φυσικές καταστροφές κ.λπ) όπου παρέχονται φορολογικές εκπτώσεις, επιστρεπτέες προκαταβολές κ.ο.κ.», τονίζει ο καθηγητής και θυμίζει τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών που καθιερώθηκε ως βοήθεια σε μία έκτακτη συνθήκη και έκτοτε έχει σχεδόν καθιερωθεί ως πάγιο και μόνιμο καθεστώς.

Κοινωνική πρόκληση το 5% στα μερίσματα

ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δηλώνουν έτοιμοι να αυξήσουν προοδευτικά την φορολογία στα διανεμόμενα μερίσματα από τα κέρδη των εταιριών. «Η Νέα Δημοκρατία μείωσε τον φόρο στο 5%, ανεξαρτήτως ύψους, από 10% όπου είχε περιοριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν εκείνες οι μειώσεις είχαν κάποιο ελαφρυντικό, όπως για παράδειγμα την τόνωση του χρηματιστηρίου, σήμερα που υπάρχει διεθνής σύσταση για αύξηση της φορολόγησης, η εμμονή στο 5% είναι προβληματική», υποστηρίζει ο κ. Σερεμέτης.

«Την στιγμή που ο μισθωτός φορολογείται με 22% κατά μέσον όρο και θα φορολογηθεί ακόμη και με 44% εάν το εισόδημά του ξεπεράσει κάποιο επίπεδο, το να φορολογείται το μέρισμα του κεφαλαίου με 5%, συνιστά κοινωνική πρόκληση», προσθέτει ο καθηγητής.

Ο κ. Σερεμέτης θεωρεί αδύναμο το επιχείρημα των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας ότι η φορολογία στα μερίσματα – έστω ότι φθάνει προοδευτικά το 15% στα προγράμματα των ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ – αθροίζεται με την φορολογία 22% επί των κερδών που ήδη θα έχει καταβάλει η επιχείρηση. «Το επιχείρημα αυτό αποσιωπά ότι τα κέρδη που δεν θα διανεμηθούν δεν κινδυνεύουν από το 37% και έτσι δημιουργείται ίσως μια πρόσθετη έμμεση ώθηση προς την αποθεματοποίηση κερδών και την επανεπένδυση».

Ο καθηγητής εφαρμοσμένων οικονομικών τονίζει ακόμα ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μιλούν για φορολόγηση εισοδημάτων από μερίσματα με τον υψηλό συντελεστή μόνον εάν αυτά ξεπερνούν ένα υψηλότατο όριο, 50 ή 100 χιλ. ευρώ, και πως οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών θα παραμείνουν σε κάθε περίπτωση ελκυστικές για τους ξένους επενδυτές εφόσον, κατά κανόνα, ο φόρος των μερισμάτων είναι πολύ ψηλότερος στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.