Την περασμένη εβδομάδα η Νέα Δημοκρατία επιτέθηκε στον Δημήτρη Τζανακόπουλο για δήλωση του σε κομματική εκδήλωση ότι «υπάρχουν αυτονομημένες εστίες εξουσίας στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης που θα πρέπει να εκκαθαριστούν». Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε ότι είναι άλλο πράγμα η «εκκαθάριση μηχανισμών παραεξουσίας, διαφθοράς και παράκαμψης της λαϊκής κυριαρχίας καθώς και στρατηγικών οχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων στη δημόσια διοίκηση και άλλο πράγμα οι απολύσεις δημοσίων υπάλληλων». Πίσω από την ανταλλαγή ανακοινώσεων βρίσκεται το τεράστιο θέμα του τρόπου λειτουργίας του κράτους, της σχέσης κυβέρνησης και εξουσίας, και η σχέση της Αριστεράς με το κράτος. Χρειάζεται μια σοβαρή συζήτηση πέρα από τις ανακοινώσεις.

Ads

Ο δημοκρατικός δρόμος στον σοσιαλισμό

Ο Νίκος Πουλαντζάς, που τελειοποίησε την επεξεργασία της στρατηγικής για έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, υποστήριξε ότι η Αριστερά οφείλει να είναι μέσα και ενάντια στο κράτος. Πρέπει να το κερδίσει με εκλογές, αλλά και να ενεργήσει ενάντια στους θεσμικούς περιορισμούς, τις στρατηγικές επιλογές του και την ιδεολογική κατεύθυνσή του. Για τον ύστερο Πουλαντζά το κράτος δεν αποτελεί μία οντότητα ή ένα εργαλείο, αλλά «όπως το ‘’κεφάλαιο’’, είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων ή ακριβέστερα η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται πάντοτε μέσα στο κράτος με ειδικό τρόπο».[1]

Ως η υλική συμπύκνωση του ταξικού αγώνα, το κράτος οργανώνει την ενότητα του κυρίαρχου μπλοκ και υπηρετεί τη συνολική νομιμοποίηση της κοινωνικής ευταξίας διαχειριζόμενο τη λαϊκή συναίνεση. Οι κρατικοί θεσμοί και οι πολιτικές κανονικοποιούν και παγιώνουν την ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων.

Ads

Η κρατική εξουσία επιλέγει με στρατηγικό τρόπο τα πεδία της παρέμβασής της, ώστε να διατηρεί την καπιταλιστική κυριαρχία. Οι στρατηγικές επιλογές της λειτουργούν με βάση το επιλεκτικό φιλτράρισμα της πληροφορίας, τη συστηματική έλλειψη δράσης σε ζητήματα λαϊκού ενδιαφέροντος, την επιδίωξη αμοιβαία αντιφατικών προτεραιοτήτων, την άνιση υλοποίηση αποφασισμένων μέτρων και τη διεκδίκηση ad hoc περιστασιακών και ασυντόνιστων πολιτικών.[2] Αρκεί κανείς να δει την περίφημη Βρετανική  σειρά «Yes Minister», όπου ο Sir Humphrey και οι άλλοι πανίσχυροι μόνιμοι γραμματείς των υπουργείων, απομεινάρια της εξουσίας της αυτοκρατορικής αυλής,  επιβάλλουν τη θέλησή τους στους υπουργούς, υπηρετώντας πιο αποτελεσματικά τα ταξικά συμφέροντα.

Την ίδια στιγμή οι αγώνες των εργαζομένων μέσα και έξω από το κράτος ανακατευθύνουν τις θεσμικές προτεραιότητες και επιτυγχάνουν περιστασιακές νίκες που καταγράφουν την ένταση του ταξικού αγώνα. Όπως υποστηρίζει ο Πουλαντζάς, «κέντρα αντίστασης» αναδύονται στο κράτος. Εκπροσωπούνται από τους υπαλλήλους που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις και εκδηλώνονται σε θεσμικές αποφάσεις που προωθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική ισορροπία δυνάμεων.

Στην ελληνική περίπτωση το κράτος και οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί έχουν συμβάλει με συστηματικό τρόπο στη σταθεροποίηση των σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο, τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ. Οι στρατηγικές επιλογές του κράτους και ο τρόπος οργάνωσης των θεσμών διασφαλίζουν τον συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Τα τελευταία χρόνια η κρατική παρέμβαση προωθούσε τα χρηματοπιστωτικά και τραπεζικά συμφέροντα και υποβάθμιζε τον αγροτικό και τον δευτερογενή τομέα της οικονομίας.

Οι κρατικές πρακτικές κινητοποιούσαν τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία, για να κατευνάζουν τις εντάσεις στην κυρίαρχη τάξη και καλλιεργούσαν την ανοχή προς μικροπαραβατικές συμπεριφορές για να διατηρείται η κοινωνική ηρεμία. Η κρατική «παραβατικότητα» δημιουργούσε έναν ελάχιστο βαθμό εσωτερικής συνοχής και συνέχειας και διαμεσολαβούσε ταξικά και προσωπικά συμφέροντα.

Αριστερή κυβέρνηση και κράτος

Αυτή η ανάλυση μας βοηθά να κατανοήσουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν κληρονόμησε έναν δημόσιο τομέα ο οποίος συνδυάζει τη θεσμική και ιστορική αντι-αριστερή προκατάληψη με μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της στρατηγικής επιλεκτικότητας.  Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη πρακτική της αντικατάστασης μεγάλης μερίδας των ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων με κομματικούς φίλους. Ο αριθμός των πολιτικών συμβούλων μειώθηκε ριζικά και καλλιεργήθηκε ένα κλίμα εμπιστοσύνης προς το υπάρχον προσωπικό.

Η δημόσια διοίκηση δεν ανταποκρίθηκε. Ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί αλλά και υπάλληλοι κατώτερων βαθμίδων συνηθισμένοι στην αδράνεια, την καθυστέρηση και την ελάχιστη προσπάθεια, κρατούσαν τους υπουργούς σε κατάσταση «ομηρίας». Πολλοί διηγούνται ιστορίες ανημπόριας και ματαίωσης. Δεν τους δίνονταν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον σχεδιασμό πολιτικών, κάποιες απέτυχαν λόγω της απροθυμίας των ανώτερων κρατικών λειτουργών να τις υλοποιήσουν.

Ανώνυμες ενημερώσεις και διαρροές ειδοποιούσαν τον Τύπο για τον σχεδιασμό κάποιας νέας ριζοσπαστικής πολιτικής.  Δημόσιοι υπάλληλοι που πίστευαν ή και σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης παρεμπόδιζαν με κάθε τρόπο το έργο της. Το μετεμφυλιακό κράτος, δημιούργημα και λάφυρο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό πιστό στους δημιουργούς του. Η μακρά ιστορία καταστολής και δίωξης της Αριστεράς στην Ελλάδα έκαναν την εχθρότητα ακόμη πιο έντονη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε από την αρχή ένα ναρκοθετημένο πεδίο.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι που αντιστέκονταν στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις ή τις προοδευτικές πολιτικές εξέφραζαν τόσο την ταξική θέση τους όσο και βαθιά θεμελιωμένα συμφέροντα. Ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία είναι δομική. Όσο περισσότερο προσπαθούσε η κυβέρνηση να αλλάξει την ισορροπία τόσο περισσότερο το κράτος, ως «συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων», αντιστέκονταν. Η αλλαγή αυτού του συσχετισμού χρειάζεται από τη μια μεριά μία περιοδική «πολιτική σοκ», στρατηγικά επιλεγμένες πολιτικές σε κρίσιμους τομείς και καλά προετοιμασμένες σταδιακές μεταρρυθμίσεις.

Κάθε προσπάθεια ριζικής αλλαγής αντιμετωπίζει δυνάμεις συντριπτικά ανώτερες. Χρειάζεται θεωρητική κατανόηση, στρατηγικός σχεδιασμός και ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων για την επιλογή πολιτικών. Ο ταξικός προσανατολισμός και η ικανότητα των κρατικών λειτουργών έπρεπε να έχουν γίνει πρωταρχικά κριτήρια διατήρησής τους σε κομβικές θέσεις υλοποίησης πολιτικών αποφάσεων όσο και σε εκείνες που άπτονται των κοινωνικών υπηρεσιών.

Καθώς αυτό δεν συνέβη στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, από υπερβολικό θεσμικό ζήλο, δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η κυβέρνηση δεν ήταν αρκετά τολμηρή στην αντιμετώπιση των αναποτελεσματικών πρακτικών και ότι ανέχονταν την πιο διακριτική συνέχισή τους. Αν η καπιταλιστική κυριαρχία είναι εγγεγραμμένη στην οργάνωση και τους θεσμούς του κράτους, η Αριστερά οφείλει να διευκολύνει τις φιλολαϊκές εξελίξεις στον δημόσιο τομέα και να ενθαρρύνει τα κοινωνικά κινήματα, ώστε εκείνα να ασκούν διαρκώς μία εξωτερική πίεση.

Δεύτερον, η στρατηγική επιλεκτικότητα, την οποία τόσο επιτυχημένα έχει χρησιμοποιήσει η κυρίαρχη τάξη, έπρεπε να υιοθετηθεί και από την αριστερά. Ήταν αναγκαίο να εντοπιστούν οι νευραλγικοί τομείς και πολιτικές που μπορούν να βοηθήσουν στη σταδιακή μεταβίβαση πόρων από το κεφάλαιο στους εργαζομένους και ισχύος από το κράτος στους πολίτες. Γιατί αυτό σημαίνει ριζοσπαστική Αριστερά και αυτό τη διαχωρίζει από τη σοσιαλδημοκρατία. Παράλληλα, υπουργοί και κρατικοί θεσμοί έπρεπε να προωθούν προτεραιότητες και να αναλαμβάνουν καθήκοντα που έπρεπε να ολοκληρώνονται εντός συγκεκριμένων, προσδιορισμένων χρονικών ορίων και που θα υπόκεινται σε αξιολόγηση.

Τέλος, μόλις έγινε σαφές πως οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα παρεμπόδιζαν την υλοποίηση φιλολαϊκών πολιτικών, ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να επικεντρωθεί σε καλά οργανωμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει πάνδημη λαϊκή απαίτηση για ένα πιο αποτελεσματικό και ειλικρινές κράτος. Η Αριστερά είχε την ευθύνη να προχωρήσει στη δημιουργία μιας αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, δηλαδή να προχωρήσει προς ένα δυτικής μορφής αποτελεσματικό κράτος. Μόνο η Αριστερά μπορεί να το κάνει μια και δεν έχει τις υποθήκες και δεσμεύσεις του παραδοσιακού διπολισμού. Αλλά ταυτόχρονα, έπρεπε να εισάγει μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν την επίμονη ταξική προκατάληψη που χαρακτηρίζει την «ορθολογικότητα» του δυτικού κράτους. Το έργο εδώ ήταν πολύπλοκο και δύσκολο.

Θεσμικά προβήματα

Η κυβέρνηση παρέδωσε την Ελλάδα το 2019 ασύγκριτα καλύτερη απ’ ό,τι την παρέλαβε το 2015. Η οικονομική και κοινωνική πολιτική πέτυχε εντός των περιορισμών των μνημονίων. Ανέτρεψε την ανθρωπιστική κρίση, έβγαλε την χώρα από τα μνημόνια και γύρισε σε μια μικρή ανάπτυξη.

Οι μεγάλες αποτυχίες, με την έννοια της μη ολοκλήρωσης ή υλοποίησης πολιτικών ή της γρήγορης κατάργησης μεταρρυθμίσεων μετά την εκλογική ήττα, ήταν όλες σχεδόν θεσμικές. Οι τηλεοπτικές άδειες, η νέα διαδικασία επιλογής ανωτέρων κρατικών λειτουργών και σχολικών διευθυντών, η εκκλησιαστική και μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η ριζοσπαστικοποίηση του πλαισίου των συνεταιρισμών και των ενεργειακών κοινοτήτων, η συνταγματική αναθεώρηση, οι προαγωγές δικαστικών.

Εμβληματική είναι η μεταμόρφωση του σκανδάλου Novartis σε σκευωρία και η πρωτοφανής διεθνώς μεταβολή των διωκτών σε διωκόμενους. Δεν τα αναφέρω για καταλογισμό προσωπικών ευθυνών, που πιθανώς δεν υπάρχουν, αλλά ως μάθημα για το μέλλον.  Όλες οι περιπτώσεις αφορούν το θεσμικό περιβάλλον. Μερικές δεν προγραμματίστηκαν ή δεν εκτελέστηκαν σωστά, σε άλλες οι θεσμικές βελτιώσεις δεν συνοδεύτηκαν από ενεργητική υλοποίηση και κοινωνική αποδοχή και ήταν ευάλωτες στον δεξιό ρεβανσισμό.

Τα προοδευτικά και φιλολαϊκά μέτρα της συνταγματικής αναθεώρησης, για παράδειγμα, δεν είχαν ζυμωθεί αρκετά με τους πολίτες και τους opinion makers, δεν επικοινωνήθηκαν επαρκώς και κατέπεσαν χωρίς λαϊκή αντίδραση. Η προετοιμασία ήταν αποσπασματική, δεν είχε ιεραρχήσεις των στόχων ούτε ολοκληρωμένη στρατηγική λογική. Ήμουν μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας που την προώθησε και είμαι υπεύθυνος μαζί με άλλους.

Το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό και θα επανέλθω σύντομα. Αν προσθέσουμε τις πολλαπλές ήττες στα δικαστήρια, την πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση, πρέπει να συμπεράνουμε ότι, ενώ ταξικά η κυβέρνηση τα κατάφερε σε δύσκολες συνθήκες, θεσμικά δεν πήγε καλά. Έχει όμως μια μεγάλη εμπειρία χρήσιμη για την Ελληνική και Ευρωπαϊκή αριστερά. Δεν έχει σχέση με «εκκαθαρίσεις» δημοσίων λειτουργών ούτε με τη δημιουργία ενός κράτους αριστερού «λάφυρο» κάτι που ο Τζανακόπουλος, ένα από τα πιο θεωρητικά καταρτισμένα στελέχη, ποτέ δεν θα υποστήριζε. Αυτό που χρειάζεται είναι κατανόηση του ρόλου και της λειτουργίας του κράτους, καλύτερος στρατηγικός προγραμματισμός και προετοιμασία, τέλος αποφασιστικότητα ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων και μετά παρακολούθησης της εφαρμογής τους.

[1] Bob Jessop, ‘Marx and Engels on the state’, in S. Hibbin, ed., Politics, Ideology, and the State, London: Lawrence and Wishart, 40-68, 1978.

[2] Nikos Poulantzas, State, Power, Socialism (New Left Books, 1983).