Για το 2020, ο Συνήγορος του Πολίτη, ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, δέχτηκε συνολικά 263 υποθέσεις, για «πράξεις ή παραλείψεις ένστολου προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., του Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ., του Πυροσβεστικού Σώματος και υπαλλήλων των Καταστημάτων Κράτησης», 10 από τις οποίες δεν υπάγονταν στην αρμοδιότητά του.

Ads

Πρόκειται για αύξηση 26% σε σχέση με το 2019, όπου οι υποθέσεις ανήλθαν στις 208. Ο αριθμός των καταγγελιών από πολίτες αυξήθηκε κατά 76,6%, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις ο μηχανισμός ενημερώθηκε κατευθείαν από την ΕΛ.ΑΣ.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, από το 2017, «απέχει πλήρως από τη διαβίβαση περιστατικών σχετικά με πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων των Καταστημάτων Κράτησης, παρά τη σχετική παραίνεση της Ανεξάρτητης Αρχής που επιδιώκει να διασφαλίσει την απαραίτητη διαφάνεια και στα σωφρονιστικά καταστήματα».

Όσον αφορά αναλυτικότερα τα περιστατικά που περιήλθαν στον Συνήγορο το 2020, οι καταγγελίες αφορούσαν : οι 115 προσβολή σωματικής ακεραιότητας ή υγείας, οι 64 προσβολής προσωπικής ελευθερίας, οι 24 συμπεριφορά με ρατσιστικό κίνητρο, οι 23 παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου, οι 13 βασανιστήρια και προσβολές κατά το άρθρο 137Α του Ποινικού Κώδικα, οι 9 προσβολή ζωής και οι 5 προσβολή γενετήσιας ελευθερίας.

Ads

Γενικότερα, υπάρχει αύξηση των υποθέσεων που αφορούν σε προσβολές προσωπικής ελευθερίας (25% του συνόλου) σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ «οι θεματικές της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας, της προστασίας της ζωής και της απαγόρευσης βασανιστηρίων και άλλων σοβαρών προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (137Α Π.Κ.) συγκεντρώνουν σταθερά το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των καταγγελιών για περιστατικά αυθαιρεσίας το 2020 (54%)».

Σύμφωνα με την έκθεση, από τις 90 υποθέσεις που εξετάστηκαν επί της ουσίας, 37 έρευνες αναπέμφθηκαν από τον Συνήγορο προς τη διοίκηση για συμπλήρωση της έρευνας και 53 έρευνες κρίθηκαν ότι δεν χρήζουν συμπλήρωσης, εκτός γενικών παρατηρήσεων για τη διεξαγωγή ερευνών σε παρόμοιες υποθέσεις.

Επίσης, επισημαίνεται ότι «είναι σημαντικό το ποσοστό του 41% των διοικητικών ερευνών που εξετάσθηκαν επί της ουσίας, στις οποίες η Ανεξάρτητη Αρχή ζήτησε τεκμηριωμένα τη συμπλήρωσή τους και θα πρέπει να προβληματίσει τη Διοίκηση για τη βελτίωση της ποιότητας των εσωτερικών πειθαρχικών διαδικασιών».
Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι στην πλειονότητά τους (59%) οι έρευνες που ο Εθνικός Μηχανισμός έκρινε ότι χρήζουν συμπλήρωσης, αφορούν σε καταγγελίες για προσβολή σωματικής ακεραιότητας ή υγείας.

Όσον αφορά το προφίλ των φερόμενων ως θυμάτων της αυθαιρεσίας, ο Εθνικός Μηχανισμός διαπιστώνει ότι συχνά τα καταγγελλόμενα περιστατικά αφορούν σε πρόσωπα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ιδίως άτομα νεαρής ηλικίας ή αλλοδαπούς, «ενώ σε λιγότερες αλλά ενδεικτικές περιπτώσεις» εμφανίζεται το στοιχείο της διάκρισης κατά προσώπων λόγω φυλετικής καταγωγής (Ρομά), σεξουαλικού προσανατολισμού, χαρακτηριστικών ή ταυτότητας φύλου. Επίσης, καταγράφεται ότι οι καταγγελίες για άσκηση βίας κατά τον έλεγχο τήρησης των μέτρων κατά του COVID-19 φέρονται να αφορούν κατά κύριο λόγο αιτούντες άσυλο και άλλες ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Στην έκθεση υπογραμμίζονται διαδικαστικά προβλήματα στις πειθαρχικές έρευνες της Διοίκησης, όπως η παράλειψη διενέργειας τυπικής έρευνας, η παράλειψη ερευνητέων ζητημάτων (παράπλευρη κακοποίηση, ρατσιστικό κίνητρο, κ.α.), η παράλειψη εξέτασης αλλοδαπών κρατουμένων, η προβληματική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και η μη αναζήτηση τρίτων μαρτύρων πέραν των αστυνομικών.

Επιπλέον, η έκθεση τονίζει πως «ο αριθμός των καταγγελιών είναι απλώς ενδεικτικός του ευρύτερου φαινομένου, του «γκρίζου αριθμού» των περιστατικών αυθαιρεσίας, για τα οποία ο φόβος του φερόμενου θύματος να εμπλακεί σε ποινικές και/ή πειθαρχικές διαδικασίες, αποτελεί καθοριστικό ανασταλτικό παράγοντα του δικαιώματος του αναφέρεσθαι».
Τέλος, μεταξύ των νομοθετικών προτάσεων που καταθέτει ο Συνήγορος συγκαταλέγεται η πρόταση για εγκατάσταση καμερών και λήψη βιντεοληπτικού υλικού σε όλους τους χώρους αστυνομικής κράτησης και διατήρηση του σχετικού υλικού επί τρίμηνο.