Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας που εκφράζει της επιφυλάξεις της για την τροπολογία με την οποία δίνεται η δυνατότητα στους εισαγγελείς  οικονομικών εγκλημάτων κατά της διαφθοράς να χρησιμοποιούν μη νόμιμες λίστες φοροφυγάδων ως αποδεικτικά μέσα.

Ads

Σημειώνεται πως χωρίς την τροπολογία, η οποία αμφισβητείται από τους εισαγγελείς, δεν θα μπορούσαν να συνεχιστούν οι έρευνες για τη φοροδιαφυγή εκατομμυρίων ευρώ από πρόσωπα που βρίσκονται στη λίστα Λαγκάρντ.

Σύμφωνα με πληροφορίες αντιδράσεις υπήρξαν ακόμη και μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβούλιου της Ένωσης τα οποία θέτουν ερωτήματα για την ανακοίνωση που εξέδωσε.

Την έκπληξή τους για την ανακοίνωση φέρονται να εκφράζουν και οι εισαγγελείς που ασχολούνται με τις υποθέσεις φοροδιαφυγής, σημειώνοντας πως οι μόνοι που διευκολύνονται είναι οι εμπλεκόμενοι. «Αντιδρούν όσοι θέλουν να μη συνεχιστούν οι έρευνες ή να καλυφθούν οι ευθύνες…», σχολίασε με νόημα στο Βήμα, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.

Ads

Συγκεκριμένα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει ότι με τον εν λόγω νόμο «εισήχθη παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ, ώστε για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων (αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς), εφεξής να επιτρέπεται κατ’ αρχήν η αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο».

Όμως, η Ένωση εκφράζει τις επιφυλάξεις, ιδίως, διότι:

«α) Η τροποποίηση αφορά και πάλι σε βασική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί το έργο της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής αναθεώρησης του ΚΠΔ και παρά το αίτημα που η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος -και άλλοι επιστημονικοί φορείς- έχουν πλειστάκις υποβάλλει, να μην τροποποιούνται τα κείμενα των Κωδίκων με άσχετα νομοθετήματα, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, καθώς οι εφαρμοστές του δικαίου αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις συχνές και ευκαιριακές τροποποιήσεις του νόμου, με συνέπεια να γεννάται σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.

β) Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία “απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)”.

(γ) Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.

(δ) Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών».