Aυστηρές ποινές στους προϊστάμενους τμημάτων που δεν ελέγχουν τους παρανομούντες υπαλλήλους ή ασκούν πλημμελή έλεγχο και τον αποκλεισμό των συνδικαλιστών από τα πειθαρχικά συμβούλια προβλέπει το σχέδιο νόμου για το Πειθαρχικό Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων που παρουσίασε σήμερα στο υπουργικό Συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή υπό την Προεδρία του Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Δημήτρης Ρέππας.

Ads

Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης, μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής για πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ οικονομικές κυρώσεις θα επιβάλλονται και μετά τη συνταξιοδότηση των παρανομούντων υπαλλήλων. Για παραπτώματα δε, με οικονομικό αντικείμενο ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημερομηνία που η υπηρεσία έλαβε γνώση του αδικήματος και όχι την ημερομηνία που συντελέσθηκε.

«Οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχουν λόγο να επιζητούν να μένουν στο απυρόβλητο και να βαρύνονται και να σκιάζονται από μια εικόνα που αδικεί την προσπάθειά τους και την εν γένει παρουσία τους στη δημόσια διοίκηση. Οι υπάλληλοι που είναι συνεπείς και κάνουν τη δουλειά τους επιζητούν και οφείλουν να πρωτοστατούν στην εγκαθίδρυση διαδικασιών αξιολόγησης και ελέγχου. Για να στρατευθούμε στον αγώνα που συμπυκνώνεται στο μήνυμα που εκπέμψαμε από την πρώτη στιγμή για τη δημόσια διοίκηση και τους δημόσιους υπαλλήλους: «από την απαξίωση στην καταξίωση», ανέφερε μεταξύ άλλων, ο κ. Ρέππας,

Όπως επίσης πρόσθεσε «Έχει παγιωθεί η αντίληψη πως εκφυλιστικές λειτουργίες και παθογένειες στη δημόσια διοίκηση δεν ελέγχονται και δεν τιμωρούνται. Οι καθυστερήσεις και η παραπομπή στις καλένδες, αλλά και η απροκάλυπτη συγκάλυψη σε κάποιες περιπτώσεις καθώς και η επιβολή ποινών χωρίς την απαιτούμενη κλιμάκωση οδηγούν σε ηθική απαξίωση του κράτους και των λειτουργών του. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν είναι επαρκές, αφού δεν εγγυάται την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα στην αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων».

Ads

Με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αναδιατυπώνονται συνολικώς αντίστοιχα άρθρα του υπαλληλικού κώδικα που έχουν πειθαρχικό περιεχόμενο. Το πεδίο εφαρμογής του προωθούμενου πλαισίου αφορά στο σύνολο των εργαζομένων στα Υπουργεία και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τους υπαλλήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως και τους εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Σε μία δεύτερη φάση, επιδιώκεται να διευρυνθεί στο σύνολο των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και στα κρατικά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, αν είναι δυνατόν, το νέο πειθαρχικό πλαίσιο. Συγχρόνως και σε όσους συμβούλους- συνεργάτες αναλαμβάνουν με σύμβαση έργου να φέρουν εις πέρας για λογαριασμό του κράτους μια συγκεκριμένη δουλειά, ώστε να ελέγχονται και αυτοί με το ίδιο πειθαρχικό δίκαιο κατά την περίοδο που ασκούν δημόσια εξουσία.

Βασικές από τις κατευθύνσεις του προωθούμενου πλαισίου είναι: ο διαχωρισμός και η διάκριση των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων από τα υπηρεσιακά συμβούλια, τα οποία μέχρι τώρα είχαν τις σχετικές αρμοδιότητες.

Στη σύνθεση των νέων πειθαρχικών συμβουλίων συμμετέχουν στο μεν πρωτοβάθμιο τρεις δικαστικοί λειτουργοί ή μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δύο υπηρεσιακοί παράγοντες με το βαθμό του Διευθυντή με τη θέσπιση «ασυμβίβαστων», ώστε να μην προέρχονται από την ίδια υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ο κρινόμενος.

Δεν συμμετέχουν αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων. Υπενθυμίζεται ότι στα υφιστάμενα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια που είναι και υπηρεσιακά συμμετέχουν τρεις υπηρεσιακοί παράγοντες και δύο αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων. Στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό καθήκοντα Προέδρου ασκεί ένας Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως γινόταν και μέχρι τώρα, και συμμετέχουν δύο μέλη του ΝΣΚ και δύο υπηρεσιακοί παράγοντες με το βαθμό του Γενικού Διευθυντή.

Ακόμη, γίνεται για πρώτη φορά σαφής καταγραφή και αναφορά πειθαρχικών παραπτωμάτων, γεγονός που διασφαλίζει τον δημόσιο υπάλληλο από αυθαίρετες κρίσεις λόγω του περιθωρίου που μέχρι τώρα υπήρχε με την ενδεικτική αναφορά παραπτωμάτων. Η ονομαστική αναφορά και η παραπομπή σε διατάξεις που αναφέρονται σε πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν μία βάση για την ασφάλεια δικαίου που πρέπει να επικρατήσει. Προβλέπεται μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής αναλόγως των πειθαρχικών παραπτωμάτων αντιστοίχως από δύο σε πέντε χρόνια, από πέντε σε επτά χρόνια και σε δέκα χρόνια για ορισμένες περιπτώσεις που αφορούν σοβαρότατα παραπτώματα, όπως πράξεις μη αναγνώρισης του Συντάγματος, αδικαιολόγητη αποχή από την άσκηση των καθηκόντων, παράνομο οικονομικό όφελος κ.ά.

Προβλέπεται η δυνατότητα για την επιβολή ταυτοχρόνως και πειθαρχικής τιμωρίας και οικονομικής κύρωσης.

Μάλιστα, οικονομική κύρωση μπορεί να επιβάλλεται και μετά τη συνταξιοδότηση του δημοσίου υπαλλήλου. Αυτή η ταυτόχρονη επιβολή των δύο ποινών, πειθαρχικών και οικονομικών, δεν προβλέπεται μέχρι τώρα. Για παραπτώματα με οικονομικό αντικείμενο ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημερομηνία που η υπηρεσία έλαβε γνώση του παραπτώματος.

Σχετικά με το χρόνο ολοκλήρωσης των διαδικασιών, στο υφιστάμενο πειθαρχικό πλαίσιο δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη. Τώρα προβλέπεται η ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης σε ένα μήνα, της ΕΔΕ σε δύο μήνες. Βεβαίως μπορεί με τεκμηριωμένο αίτημα να ζητηθεί και να χορηγείται παράταση χρόνου ολοκλήρωσης της σχετικής διαδικασίας. Τα πειθαρχικά συμβούλια πρέπει να ολοκληρώνουν το έργο τους σε εύλογο χρόνο.

Εξετάζεται το ενδεχόμενο να οριστούν οι τρεις μήνες ως ο κατάλληλος χρόνος. Είναι φανερό ότι η εκκρεμότητα που παρατηρείται σήμερα στη διεκπεραίωση πολλών υποθέσεων, πέραν του ότι παρατείνει την αβεβαιότητα, επιβαρύνει συνολικά τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.

Εκσυγχρονίζονται ακόμα διατάξεις για την αυτοδίκαιη αργία, με τη μείωση των αποδοχών, στην οποία τίθενται υπάλληλοι μέχρι να αποφανθούν τα Δικαστήρια. Ιδιαίτερη προσοχή επιδεικνύεται στις περιπτώσεις τέλεσης ποινικού αδικήματος με έντονη κοινωνική απαξία. Τέτοια αδικήματα ή παραπτώματα είναι η δωροδοκία, υπεξαίρεση, ασέλγεια σε βάρος ανηλίκου, ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας, παραπτώματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία και το εμπόριο ναρκωτικών.

Τέλος, όπως τόνισε ο κ. Ρέππας, «είναι σαφές πως δεν αρκεί μόνο ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο. Απαιτούνται συνδυασμένες αλλαγές για να προχωρήσουμε στη θέσπιση ενός πιο λειτουργικού πλαισίου. Με αυτή την έννοια, με την πρότασή μας στοχεύουμε σε αυτό: στην έγκαιρη και αποτελεσματική, αλλά και δίκαιη τελικά τιμωρία όσων έχουν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα».