«Η ιδέα ότι αν ιδιωτικοποιήσουμε δημόσια αγαθά, θα έχουμε ως δια μαγείας καλύτερες υπηρεσίες, είναι απλώς, ένας μύθος» τονίζει στο Tvxs  η Αθηνά Λινού,  υποψήφια με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στον Βόρειο Τομέα της Αθήνας. Η καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπογραμμίζει ότι, η ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και η επικέντρωσή της σε προγράμματα πρόληψης και προαγωγής υγείας θα πρέπει να είναι προτεραιότητα. Ανατρέχει δε στα παιδικά της χρόνια, όταν σε μια εποχή τεράστιων δυσκολιών για τη χώρα, έμαθε τι θα πει φτώχεια, τι θα πει να μην έχεις χρήματα να πληρώσεις ούτε ψωμί και να το αγοράζεις βερεσέ. 

Ads

Κυρία Λινού, η επιστημονική – ακαδημαϊκή σας διαδρομή είναι λαμπρή με πολυετή πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα τόσο στην Ελλάδα, όσο και το εξωτερικό και τις ΗΠΑ. Η κοινωνική και πολιτική διαδρομή, εντούτοις, ποια είναι; Πόσο επηρέασε το οικογενειακό σα περιβάλλον την ιδεολογική σας ταυτότητα;    

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καρδίτσα. Μεγάλωσα ουσιαστικά στον φούρνο του πατέρα μου, σε μια εποχή που η κοινωνία ζούσε τις συνέπειες του εμφυλίου. Οι άνθρωποι τότε συναντιόντουσαν και περνούσαν χρόνο στον φούρνο της γειτονιάς. Συζητούσαν πολιτικά, μιλούσαν για αυτούς που χάθηκαν στον εμφύλιο και για αυτούς που είχαν υποφέρει στην εξορία. Όσο κι αν προσπαθούσαν οι γονείς να κρατήσουν τα παιδιά μακριά από τα πολιτικά, ήταν αδύνατον να μην καταλάβουμε τον πόνο και την αδικία που είχαν βιώσει. Ο πατέρας μου είχε πάει στη Μακρόνησο για ενάμιση χρόνο. Εκείνη την περίοδο, η μητέρα μου χρειάστηκε να κρατήσει το φούρνο ανοιχτό, μεγαλώνοντας τον αδερφό μου που ήταν μόλις έξι μηνών. Ταυτόχρονα, έπρεπε να φροντίζει τον γιο της αδερφής της, ο οποίος είχε χάσει τον πατέρα του στον εμφύλιο, ενώ η μητέρα του – και θεία μου – βρισκόταν στις φυλακές Αβέρωφ. 

Σε μια εποχή τεράστιων δυσκολιών για τη χώρα μας, έμαθα τι θα πει φτώχεια, τι θα πει να μην έχεις χρήματα να πληρώσεις ούτε ψωμί και να το αγοράζεις βερεσέ. Τον ίδιο καιρό, η μητέρα μου φύτευε βαθιά μέσα μου το σπόρο της ανάγκης να πολεμήσουν οι γυναίκες για ίσα δικαιώματα. Η ίδια, το έκτο από εννέα αδέρφια, μίλαγε πάντα για το παράπονό της ότι τα τρία αγόρια σπούδασαν, ενώ τα κορίτσια δεν είχαν καν την ευκαιρία να τελειώσουν το δημοτικό σχολείο. 

Ads

Η εμπειρία αυτή, μαζί με την πεποίθηση και των δύο γονιών μου, ότι κάθε κορίτσι πρέπει να σπουδάσει και να αποκτήσει οικονομική ανεξαρτησία με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή. Έτσι, τελειώνοντας το Δημόσιο Λύκειο θηλέων της Καρδίτσας, την περίοδο της δικτατορίας, πέρασα ανάμεσα στους πρώτους στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Τότε ήταν που κατάλαβα για πρώτη φορά τι σήμαινε στην Ελλάδα του ‘70 να αντιμετωπίζεις αδικία, λόγω των πολιτικών αντιλήψεων των γονιών σου. Με τη βοήθεια του παππού μου και κληρικών της Καρδίτσας, τους οποίους πάντα θα ευγνωμονώ, παρά την άρνηση του πατέρα μου να υπογράψει δήλωση μετανοίας, κατάφερα να αποκτήσω το περίφημο πιστοποιητικό «κοινωνικών φρονημάτων» που απαιτούσε η χούντα και να γραφτώ στην Ιατρική. Από εκεί και ύστερα ο δρόμος ήταν σχετικά εύκολος. Αποφοίτησα με άριστα, ενώ είχα ήδη γίνει δεκτή για μεταπτυχιακές σπουδές στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ. Είχα ήδη αποφασίσει από το τέταρτο έτος να σπουδάσω επιδημιολογία και δημόσια υγεία. Είχα συνειδητοποιήσει, ότι μπορείς να βοηθήσεις ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας, ή ακόμη και του κόσμου, βελτιώνοντας την παγκόσμια γνώση για τις αιτίες της αρρώστιας. 

Μία προοδευτική διακυβέρνηση, σε ποιες κινήσεις πρέπει να προβεί για την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ; Ήδη, άπαντες παραδέχονται την έλλειψη πρωτοβάθμια περίθαλψης…  

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της υγείας είναι ξεκάθαρο. Η ανασυγκρότηση του Ε.Σ.Υ. απαιτεί αποφάσεις που βάζουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Η ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και η επικέντρωσή της σε προγράμματα πρόληψης και προαγωγής υγείας θα πρέπει να είναι προτεραιότητα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη στις δαπάνες για την πρόληψη. Η επένδυση σε υπηρεσίες προαγωγής της υγείας, εκπαίδευσης και επικοινωνίας της υγείας, εστιάζοντας στις κοινωνικές ομάδες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη  αποτελεί μονόδρομο στην προσπάθεια να βελτιώσουμε την υγεία του πληθυσμού. Σε ένα Ε.Σ.Υ. με αναβαθμισμένο τον ρόλο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, φυσικά παραμένει η ανάγκη για περισσότερους εξειδικευμένους γιατρούς, καλύτερη εκπαίδευση και συνεχιζόμενη μετεκπαίδευση, οι οποίοι θα έχουν τα κίνητρα να παραμείνουν και να προσφέρουν στη χώρα. 

Στην προσπάθεια αυτή, και προκειμένου να διασφαλίσουμε δικαιοσύνη στην υγεία για όλους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο της υγείας εκτός Ε.Σ.Υ. Τέτοιοι παράγοντες είναι για παράδειγμα οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, η περιοχή και το είδος της κατοικίας, η πρόσβαση σε πάρκα, χώρους άθλησης και ποδηλατοδρόμους. Για τους ανθρώπους  που ζουν σε βιομηχανικές περιοχές, εκτός από τα παραπάνω, σημασία έχει επίσης η ατμοσφαιρική ρύπανση ή ακόμα και η πρόσβαση σε καθαρό νερό. Για όλα τα παραπάνω και για να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες, χρειάζεται δράση και συνεργασία σε όλους τους τομείς, όπως παιδεία, εργασία και περιβάλλον. 

O κ. Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι η χώρα εξήλθε όρθια από την πανδημική κρίση, προσπερνώντας τις δεκάδες χιλιάδες απώλειες. Ως επιστήμονας, πώς προσεγγίζεται τους πρωθυπουργικούς ισχυρισμούς;    

Ας είμαστε ξεκάθαροι. Η πανδημία στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 37.000 συμπολίτες μας. Περισσότερο από πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, αναλογικά με τον πληθυσμό μας. Πολλοί περισσότεροι έχουν υποφέρει και συνεχίζουν να υποφέρουν σωματικά ή ψυχολογικά, επειδή έχασαν κάποιον δικό τους ή έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους (long covid). Ενώ ο κ. Μητσοτάκης δεν ευθύνεται για την πανδημία, είναι σίγουρα υπεύθυνος για την ανεπαρκή διαχείρισή της στη χώρα μας. Από την αρχή της κρίσης, ζήτησα μέτρα προστασίας στις δημόσιες συγκοινωνίες, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία μας. Ζήτησα να παρέμβουμε με όσες δυνατότητες έχει η χώρα, ώστε να προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους και τους πιο ευάλωτους κοινωνικά και οικονομικά. Αντίθετα, η πολιτική της κυβέρνησης βασίστηκε στην «ατομική ευθύνη». 

Η αποτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να αντιμετωπίσει σωστά την πανδημία με έπεισαν ότι δεν αρκούν μόνο η επιστημονική έρευνα και γνώση, οι ανθρωπιστικές δράσεις και οι προσωπικές εθελοντικές προσπάθειες, ώστε να υλοποιηθεί το έργο που θα έπρεπε να υλοποιεί το κράτος. Είναι βαθιά η πεποίθησή μου, ότι χρειαζόμαστε περισσότερους επιστήμονες στη Βουλή. Άτομα που έχουν την τεχνογνωσία να αξιοποιήσουν τα δεδομένα, την ευαισθησία να δώσουν προτεραιότητα σε αυτούς που υποφέρουν και την εμπειρία να επιφέρουν την αλλαγή. 

Ο κ. Θάνος Πλεύρης έχει προδιαγράψει τις επιλογές της Ν.Δ. – σε περίπτωση που ανανεώσει τη θητεία της – στο ΕΣΥ. Σημειώνει ότι πρέπει τα νοσοκομεία να είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου υποστηρίζοντας, ταυτόχρονα, ότι οι υπηρεσίες για τον πολίτη θα συνεχίσουν να είναι δωρεάν. Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν από αυτές τις επιλογές αυτές για το επίπεδο της δημόσιας υγείας;   

Η ιδέα ότι αν ιδιωτικοποιήσουμε δημόσια αγαθά, θα έχουμε ως δια μαγείας καλύτερες υπηρεσίες είναι απλώς ένας μύθος. Σε θέματα υγείας, πρέπει να δίνουμε έμφαση όχι μόνο στην ποιότητα της περίθαλψης, αλλά και στο κόστος και στην ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας για όλους. Η ενιαία δημόσια διοίκηση μπορεί να πετυχαίνει καλύτερες τιμές για φάρμακα και υλικά, και γενικότερα επιτρέπει την αποφυγή ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων νοσηλευτικών μονάδων. 

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ιδιωτικοποίησης είναι η ότι θα αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στις υπηρεσίες που παρέχονται μεταξύ των νοσοκομείων της επικράτειας. Σκεφτείτε για παράδειγμα τι θα σημαίνει αυτό για τους ανθρώπους που ζουν σε ένα νησί, ή σε ένα χωριό. Η πανδημία μας δίδαξε ότι όταν το κράτος δεν θέλει να πάρει την ευθύνη για το ρόλο του, και “πετάει το μπαλάκι” στον ιδιωτικό τομέα ή στον καθένα μας ατομικά, τότε τα κοινωνικά προβλήματα χειροτερεύουν για όλους. Εάν ο κ. Πλεύρης ανησυχεί για την ποιότητα διαχείρισης των νοσοκομείων, τότε θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο να επενδύσουμε περισσότερο στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα, όχι λιγότερο. Τα νοσοκομεία πρέπει να διοικούνται σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους μεγάλων οργανισμών, που απαιτούν τη στελέχωσή τους με υπαλλήλους σωστά εκπαιδευμένους, πάντα όμως παραμένοντας δημόσια. 

Το Ινστιτούτο Prolepsis που ιδρύσατε πόσο σας βοήθησε ώστε να έρθετε κοντά στα κοινωνικά προβλήματα;   

Ίδρυσα το Ινστιτούτο – μια μη-κερδοσκοπική οργάνωση – το 1990, γιατί πίστευα ότι μπορούμε να συνδυάσουμε το επιστημονικό έργο της δημόσιας υγείας με την έμπρακτη προσφορά, τόσο σε εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Από νωρίς, επικεντρωθήκαμε σε ευάλωτες ομάδες, όπως οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους που ζούσαν σε βιομηχανικές περιοχές ή οι γυναίκες που δεν είχαν πρόσβαση σε προληπτικό έλεγχο για τον καρκίνο του μαστού. Με την οικονομική κρίση του 2010, όμως, ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να κάνουμε ακόμη περισσότερα. Με τη στήριξη δωρητών, ξεκινήσαμε το 2012 ένα τεράστιο πρόγραμμα σχολικής σίτισης που μέχρι σήμερα, 11 χρόνια μετά, έχει μοιράσει πάνω από 17 εκατομμύρια γεύματα σε μαθητές σε όλη την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της COVID-19, ξεκινήσαμε καινούρια προγράμματα για την έγκυρη ενημέρωση του κοινού και τη μείωση της κοινωνικής απομόνωσης των ηλικιωμένων. 

Το επιστημονικό έργο του οργανισμού συνεχίζεται αδιάκοπα, αλλά η Prolepsis ήταν και συνεχίζει να είναι πάντα κοντά στους συμπολίτες μας σε περιόδους κρίσης. Ωστόσο, όπως έχω ξαναπεί, δεν πιστεύω ότι τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα της χώρας θα λυθούν μόνο μέσω ανθρωπιστικών δράσεων και επιστημονικών μελετών. Από το μέχρι τώρα επιστημονικό μου έργο και την εμπειρία μου στο πεδίο, έχω οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι εάν δεν συμμετέχει κάνεις στην κυβέρνηση, δεν μπορεί να ελπίζει σε ουσιαστικές αλλαγές για όλους.