Πολλή κουβέντα έχει γίνει στην Ελλάδα και το εξωτερικό σχετικά με το βαθμό συμβολής της λειτουργίας των σχολείων στην εξάπλωση του κορονοϊού, με τους επιστήμονες πρόσφατα να τείνουν προς την άποψη ότι ο ιός μεταδίδεται σε σημαντικό βαθμό και στους χώρους εκπαίδευσης. Εν όψει του δρομολογούμενου ανοίγματος των σχολείων από την κυβέρνηση, η καθηγήτρια Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθηνά Λινού λέει στο tvxs.gr ότι τα ελληνικά σχολεία θα μπορούσαν να ανοίξουν αφού πρώτα θεσπίζονταν η διενέργεια συχνών μοριακών τεστ σε όλους τους εργαζόμενους, «σπάσιμο» των ωρών προσέλευσης – αποχώρησης ακόμα και μαθήματα στο ύπαιθρο.

Ads

«Οι μαθητές γυμνασίου-λυκείου μεταδίδουν τον ιό στον ίδιο βαθμό με τους ενήλικες, τα μικρότερα παιδιά μεταδίδουν αλλά όχι στον ίδιο βαθμό», υποστηρίζει η κα. Λινού, με την άποψή της αυτή να συμπίπτει με αποτελέσματα ερευνών που έχουν δημοσιευτεί στον ευρωπαϊκό Τύπο. «Ως εκ τούτου, θα έλεγα ότι τα σχολεία μπορούν να ανοίξουν, αρκεί να ληφθούν μέτρα».

Συγκεκριμένα, η καθηγήτρια επιδημιολογίας θεωρεί πως θα έπρεπε να επισπευσθεί ο εμβολιασμός των εργαζομένων σε σχολεία. «Να προχωρήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα ο εμβολιασμός των εργαζομένων στα σχολεία, δηλαδή εκπαιδευτικών, καθαριστών, διοικητικών υπαλλήλων, εργαζομένων στα κυλικεία. Ειδικά για τους τελευταίους δεν έχει γίνει τεθεί επαρκώς το θέμα και είναι σημαντικό», μας λέει η κα. Λινού.

Στο ερώτημά μας αν η απόφαση της κυβέρνησης να συμπεριλάβει τους εκπαιδευτικούς στις λίστες για τις αδιάθετες δόσεις εμβολίων είναι αρκετή, η καθηγήτρια απάντησε: «Είναι κάτι. Η κυβέρνηση τώρα δεν μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα ως προς αυτό, δεδομένης της μικρής διαθεσιμότητας σε εμβόλια. Αν η διαθεσιμότητα γίνει μεγαλύτερη, οι εργαζόμενοι στα σχολεία θα πρέπει να είναι από τις κοινωνικές ομάδες που θα προηγηθούν. Πάντως και μόνο η αποδοχή ότι αυτοί οι άνθρωποι χαίρουν κάποιας προτεραιότητας είναι σημαντική».

Ads

Όσο όμως ο εμβολιασμός δεν προχωρά με τον επιθυμητό ρυθμό, τί μπορεί να γίνει; «Αν δε γίνει άμεσα ο εμβολιασμός θα πρέπει να γίνονται υποχρεωτικά τεστ κάθε δύο ημέρες, ώστε να προλαμβάνεται η εξάπλωση σε περίπτωση που υπάρχουν άτομα θετικά στον ιό. Δε νομίζω ότι τα self tests θα είναι επαρκή για τους εκπαιδευτικούς γιατί γενικότερα τα rapid tests δεν εμφανίζουν μεγάλη ευαισθησία, ειδικά στους ασυμπτωματικούς. Γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο οι εργαζόμενοι που έρχονται σε επαφή με πολύ κόσμο να κάνουν PCR», υποστηρίζει.

Όσον αφορά στους μαθητές, η καθηγήτρια δίνει έμφαση στην «απόλυτη δυνατότητα αερισμού των χώρων», στη χρήση μάσκας και όπου είναι εφικτό, να χρησιμοποιούνται μεγαλύτερες αίθουσες προκειμένου τα θρανία να είναι αραιά. «Ιδανικά θα έβλεπα περισσότερες ώρες του σχολικού προγράμματος σε ανοιχτό χώρο. Μερικά μαθήματα μπορούν να γίνουν στο ύπαιθρο», σημειώνει η κα. Λινού.

Όμως η εκπαιδευτική κοινότητα αποτελείται και από τους γονείς. «Θα ήταν καλό αν την ώρα της λήξης των μαθημάτων υπήρχε μια ήπια αστυνόμευση από την τροχαία. Θα μπορούσαν επίσης οι καθηγητές ή οι διευθυντές των σχολείων να παραδίδουν τα παιδιά στους γονείς προκειμένου να αποφεύγεται κατά το δυνατόν ο συγχρωτισμός έξω από την πύλη των σχολικών κτιρίων. Οι ενήλικες πρέπει να συναντιούνται για τον ελάχιστο δυνατό χρόνο και πάντα με μάσκα.

Ένα άλλο μέτρο θα μπορούσε να είναι η εναλλαγή των ωρών εξόδου των μαθητών, κάθε δέκα λεπτά να εξέρχεται ή να εισέρχεται και μία ομάδα ή τάξη», προτείνει μεταξύ άλλων η καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ.

Τα σχολεία αποδεικνύονται λιγότερο «αθώα» απ’ όσο νομίζαμε

Ενώ μέχρι και το δεύτερο κύμα της πανδημίας, οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να βρουν κοινό βηματισμό όσον αφορά στη συμβολή των μαθητών στην εξάπλωση του νέου κορονοϊού, αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται σε ένα βαθμό, χάρις σε πρόσφατες έρευνες. Οι θέσεις της κας. Λινού μάλιστα φαίνεται να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, αυτή της ανάγκης για μεγάλη προσοχή στους χώρους εκπαίδευσης, μιας και τα παιδιά μεταδίδουν τον ιό, σε κάθε άλλο παρά αμελητέο βαθμό.

Τον Ιανουάριο, έρευνα σε σχολεία της Αυστρίας είχε δείξει ότι τα παιδιά, ακόμα και οι μαθητές δημοτικού σχολείου, είναι εξίσου πιθανό να μολυνθούν όσο και οι γονείς. «Τα παιδιά αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα μόλυνσης από τα οποία περιβάλλονται», είχει πει τότε ο επικεφαλής επιστήμονας, μικροβιολόγος Μάικλ Βάγκνερ. «Αλλά επειδή είναι τόσο συχνά ασυμπτωματικά, «τεστάρονται ελάχιστα», που σημαίνει ότι υπάρχει ένας αρκετά σημαντικός αριθμός περιπτώσεων που δεν έχουν αναφερθεί», είχε υπογραμμίσει.

Στη διεθνή έκδοσή του Spiegel διαβάζουμε για έρευνα που έγινε στην κωμόπολη Κορτζάνο της βόρειας Ιταλίας. Από τους συνολικά 1400 κατοίκους, βρέθηκε ότι το 10% είχαν μολυνθεί από τη βρετανική μετάλλαξη του νέου κορονοϊού, με το 60% αυτών των 140 κρουσμάτων να είναι παιδιά του δημοτικού σχολείου.

Στο Ισραήλ επίσης, η τοπική Παιδιατρική Ένωση ειδοποίησε τον υπουργό Υγείας ότι πάνω από 50.000 παιδιά και έφηβοι είχαν βρεθεί θετικοί στον SARS-Cov-2 τον μήνα Ιανουάριο, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του πρώτου και του δεύτερου κύματος. Ο Συρίλ Κοέν από το πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλάν είπε στο British Medical Journal ότι από τα μέσα Δεκέμβρη όταν η βρετανική μετάλλαξη έφτασε στο Ισραήλ, η αναλογία των νέων ημερήσεων μολύνσεων σε άτομα κάτω των 10 ετών αυξήθηκε σχεδόν 25%. Γι’ αυτό το λόγο το Ισραήλ εξετάζει το ενδεχόμενο να γίνει η πρώτη χώρα που θα εμβολιάσει και ευάλωτους ασθενείς κάτω των 16 ετών.