Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, δεν θα δέχεται ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για διάθεση ρευστότητας, διαμήνυσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ ο επικεφαλής του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ξεκαθάρισε πως η η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έχει τα όριά της.

Ads

Οι απειλές της ΕΚΤ διατυπώθηκαν την Τετάρτη από το μέλος της διοικούσας επιτροπής της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ στη διάρκεια συνεδρίου στην Αθήνα. Δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Financial Times Deutschland ανέφερε ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ διατύπωσε μια παρόμοια απειλή σε συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες.

Οικονομολόγοι εξέφρασαν πάντως αμφιβολίες για το αν η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει την απειλή της, την οποία χαρακτήρισαν διαπραγματευτικό ελιγμό με στόχο να σταματήσει η κίνηση προς κάποιας μορφής αναδιάρθρωση.

Το δικό του μήνυμα για την ανάγκη να προωθηθούν άμεσα οι μεταρρυθμίσεις έστειλε την Πέμπτη ο επικεφαλής του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μιλώντας στην γερμανική εφημερίδα Stuttgarter Zeitung. «Η Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει ότι η αλληλεγγύη έχει τα όριά της, αν ο κόσμος στην Ευρώπη αποκτήσει την εντύπωση ότι η ελληνική πλευρά δεν επιδεικνύει την αναγκαία αποφασιστικότητα» τόνισε.

Ads

Ο επικεφαλής του Eurogroup και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου πρόσθεσε ότι είναι κάθετα αντίθετος στη συνολική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι μια ενδεχόμενη ήπια αναδιάρθρωση δεν θα πρέπει να είναι μεμονωμένο μέτρο, αλλά μέρος ενός ολοκληρωμένου πακέτου μεταρρυθμίσεων.

Σε νέα διάψευση των σεναρίων για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προχώρησε σήμερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιώργος Πεταλωτής, επισημαίνοντας ότι «η κυβέρνηση δεν εξετάζει σενάρια και θεωρητικές απόψεις και έχει ως κύρια μέριμνα την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Σταθερότητας για να βγει η χώρα από την κρίση».

Οι απειλές που εκτόξευσε η ΕΚΤ είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του κόστους ασφάλισης έναντι αθέτησης πληρωμών (CDS) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, που διευρύνθηκε έως τις 1.360 μονάδες βάσης. Το spread του 10ετούς ομολόγου με τον αντίστοιχο γερμανικό τίτλο διευρύνθηκε στις 1.288 μονάδες αγοράς, από 1.268 στο άνοιγμα της αγοράς. Το επιτόκιο αναρριχήθηκε στο 16,01% από 15,78%. Στο 2ετές ομόλογο, το επιτόκιο αυξήθηκε μέχρι το 25,03% για να υποχωρήσει αργότερα στο 24,80% έναντι 24,86% στο άνοιγμα της αγοράς.

Στο μεταξύ, για τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον αναχώρησαν την Πέμπτη οι επικεφαλής της τρόικας, οι οποίοι αναμένεται να επιστρέψουν τις αρχές της επόμενης εβδομάδας στην Αθήνα για την τελική αξιολόγηση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και την επικαιροποίηση του Μνημονίου. Τα στελέχη της τρόικας θα ενημερώσουν τους προϊσταμένους τους για την πορεία της αξιολόγησης και για τις νέες προσαρμογές και δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση.

Ανησυχίες Ρεν για τη διάσταση απόψεων στην Ε.Ε.

«Βιώνω καθημερινά μια σχιζοφρενική κατάσταση, προκειμένου να συνδυαστεί αφενός η “κόπωση στήριξης” από τις χώρες του κοινοτικού Βορρά, προς αυτές του κοινοτικού Νότου και αφετέρου η “κόπωση μεταρρυθμίσεων” στις νότιες ευρωπαϊκές χώρες», δήλωσε σήμερα, μεταξύ άλλων, ο επίτροπος Οικονομίας της Ε.Ε. Όλι Ρεν, σε συνέδριο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους από την ευρωζώνη, όπου βασικός εισηγητής ήταν ο πρώην υπουργός Οικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου.

Ο Όλι Ρεν προειδοποίησε ότι εάν συνεχιστεί αυτή η διάσταση απόψεων, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει να υποστεί πλήγματα.

Αναφερόμενος, ειδικότερα, στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την εξεύρεση λύσης, ο κοινοτικός επίτροπος υπογράμμισε ότι παρουσιάζονται ορισμένα εμπόδια από τις «κόκκινες γραμμές» που θέτουν κάποια κράτη – μέλη, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ, αλλά και «οι πολιτικοί περιορισμοί στην Ελλάδα». Στο πλαίσιο αυτό, ο Όλι Ρεν κάλεσε τους πάντες να μην θέτουν εμπόδια, να ξεπεράσουν αυτές τις «κόκκινες γραμμές» και τελικά να συμβάλουν εποικοδομητικά στην εξεύρεση λύσης.

«Η EKT αρνείται να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας», γράφει η οικονομική βελγική εφημερίδα «Echo», σχετικά με τις διάφορες απόψεις που επικρατούν στην ΕΕ για την επίλυση της ελληνικής κρίσης χρέους.

O πρόεδρος του Eurogroup υποστηρίζει την «αναμόρφωση» του ελληνικού χρέους, ότι δηλαδή οι πιστωτές θα δέχονταν, εθελοντικά, την επιμήκυνση, για πολλά χρόνια, των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, επισημαίνει η εφημερίδα. Ωστόσο, η ΕΚΤ συνεχίζει να αντιτίθεται σε κάθε μορφή αναδιάρθρωσης, καθώς ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, απέκλεισε χθες κάθε πρόταση περί «ήπιας αναδιάρθρωσης», χαρακτηρίζοντάς την ως «μαγική φόρμουλα», υπερβολικά ασαφή αλλά ικανή να αποσταθεροποιήσει τις αγορές. Επιπλέον, ο συνάδελφός του στην ΕΚΤ, Γιούργκεν Σταρκ, επεσήμανε ότι μια οποιαδήποτε αναδιάρθρωση θα ήταν καταστροφική για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.

«Τρεις οι λύσεις» για την ελληνική κρίση χρέους

Σύμφωνα πάντως με το πρακτορείο Reuters, 3 είναι οι λύσεις της κρίσης χρέους για την Ελλάδα:

1. Η Ελλάδα λαμβάνει επιπρόσθετο δάνειο για να ανταποκριθεί στα 26,7 δισ. που προβλέπεται ν’ αποπληρώσει το 2012.

2. Ζητείται από τους κατόχους ελληνικών ομολόγων να ανταλλάξουν εθελοντικά τα ομόλογα τους με νέα με όρους μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας αποπληρωμής, μια διαδικασία που έχει χαρακτηρισθεί επιμήκυνση ή αναδιάταξη (reprofiling) ή ήπια αναπροσαρμογή.

3. Η Ελλάδα αποφασίζει χωρίς την συγκατάθεση των κατόχων ομολόγων να μην αποπληρώσει το χρέος της στην ονομαστική αξία, να μειώσει τα επιτόκια των ομολόγων ή να καθυστερήσει την αποπληρωμή. Αυτό θα σημαίνει κάποια μορφή χρεοκοπίας η οποία θα δημιουργήσει μεγάλες απώλειες τους κατόχους ομολόγων και κρίση στο τραπεζικό σύστημα.

Όπως σημειώνει το σχετικό δημοσίευμα, οι λύσεις αυτές απασχολούν τους οικονομολόγους της Ευρωζώνης οι οποίοι θα πρέπει ν’ αποφασίσουν ποια είναι η πλέον ενδεδειγμένη για την επίλυση της κρίσης χρέους της Ελλάδας.

Παράλληλα, δημοσιεύματα των εφημερίδων Mail, Independent και Express, που αναφέρονται στις δηλώσεις του Γιούργκεν Σταρκ στο συνέδριο του Economist, επικεντρώνονται στις κατηγορίες του εκπροσώπου της ΕΚΤ ότι «οργανωμένα συμφέροντα» σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη διάκεινται εχθρικά στις ελληνικές προσπάθειες, διότι έχουν ποντάρει στην ελληνική χρεοκοπία.

Ερωτηθείς σχετικά με την «εχθρική» στάση των αγορών ο Ευρωπαίος οικονομολόγος τόνισε: Αυτή δεν είναι η άποψη όλων των επενδυτών. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Πρόκειται για μία συζήτηση που υποκινείται από τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Δεν ξέρω τι βρίσκεται πίσω από αυτή… Είναι πολύ πιο πολύπλοκο από το να πει κανείς ότι αντανακλά αυτό που περιμένουν οι αγορές.

Αποφασιστικός είναι, σύμφωνα με δεύτερο άρθρο του Reuters, ο ρόλος της Γερμανίδας καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ στην ελληνική κρίση χρέους, «της οποίας η απόφαση για το ποια εισήγηση θα κάνει, αποκτά ιδιαίτερη σημασία». Σύμφωνα με το άρθρο, η Μέρκελ είναι σαφώς αντίθετη με μια αναγκαστική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, υποστηρίζοντας ότι αλλάζοντας τους κανόνες για τους ιδιώτες-επενδυτές στη μέση του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας το οποίο είναι εν ισχύ το 2013, προσδίδονται μεγάλες αμφιβολίες στην αξιοπιστία μας. Ταυτόχρονα, μια αναδιάρθρωση θα προκαλούσε μεγάλη φυγή κεφαλαίων από την ευρωζώνη και τους ιδιώτες-επενδυτές, τεράστιες ζημιές σε ασφαλιστικά ταμεία και σε απλούς καταθέτες.

Μια μορφή εθελοντικής αναδιάρθρωσης θα μπορούσε να συζητηθεί με τους επενδυτές μόνον όσον αφορά την επιμήκυνση της αποπληρωμής, εκτιμά η Γερμανίδα καγκελάριος. Στο θέμα της παροχής νέου δανείου η Μέρκελ πιστεύει ότι παρ’ όλο ότι εγκυμονεί κινδύνους είναι σαφώς προτιμότερο από την αναγκαστική αναδιάρθρωση.

Πάντως, «η Ελλάδα θα πρέπει οπωσδήποτε να εκπληρώσει τις μεταρρυθμίσεις της διότι είναι ανεπίτρεπτο η χώρα να χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους της Γερμανίας και να απολαμβάνει πρόωρες συνταξιοδοτήσεις ή οι Έλληνες να έχουν μεγαλύτερες διάρκειας διακοπές από τους Γερμανούς εργαζόμενους».

Τέλος, η Μέρκελ, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αποκλείει κατηγορηματικά την περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη καθώς αυτό θα δημιουργούσε ένα άνευ προηγουμένου ντόμινο στην Ευρωζώνη. Οι πιέσεις που θα ασκούνταν στην αμέσως επόμενη χώρα θα ήταν πολύ μεγάλες και η μια χώρα θ’ αποχωρούσε μετά την άλλη.