Τσαΐρια Περαίας, Σεπτέμβριος 2019, καταυλισμός Ρομά. Ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Θερμαϊκού Γιώργος Τσαμασλής, που πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα και ο οποίος προεκλογικά είχε υποσχεθεί να «κτίσει τείχος» γύρω από τον καταυλισμό των Ρομά της περιοχής για να «περιορίσει την παραβατικότητά» τους, περνάει πλέον σε δράση. Μπουλντόζες και σκαπτικά μηχανήματα, συνοδεία αστυνομίας και ΜΑΤ, κατεδαφίζουν ένα προς ένα τα αυτοσχέδια σπίτια και παραπήγματα των Ρομά στην περιοχή Τσαΐρια Περαίας.

Ads

Ως δικαιολογία επικαλέστηκε το γεγονός πως οι Ρομά, εκτός από την παραβατική τους συμπεριφορά, έβαζαν συχνά φωτιές για να κάψουν τα σκουπίδια στην ανεξέλεγκτη χωματερή τους. Τους κατηγορούσε για κλοπές και ότι έκαιγαν ελαστικά αυτοκινήτων για να πουλάνε τα μεταλλικά τους τμήματα, και από τους τοξικούς καπνούς κινδύνευε η υγεία των κατοίκων μιας τουριστικής περιοχής, καθώς και η ασφάλεια των πτήσεων του γειτονικού Αεροδρομίου Μακεδονία. Ως «λύση» επέλεξε την κατεδάφιση. Η πλειοψηφία των κατοίκων δεν αντέδρασε φυσικά στην ισοπέδωση του καταυλισμού των «γύφτων». Λέγοντας «να ξεκουμπιστούν από εδώ», «μας έχουν ταράξει στις κλεψιές οι βρομιάρηδες», «δεν τους θέλουμε, να πάνε αλλού» ή «αφού δεν θέλουν να γίνουν άνθρωποι, τι να τους κάνουμε;», υποστηρίζοντας ωστόσο για τους εαυτούς τους πως «δεν είμαστε ρατσιστές».  

image

Αντιτζιπσισμός, όπως λέμε Αντισημιτισμός 

Εκτός από παραδοσιακούς ακροδεξιούς και συντηρητικούς δημότες, που είχαν στηρίξει τον Γ. Τσαμασλή στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, ο αντιτζιπσισμός (Antigypsyism) έβρισκε πρόσφορο έδαφος κι ανάμεσα σχεδόν σε όλους του «νοικοκυραίους» του Δήμου Θερμαϊκού. Δύσκολα συναντούσες κάποιον, ακόμη κι από τον προοδευτικό χώρο, για να πει έστω έναν καλό λόγο και να υπερασπιστεί την κοινότητα των Ρομά της περιοχής. Οι λίγοι που ψέλλισαν κάτι εισέπραξαν από νοικοκυραίους και «ανήσυχους δημότες» τα γνωστά ακροδεξιά «επιχειρήματα» του στυλ «πάρτους σπίτι σου» κλπ. Ο αντιτζιπσιμός (Antigypsyism), και σε συσχετισμό με τον αντισημιτισμό (Antisemitism), είναι ένας συγκεκριμένος τύπος ρατσισμού απέναντι στους Ρομά, τους Σίντι, και γενικώς στους νομάδες, που στιγματίζονται ως «Γύφτοι», αντιπροσωπεύοντας έτσι τον «αποτρόπαια Ξένο», τον «μακριά από εμάς», τον «παρείσακτο» και γενικώς τον «Άλλο» στο φαντασιακό Ελλήνων, Βαλκανίων και Ευρωπαίων.

Ads

Από τα περίπου διακόσια σπίτια και παραπήγματα, που είχαν στηθεί στον καταυλισμό των Ρομά στα Τσαΐρια Περαίας τα τελευταία είκοσι χρόνια, μετά την επέλαση των μπουλντόζων και τις ευλογίες του Γ. Τσαμασλή, δεν παρέμειναν όρθια πάνω από είκοσι, τα οποία και αποτελούσαν κατοικίες των ντόπιων Ρομά της περιοχής. Ήταν περίπου 20-30 οικογένειες Ελλήνων Ρομά για τους οποίους αυτός ο καταυλισμός ήταν το μόνο σπίτι τους. Δεν είχαν που αλλού να πάνε. Προτιμούσαν να πεθάνουν έλεγαν στις τηλεοπτικές κάμερες, παρά να εγκαταλείψουν, τα σπίτια τους. Δήμαρχος και δημότες δεν θα είχαν τη χαρά να εξαφανιστούν από προσώπου γης.

image

Μια «μικρή Μόρια» των Βαλκάνιων Ρομά

Έχοντας επισκεφθεί τον καταυλισμό των Ρομά στα Τσαΐρια Περαίας αρκετές φορές, πριν και μετά την καταστροφή του, όντας κάτοικος της περιοχής εδώ και μία δεκαετία, παρατηρούσα με ενδιαφέρον την εξέλιξή μιας κοινότητας ανθρώπων, η οποία ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, εισπράττοντας μονίμως ρατσισμό και αδιαφορία, σα να κουβαλά ένα ιδιότυπο «κίτρινο αστέρι» που αυτομάτως την αποκλείει από τους υπόλοιπους. Ένα από τα πράγματα που παρατήρησα ήταν πως, λόγω της γεωγραφικής του θέσης στην ευρύτερη περιοχή, ο συγκεκριμένος καταυλισμός, εκτός από Έλληνες Ρομά, σχεδόν πάντα φιλοξενούσε και οικογένειες Ρομά από γειτονικές βαλκανικές χώρες. Το καταλάβαινες τόσο από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, όσο κι από κάποιες άλλες συνήθειες και πρακτικές, που δεν ήταν συνηθισμένες στους εγχώριους Ρομά. Στην αρχή η μεγαλύτερη ομάδα «φιλοξενούμενων» ήταν οι Ρομά από την Αλβανία, και στη συνέχεια, μετά το 2010 και ειδικά μετά το 2014, ήταν οι Βούλγαροι Ρομά, χωρίς να λείπουν και αρκετές οικογένειες Ρουμάνων Ρομά. Κάποια στιγμή ο καταυλισμός, πριν την καταστροφή του, θύμιζε μικρή βαλκανική Βαβέλ, με όλα τα χρώματα αλλά και τις κακοδαιμονίες που μαστίζουν τα Βαλκάνια. 

Αναζητώντας τις αιτίες του ξεριζωμού και της μετανάστευσης των Ρομά των βαλκανικών χωρών, μικρό τμήμα των οποίων κατέφυγε στην Ελλάδα καθώς οι περισσότεροι πήραν το δρόμο για την Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, δεν άργησα να αντιληφθώ πως, εκτός από τους οικονομικούς λόγους που αναγκάζουν και τους υπόλοιπους Βαλκάνιους σε μετανάστευση, υπήρχαν σαφέστατοι πολιτικοί και κοινωνικοί λόγοι, ρατσισμός, διακρίσεις και διώξεις, που ωθούσαν αυτή την περιθωριοποιημένη ομάδα σε μαζική μετανάστευση. 

image

Η μαζική έξοδος των Βαλκάνιων Ρομά

Αλλά ας αφήσουμε λίγο να μιλήσουν και τα στοιχεία των στατιστικών: Μεταξύ του 1996 και του 2001 εκτιμάται πως περίπου το 65% (ή τα 2/3) του πληθυσμού Ρομά της Αλβανίας μετανάστευσε στην Ελλάδα. Το 2003 περισσότεροι από 35.000 Ρομά από το Κόσοβο καταχωρήθηκαν ως αιτούντες άσυλο με προσωρινή άδεια διαμονής (Duldung) στη Γερμανία μετά την αναγκαστική έξοδο από το εμπόλεμο Κόσοβο, αλλά και το πογκρόμ που εξαπέλυσαν το 2004 οι Αλβανοί εθνικιστές του Κοσόβου εναντίον τους, με την ανυπόστατη κατηγορία πως ήταν “συνεργάτες των Σέρβων”. Μεταξύ του 2014 και του Ιουνίου του 2017, λίγο περισσότερο από 59.000 Ρομά από τη Σερβία υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου στη Γερμανία. Κατά την τελευταία δεκαετία οι Ρομά από τη Σερβία αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% των αιτούντων άσυλο στη Γερμανία, σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση. Μόνο το 2014, αντιπροσώπευαν το 92%. Συνολικά, κατά την τελευταία δεκαετία στη Γερμανία, περίπου 90.000 αιτήσεις ασύλου ενδέχεται να έχουν υποβληθεί από Ρομά από τη Σερβία.

Μεταξύ των αιτούντων άσυλο από τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, οι Ρομά αποτελούν την πλειοψηφία. Για πολλά χρόνια, αντιπροσώπευαν το 50% των αιτούντων άσυλο από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Το ποσοστό είναι μόνο χαμηλότερο στην Αλβανία και το Μαυροβούνιο. 

Πολύ πριν από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, πολλοί Ρομά αποτελούσαν τμήμα του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού της χώρας ή ζήτησαν άσυλο στη Δυτική Ευρώπη.

Με τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους της δεκαετίας του 1990 ο αριθμός των Ρομά, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, αυξήθηκε περαιτέρω. Στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη ζούσαν πριν το 1990 σχεδόν 200.000 Ρομά, ενώ σήμερα ζει εκεί μόλις το 20% του προηγούμενου πληθυσμού. Οι Ρομά από πρώην Γιουγκοσλαβικά κράτη ζήτησαν άσυλο στη Δυτική Ευρώπη ή μετανάστευσαν στην Ιταλία. Την ίδια περίοδο οι Ρομά από την Αλβανία κατέφυγαν στην Ελλάδα. Και κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίας εκατοντάδες χιλιάδες Ρομά από τη Ρουμανία, όπως και ζει ο μεγαλύτερος αριθμός τους στα Βαλκάνια, και τη Βουλγαρία μετανάστευσαν στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Γερμανία, ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλούς τους συλλαμβάνουν και τους επαναπατρίζουν μαζικά στις βαλκανικές πατρίδες τους. Όταν επιστρέφουν όμως βρίσκουν τα σπίτια τους κατεστραμμένα, και τους ντόπιους να τους θεωρούν δύο φορές ανεπιθύμητους, και αναγκάζονται έτσι να μεταναστεύσουν, έστω σε γειτονική βαλκανική χώρα. 

Οι μισοί Ρομά έφυγαν από τα δημογραφικά μαρασμένα Βαλκάνια

Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο πληθυσμός των Ρομά σε όλα τα Βαλκάνια υπολογιζόταν σε 2,5 με 3 εκατομμύρια. Σήμερα έχουν απομείνει στα, δημογραφικά μαραμένα, Βαλκάνια σχεδόν  οι μισοί.  Κι αυτοί δυσκολεύονται να επιβιώσουν, καθώς συνεχίζουν να αποκλείονται μαζικά από την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία και την αγορά εργασίας. Μόνο στη Ρουμανία αλλάζουν κάπως τα πράγματα προς το καλύτερο και οι παραδοσιακά περιθωριοποιημένοι Ρόμα έχουν πλέον θέσεις εργασίας που θα είχαν αποκλειστεί από το παρελθόν.

Βέβαια ο μεγάλος αριθμός των Ρομά της Ρουμανίας (περί τις 800.000) επιτρέπει την εκλογή αρκετών βουλευτών τους στο Κοινοβούλιο της χώρας. Αυτό θα ήταν εφικτό και στα Δυτικά Βαλκάνια εάν κυβερνήσεις, πολιτικοί, εταιρείες και επιστήμονες προωθούσαν μια ανοικτή προσέγγιση ένταξης των Ρομά στις πατρίδες τους, που μαστίζονται από σοβαρή δημογραφική κρίση. 

Όσο για την Ελλάδα, η περίπτωση των Τσαϊριών της Περαίας είναι διδακτική για το ρόλο που επιφυλάσσει η παλιότερη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Βαλκάνια στα δικά της «παιδιά ενός κατώτερου θεού», που αριθμούν στη χώρα μας περί τις 300.000 και δεν έχουν καν τα μειονοτικά δικαιώματα που έχουν οι Ρομά σε όλες τις άλλες, τις πιο «καθυστερημένες”, βαλκανικές χώρες.

image

Συλλαμβάνουν Ρομά για να τους απελάσουν ως «Πακιστανούς»

Το συμπέρασμα ήταν αμείλικτο: Αν οι Βαλκάνιοι θεωρούνται ως οι «λευκοί μαύροι» της Ευρώπης, τότε οι Ρομά θεωρούνται ως «μαύροι» των Βαλκανίων. Όχι μόνο λόγω του πιο σκούρου χρώματος της επιδερμίδας τους, αλλά κυρίως λόγω του κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού τους, τους εξοστρακισμού τους από τις βαλκανικές κοινωνίες και της στοχοποίησής τους από πλήθος πολιτισμικών και άλλων προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Παρατηρήθηκε μάλιστα τελευταία και το τραγελαφικό φαινόμενο Αρχές χωρών της περιοχής να συλλαμβάνουν Βαλκάνιους Ρομά και να τους προσαγάγουν για… απέλαση διότι, εξ αιτίας του χρώματος της επιδερμίδας τους, τους θεωρούσαν εσφαλμένα «παράνομους μετανάστες» από Πακιστάν και Μπαγκλαντές, άρα μη Ευρωπαίους αλλοδαπούς ή απλά τους θεωρούσαν ανεπιθύμητους και ήθελαν να τους κάνουν «καψόνι» ώστε να φύγουν για αλλού. 

Ζώντας μονίμως στο περιθώριο της κοινωνίας, κατατρεγμένοι, κυνηγημένοι, στιγματισμένοι, πριν καλά – καλά γεννηθούν με το σημάδι της «διαφοράς», οι Ρομά των Βαλκανίων προσπαθούν να επιβιώσουν και ν΄ αντέξουν, μέσα σε μια ζωή που μοιάζει περισσότερο με κυνήγι εξοστρακισμού. Στα Βαλκάνια ο Ρομά είναι αυτός που ενσαρκώνει όλες τις διαστροφές του κόσμου. Παντού στα Βαλκάνια, οι Ρομά είναι οι «Γύφτοι», περιθωριοποιημένοι για τα καλά, δεν συμμετέχουν ισότιμα στο πολιτικό παιχνίδι. Μετατρέπονται σε υποχείρια κατά τις προεκλογικές περιόδους, χρησιμεύουν ως άλλοθι για τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, στιγματίζονται στο βωμό της δημαγωγίας. Ενσαρκώνοντας το ρόλο του «Άλλου», αντιπροσωπεύουν τον «οικείο ξένο», τον καταφρονεμένο…  

Ωστόσο αυτός ο νομαδικός λαός χωρίς γραπτή γλώσσα, που στο πείσμα των αιώνων διατηρεί την παράδοση της περιπλάνησης, συνεχίζει να είναι ένα ζωντανό κομμάτι των Βαλκανίων.

Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων που δίνουν ακόμη περισσότερο χρώμα στο μικρόκοσμο των Βαλκανίων, αποτελώντας αντίδοτο, και μια νότα αισιοδοξίας, σε μια περιοχή δηλητηριασμένη από το εθνικιστικό μίσος.
  
*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος