Το πρωί της Τρίτης, με συνοπτικές διαδικασίες, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναστολής κατά της απόφασης εκδίωξης της προέδρου και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Ads

Το Τμήμα Αναστολών του Aνωτάτου Δικαστηρίου σε σχηματισμό Ολομέλειας με Πρόεδρο την Πρόεδρο του ΣτΕ Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτριο Εμμανουηλίδη, απέρριψε τις αιτήσεις αναστολών της τέως πρόεδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού Βασιλικής Θάνου όσο και της τέως αντιπρόεδρου της ανεξάρτητης αρχής Αννας Νάκου, αλλά και των δυο μελών της Νικολάου Ζευγώλη και Ιωάννη Παύλοβιτς.

Η συζήτηση της αίτησης έγινε την περασμένη Παρασκευή. Τα υπομνήματα των δυο πλευρών υποβλήθηκαν χθες το βράδυ και η απόφαση εκδόθηκε σήμερα.

Η Βασιλική Θάνου και τα υπόλοιπα στελέχη της επιτροπής που είχαν προσφύγει ζητούσαν να παραμείνουν στη θέση τους καθώς η απομάκρυνσή τους με την θεσμοθέτηση συγκεκριμένων ασυμβίβαστων είναι φωτογραφικού τύπου και αντίθετη με την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία.

Ads

Το ΣτΕ είχε επίσης απορρίψει στις 22 Αυγούστου και την προσωρινή διαταγή που είχε ζητήσει η Βασιλική Θάνου. Τότε το αίτημά είχε απορρίψει ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ, Μιχάλης Πικραμένος.

Στις 6 Δεκεμβρίου 2019 έχει προσδιοριστεί η συζήτηση των κυρίων αιτήσεων ακυρώσεως των τεσσάρων, ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Διαβάστε επίσης:

Διευκρινίσεις από το ΣτΕ 

Σειρά διευκρινίσεων σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έδωσε η επιτροπή επικοινωνίας του δικαστηρίου.

Αναλυτικά στην περίληψη της απόφασης αναφέρονται τα εξής:

«Mε τις 230-232/2019 αποφάσεις της η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (με πρόεδρο την κα Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητή τον κ. Δημήτριο Εμμανουηλίδη) απέρριψε τις αιτήσεις αναστολής κατά των αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με τις οποίες διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη έκπτωση τεσσάρων μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού (της Προέδρου, της Αντιπροέδρου και δύο μελών-Εισηγητών), ύστερα από το ασυμβίβαστο που θεσπίστηκε με το άρθρο 101 του ν. 4623/2019.

Η Επιτροπή Αναστολών, αφού δέχθηκε ότι εξακολουθεί εν προκειμένω να υπάρχει πεδίο προσωρινής δικαστικής προστασίας παρά το γεγονός ότι ήδη διορίσθηκαν νέα μέλη στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, έκρινε ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διοικητικές πράξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και τον διορισμό ή τη συγκρότηση οργάνων διοίκησης, όπως είναι οι ανεξάρτητες αρχές, συνάπτονται από τη φύση τους με την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται κατ’ αρχήν από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Δεν υπόκεινται, συνεπώς, οι πράξεις αυτές σε αναστολή εκτελέσεως, εκτός εάν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οπότε είναι κατ’ εξαίρεση δυνατόν να χορηγηθεί αναστολή (Ε.Α. 410/2018 Ολομ., 164, 160, 111/2018, 194, 154, 96, 54/2017, 35/2017 Ολομ., 241, 168, 111, 87-88/2016, 246, 89/2014, 93/2011, 350/2009, 510/2001, 572/1999, 105/1991, 336/1989, 193/1982, 332/1980, 164/1972, 213/1966 κ.ά.).

Περαιτέρω, ανεξάρτητα από την πρόκληση βλάβης στον αιτούντα από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, η Επιτροπή Αναστολών χορηγεί την αιτουμένη αναστολή, αν με την αίτηση ακυρώσεως προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης λόγος ακυρώσεως προδήλως βάσιμος. Κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989, περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει, ιδίως, όταν ο σχετικός λόγος ακυρώσεως βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του (Ε.Α. 410/2018 Ολομ., 35/2017 Ολομ., 312, 150/2014, 294, 138, 110/2013, 496/2011 Ολομ., 1115 – 1117/2010 Ολομ. κ.ά.).

Κατόπιν τούτων, κρίθηκε ότι η βλάβη, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες, δεν επέρχεται από τις προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά αποτελεί ευθέως ρύθμιση του άρθρου 101 του ν. 4623/2019, η δε Επιτροπή Αναστολών, κατά πάγια νομολογία, δεν δύναται να αναστείλει την εφαρμογή νομοθετικής διάταξης (Ε.Α. 58/2018 Ολομ., 79/2016 Ολομ., 28-29/2016 Ολομ., 160/2010, 308-309/2002 Ολομ., 294/1998, 97/1997 Ολομ., 593/1995, 395/1985 κ.ά.), ανεξαρτήτως όμως αυτού, πάντως, εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες πράξεις συνάπτονται με την ομαλή λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία έχει συσταθεί ως ανεξάρτητη αρχή με σημαντικές αρμοδιότητες ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, και δεν υπόκεινται κατ’ αρχήν σε αναστολή εκτελέσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Περαιτέρω, εφόσον η ρύθμιση του άρθρου 101 του ν. 4623/2019 απέβλεψε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στην ενίσχυση της λειτουργικής ανεξαρτησίας και στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ως ανεξάρτητης αρχής, δεν αποδίδεται προσωπική μομφή στα ήδη υπηρετούντα μέλη και, συνεπώς, δεν συντρέχει ηθική βλάβη των αιτούντων, δεδομένου άλλωστε ότι η αυτοδίκαιη έκπτωσή τους δεν συνδέεται με οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά τους, σε κάθε δε περίπτωση η ηθική βλάβη είναι επανορθώσιμη. Επιπλέον, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί περί οικονομικής βλάβης που προέβαλαν ορισμένοι εκ των αιτούντων, διότι δεν αποδείχθηκε σοβαρή αδυναμία βιοπορισμού, αλλά απλή οικονομική βλάβη, η οποία, όμως, δεν συνιστά εξαιρετικό λόγο που δικαιολογεί κατ’ εξαίρεση τη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως και, πάντως, είναι επανορθώσιμη.

Εξάλλου, οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος σχετικά με τη συνέχιση της εύρυθμης, αδιάλειπτης και ομαλής λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, πέραν του ότι προβάλλονται εκ συμφέροντος τρίτου, κρίθηκαν απορριπτέοι, διότι αφενός η ύπαρξη πάσης φύσεως διοικητικών εκκρεμοτήτων αποτελεί συνήθη κατάσταση και δεν συνιστά εξαιρετικό λόγο για τη χορήγηση αναστολής, αφετέρου είναι και αναπόδεικτοι, διότι δεν προσδιορίζονται με συγκεκριμένα στοιχεία οι επείγουσες και ιδιαιτέρως σοβαρές εκκρεμείς υποθέσεις, οι οποίες κινδυνεύουν να καθυστερήσουν υπερβολικά ή να παραγραφούν, ενώ, εξάλλου, ήδη έχουν διορισθεί και νέα μέλη στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, τα οποία οφείλουν κατά νόμο να αντιμετωπίσουν τις εκκρεμότητες αυτές.

Τέλος, κρίθηκε ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως δεν παρίστανται ως προδήλως βάσιμοι, διότι αφορούν διατάξεις του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες δεν έχουν τύχει επεξεργασίας από τη νομολογία».