Ο δαιμονικός ήχος από το νταούλι, που συντονίζεται επικίνδυνα με το ρυθμό της καρδιάς, σε συνδυασμό με τις ανατριχιαστικές στριγκλιές της λύρας, ηχούν απόκοσμα μες τη μαγιάτικη νύχτα. Στο μικρό κονάκι οι χορευτές λικνίζονται ρυθμικά όλο και πιο έντονα, βουβοί και ιδρωμένοι, με την έκσταση αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους. Στα χέρια τους κρατούν σφιχτά παλιές εικόνες αγίων τις οποίες και ασπάζονται ευλαβικά. Κάποιοι κρατούν σφιχτά στις παλάμες τους μαντήλια, τα «αμανέτια», που τα χρησιμοποιούν για να «κομποδένουν το κακό». Ο χορός τους είναι περιστροφικός και κάπου κάπου εκφέρουν άναρθρα επιφωνήματα, που μοιάζουν με απόηχους προγονικών αλαλαγμών. Είναι οι περίφημοι αναστενάρηδες, που κάνουν προθέρμανση και εμψυχώνονται, προτού βγουν έξω και ορμίσουν χοροπηδώντας πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα…

Ads

Η μεταφορά της πυροβατικής παράδοσης από τη θρακική Στράντζα στα χωριά της Μακεδονίας

Εκτός από φέτος, τον Μάιο της πανδημίας, κάθε χρόνο 21 Μαΐου, την ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, το χωριό Αγία Ελένη, κάπου στη μέση της πεδιάδας του νομού Σερρών, μετατρέπεται σ’ ένα μεγάλο πανηγύρι που προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες. Το πανηγύρι αυτό περιστρέφεται γύρω από το χορό και την τελετουργική πυροβασία των Αναστενάρηδων. 

Οι κάτοικοι της Αγίας Ελένης ήρθαν ως πρόσφυγες κι εγκαταστάθηκαν εδώ στις αρχές της δεκαετίας του 1920 από τη βορειοανατολική Θράκη, τη Στράντζα (περιοχή της Σωζοαγαθουπόλεως κοντά στη Μαύρη Θάλασσα), και συγκεκριμένα από το, βουλγαρικό σήμερα, χωριό Κωστί ή Kosti. Το Κωστί ήταν κάποτε το κεφαλοχώρι της περιοχής με 3.000 ελληνόφωνους κατοίκους, η πλειοψηφία των οποίων αναγκάστηκαν από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες να ξεριζωθούν και να έρθουν στην ελληνική Μακεδονία, που μόλις είχε απελευθερωθεί. Η περιοχή γύρω από το Κωστί (τα χωριά της Σωζόπολης, της Αγαθούπολης αλλά και, πιο νότια, τα χωριά της Βιζύης στην Ανατολική Θράκη) λεγόταν Στράντζα αλλά και «Τυφλή Επαρχία» (Κιόρ Καζά), επειδή περιβάλλεται από ψηλά βουνά που δημιουργούσαν ένα είδος απομόνωσης από τον έξω κόσμο, και γι’ αυτό έγινε δυνατόν να διατηρηθεί το πανάρχαιο έθιμο της πυροβασίας.

Ads

Η παλαιότερη περιγραφή του εθίμου διασώθηκε από τον Α. Χουρμουζιάδη το 1873 σε ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη με τίτλο Περί Αναστεναρίων και Άλλων Τινών Παραδόξων Εθίμων και Παραδόσεων. Σ’ αυτό το φυλλάδιο ο Χουρμουζιάδης περιέγραψε με αρκετές λεπτομέρειες τον εκστατικό χορό των αναστενάρηδών του Κωστί: «Τρέμοντας και αφρίζοντας, αγριεύοντας το βλέμμα τους και καταλαμβανόμενοι από σπασμούς, λιποθυμούν… Οι παρευρισκόμενοι κρατώντας λαμπάδα τους θυμιάζουν, ενώ μετά από λίγο, αναπηδώντας με ορμή, ασπάζονται την εικόνα του αγίου και πηδώντας και χορεύοντας με μανία τρέχουν έξαλλοι στα δάση, μέχρις ότου δια του χορού η έκσταση κατασιγάσει». Σύμφωνα με το έθιμο στη μεγάλη πλατεία του χωριού Κωστί, στο «αλάνι», οι κάτοικοι άναβαν κάθε χρόνο, ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, τη «μεγάλη φωτιά» στα κάρβουνα της οποίας περπατούσαν οι αναστενάρηδες του χωριού, αλλά και των γειτονικών χωριών Προβίδο, Γραμματικό, Βούλγαρι κ.α. μέσα σ’ ένα εκστατικό χορό που θύμιζε αρχαίες πυρολατρικές και διονυσιακές τελετές των Θρακών.

Όταν ξεριζώθηκαν οι κάτοικοι του Κωστί (Κωστιλήδες) διασκορπίστηκαν στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Μελίκη Ημαθίας, στο Λαγκαδά, στην Κερκίνη, στη Μαυρολεύκη Δράμας και στην Αγία Ελένη Σερρών, κουβαλώντας στους μπόγους τους και τις «ιερές εικόνες» προς τιμήν των οποίων γίνεται το πανάρχαιο έθιμο της πυροβασίας (από το Κωστί λέγεται ότι μετέφεραν πέντε εικόνες). Όσοι παρέμειναν στο χωριό Κωστί, αν και εκβουλγαρίστηκαν, συνεχίζουν να τηρούν το έθιμο την ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου. Αυτό παραδέχεται και ο Bούλγαρος λαογράφος Aρναούτοφ, αναφέροντας ότι στο Bούλγαρι (Bulgari), ένα βουλγαρικό χωριό δίπλα στο Kωστί, υπάρχουν ακόμη αναστενάρηδες, όχι τόσο λόγω των επιδράσεων που δέχτηκαν από τους Ρωμιούς της βόρειας Θράκης (Ανατολική Ρωμυλία), αλλά επειδή ήταν κάποτε και οι ίδιοι Ρωμιοί που πέρασαν στη βουλγαρική κουλτούρα. 

image

Η αναβίωση του δρώμενου στην Ελλάδα οφείλεται στον Άγγελο Τανάγρα

Για αρκετά χρόνια οι αναστενάρηδες πρόσφυγες από το Κωστί, στους νέους πλέον τόπους της εγκατάστασής τους, δεν έδιναν δημοσιότητα στο δρώμενο, πιθανότατα επειδή φοβόντουσαν τις αντιδράσεις των νέων σύνοικών τους αλλά και της ορθόδοξης Εκκλησίας, που θεωρούσε την πυροβασία «ειδωλολατρικό έθιμο» και τους ίδιους «αιρετικούς». Το έθιμο τελούνταν λοιπόν κρυφά στο «κονάκι», σ’ ένα δωμάτιο που βρίσκονταν στο σπίτι του αρχιαναστενάρη και ήταν ειδικά διαμορφωμένο. Εκεί φυλάσσονταν η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που οι αναστενάρηδες αποκαλούσαν «παππούδες». 

Πρώτη φορά το έθιμο αναβίωσε δημοσίως το 1940. Η αναβίωση αυτή έλαβε χώρα στη Μαυρολεύκη Δράμας, όπου, με ενέργειες του Άγγελου Τανάγρα, του θρυλικού προέδρου της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκε δημοσίως η πυροβασία, για να γίνει επιστημονικός έλεγχος, ο οποίος και απέδειξε την ακαΐα των Αναστενάρηδων, προκαλώντας μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Τανάγρας, αφού έπεισε τους αναστενάρηδες να τελέσουν την πυροβασία δημοσίως, πήρε άδεια τόσο από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών όσο και από την αστυνομία κι έτσι την 21η Μαΐου του 1940 έγινε η πρώτη δημόσια παρουσίαση του δρώμενου. Οι Αναστενάρηδες πήραν θάρρος κι άρχισαν να τελούν πλέον ανοικτά το πανάρχαιο έθιμό τους. 

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα αναστενάρια αναβιώνουν το 1946 στην Αγία Ελένη και το 1947 επανέρχονται στη Μαυρολεύκη Δράμας. Από τότε το έθιμο τελείται κάθε χρόνο σχεδόν σε όλα τα χωριά που εγκαταστάθηκαν οι Κωστιλήδες, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες, περίεργους αλλά και «άπιστους Θωμάδες». «Για τους πρώην πρόσφυγες Θρακιώτες αναστενάρηδες, το έθιμο αυτό είναι το κύριο μέσο αυτογνωσίας, διαπραγμάτευση της ταυτότητάς τους και της ανασύστασης του ιστορικού παρελθόντος, ενώ για τους νεότερους εκφράζει την πίστη στην παράδοση, στη δύναμη της λατρείας, στη δύναμη του νου, της ψυχής και του σώματος» εξηγεί η λαογράφος Mιράντα Tερζοπούλου που μελετά εδώ και χρόνια το έθιμο συμμετέχοντας και η ίδια σ’ αυτό.

Το χρονικό του τελετουργικού

Η τελετουργία των Αναστεναρίων αρχίζει το απόγευμα της 20ής Μαΐου και ολοκληρώνεται το βράδυ της 23ης Μαΐου, κρατάει δηλαδή σχεδόν τρεις ημέρες. Η τελετουργία ξεκινάει από το κονάκι, όπου φυλάσσονται οι εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, τις οποίες οι αναστενάρηδες αποκαλούν «Χάρες» και «Παππούδες». Οι εικόνες είναι μέσα σε υφασμάτινες θήκες από όπου κρέμονται κουδουνάκια και διάφορα αφιερώματα των πιστών. Στο κονάκι, το οποίο στην Αγία Ελένη βρίσκεται στην άκρη του χωριού, δίπλα στο υδραγωγείο και στην αλάνα (εκεί όπου βάζουν τη «μεγάλη φωτιά»), φυλάσσονται και τα «αμανέτια», δηλαδή τα «ιερά μαντήλια», καθώς και τα αναστενάρικα όργανα, το νταούλι, η λύρα και, σε παλιότερες εποχές, η γκάιντα.

Το απόγευμα της 20ής Μαΐου αρχίζει η συγκέντρωση των αναστενάρηδων, ανδρών και γυναικών, στο κονάκι, για να αρχίσουν οι προετοιμασίες και η Αγρυπνία. Τα μουσικά όργανα αρχίζουν να παίζουν, ενώ ακούγονται και κάποια αναστενάρικα τραγούδια που δημιουργούν μια μυστικιστική ατμόσφαιρα. Ο χορός συνήθως ανοίγει με το παρακάτω τραγούδι του λυράρη: 

«Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο μικροκωσταντίνος
μικρόν τον είχε η μανά του, μικρόν τον ραβωνίζει,
μικρόν τον ήρτε μήνυμα στον πόλεμο να πάει.
Νύκτα σελώνει τα’ άλογο, νύκτα το καλιγώνει,
βάνει ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λύθρες.
Πήδηξε καβαλίκεψε σαν άξιο παλικάρι,
σαν Αϊ Γιώργης πήδηξε, σαν Αϊ Κωνσταντίνος».

Αυτό το τραγούδι είναι στενά συνδεδεμένο με τις Αναστενάρικες τελετές και παίζει κεντρικό ρόλο στη θεραπευτική διαδικασία της τελετουργίας. Ο χορός αρχίζει και οι αναστενάρηδες αυτοσυγκεντρώνονται φλεγόμενοι από την επιθυμία να τους «πιάσει ο άγιος». Υψώνουν τα χέρια τους προς τους «Παππούδες» (ιερές εικόνες) και ξεσπούν σε στεναγμούς κι επιφωνήματα.  Κάποιοι απ’ αυτούς, οι πιο έμπειροι (ή οι πιο εκλεκτοί), ξεκινούν τον εκστατικό χορό κρατώντας τις εικόνες και τα ιερά μαντήλια. Αυτά τα μαντίλια δίνονται ως προσφορές των πιστών προς τον Άγιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο πιστεύουν πως αποκτούν υπερφυσικές ιδιότητες, να θεραπεύονται και να θεραπεύουν. Όταν κάποιος “καταληφθεί από τον Άγιο” για πρώτη φορά, τοποθετείται ένα μαντίλι στον ώμο του ή γύρω από το λαιμό του και θεωρείται “καπαρωμένος” ή ότι “ανήκει” στον Άγιο. Ο μονότονος αλλά συγκλονιστικός χορός τους, υπό τους ήχους του τύμπανου, διαρκεί μέχρι αργά τα μεσάνυκτα. Στη συνέχεια ακολουθεί η Αγρυπνία.

Την άλλη ημέρα, στις 21η Μαΐου, αμέσως μετά το τέλος της εκκλησιαστικής λειτουργίας, γίνεται η τελετή της ζωοθυσίας. Το ανθοστολισμένο ζώο, που είναι συνήθως ένα μπικάδι (νεαρό αρσενικό βόδι, το οποίο αγοράζουν στις 18 Ιανουαρίου), θυσιάζεται δημοσίως. Παλιότερα η θυσία γινόταν στον περίβολο της εκκλησίας και με το αίμα του ζώου οι αναστενάρηδες έραιναν τα θεμέλια της. Σήμερα γίνεται σε άλλο χώρο – για να μην έχει σχέση η εκκλησία μ’ ένα πανάρχαιο πυρολατρικό έθιμο; – που λέγεται «λάκκος των προσφορών». Μια μικρή ποσότητα από το κρέας του θυσιασμένου ζώου μοιράζεται συμβολικά στα σπίτια των αναστενάρηδων, ενώ το υπόλοιπο θα καταναλωθεί στο μεγάλο δείπνο της 21ης Μαΐου.

Την ίδια μέρα οι αναστενάρηδες παίρνουν νερό από το αγίασμα –ένα απαραίτητο στοιχείο του όλου τελετουργικού. Το νερό, ευλογημένο από τον άγιο, θεωρείται σημαντικό λατρευτικό στοιχείο και λειτουργεί συμπληρωματικά καθώς εξισορροπεί τις αρνητικές επιδράσεις της «ιερής φωτιάς» και στο τέλος εξαγνίζει τα «καμένα κακά». 

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο χορός των αναστενάρηδων επαναλαμβάνεται μέσα στο κονάκι, όπου τα όργανα παίζουν συνεχώς, όλο και πιο έντονα. Ο αρχιαναστενάρης πρωτοστατεί στην τελετή. Οι αναστανέρηδες χορεύουν ακατάπαυστα, ιδρωμένοι και εκστασιασμένοι, κρατώντας τις εικόνες. Κτυπούν τα πόδια τους ρυθμικά, άλλοτε ανάλαφρα, άλλοτε πιο βαριά, υψώνοντας τα χέρια τους, τα οποία σταυρώνουν πάνω από το κεφάλι τους, τα φέρνουν πλάγια και σκύβουν γυρτά προς το ένα μέρος. Θέλουν να τους «πιάσει ο άγιος» για να εξασφαλίσουν την ακαΐα. Λένε ότι «η εικόνα εγκαλεί τον καθαρό άνθρωπο», με την έννοια όποιος αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να χορέψει άφοβα και αφοσιωμένα μαζί με τις «Χάρες», αυτός είναι έτοιμος να πυροβατήσει. Κάποια στιγμή ο χορός σταματά, οι αναστενάρηδες σταυροκοπιούνται, κάνουν μετάνοιες και αποσύρονται βουβοί σε μια γωνιά.

Η μεγάλη πυρά

Στο μεταξύ έξω στην «αλάνα» προετοιμάζεται η μεγάλη φωτιά. Τα ξύλα από βελανιδιά είναι στημένα όρθια, σε σχήμα κώνου στο μέσο της «αλάνας». Μόλις σουρουπώσει οι αναστενάρηδες ανάβουν τη φωτιά. Μετά από λίγη ώρα, καθώς πέφτει το σκοτάδι, η φωτιά κατατρώγει τους κορμούς και τους μετατρέπει σε ανθρακιά (ζάρα), την οποία και απλώνουν κυκλικά.  Σε λίγο η ένταση της μουσικής αυξάνει και οι αναστενάρηδες βγαίνουν από το κονάκι κατευθυνόμενοι στην «αλάνα». Αφημένοι στο «κάλεσμα του άγιου» και νιώθοντας προστατευμένοι, προχωρούν χορεύοντας και τα γυμνά τους πέλματα πατούν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα. Πρώτος μπαίνει στη φωτιά αυτός που κρατά την ιεραρχικά ανώτερη εικόνα. Ο αρχιαναστενάρης του παραδίδει την εικόνα, κηρύσσοντας έτσι την έναρξη της πυροβασίας.

Το πρώτο πέρασμα δημιουργεί στα κάρβουνα ένα σταυρόμορφο «αυλάκι». Τα περάσματα πάνω στα κάρβουνα συνεχίζονται μέχρι να γίνουν στάχτη. Κάποιοι αναστενάρηδες προχωρούν με ταχύ βήμα πάνω στα κάρβουνα, ενώ κάποιοι άλλοι με το… πάσο τους. Το συνεχές ποδοπάτημα των αναστενάρηδων μετατρέπει την ανθρακιά σε στάχτη που, σύμφωνα με την παράδοση, διώχνει τις αρρώστιες, τις κακές σοδειές και τους «κακούς δαίμονες». Όταν τελειώσουν την πυροβασία τους, οι αναστενάρηδες γυρίζουν στο κονάκι, όπου συνεχίζουν για λίγο ακόμη το χορό τους. Στη συνέχεια ακολουθεί το ιεροτελεστικό κοινό δείπνο με το κρέας από το πρωινό κουρμπάνι. Αφού τελειώσουν το δείπνο τους οι αναστενάρηδες θυμιατίζουν το χώρο και πλένουν τα χέρια τους ως μια πράξη τελικού εξαγνισμού. Η αποστολή τους εξετελέσθη: η «ιερή φωτιά» έκαψε τα κακά και το νερό τα ξέπλυνε και τα έδιωξε μακριά…

Αφού οι αναστενάρηδες αποχωρήσουν από την «αλάνα» και αποσυρθούν στο κονάκι, ο κόσμος που παρακολουθεί την πυροβασία πλησιάζει γεμάτος δυσπιστία την ανθρακιά. Κάποιοι πλησιάζουν τα χέρια τους στα κάρβουνα για να δουν πόσο καίνε και συνήθως τα αποτραβούν αμέσως γιατί η πύρα είναι ακόμη έντονη. Άλλοι, πιο τολμηροί, επιχειρούν τη δική τους «πυροβασία» η οποία είναι για γέλια, καθώς τρέχουν με τις πατούσες τους να φλέγονται από την υψηλή θερμοκρασία. Ορισμένοι πάντως τα καταφέρνουν και περνούν αξιοπρεπώς πάνω από την ποδοπατημένη ανθρακιά που όμως έχει γίνει πλέον στάχτη.

Το τελετουργικό ολοκληρώνεται την 23η Μαΐου όταν μια ομάδα αναστενάρηδων, κρατώντας τις ιερές εικόνες, πηγαίνει στα σπίτια των υπόλοιπων αναστενάρηδων και οι σπιτονοικοκύρηδες τους κερνούν με «μπιμπιά», δηλαδή στραγάλια, σταφίδες, κρασί και τσίπουρο. Στο τέλος οι αναστενάρηδες μαζεύονται όλοι τους στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, κάθονται στο στρωσίδι και τρώνε τους καρπούς της γης σε μια «ιερή συνεστίαση». Τέλος το όλο τελετουργικό τελειώνει με μια τελευταία αποχαιρετιστήρια πυροβασία το βράδυ της 23ης Μαΐου… 

Ο Αρχιαναστενάρης 

Ο αρχιαναστενάρης ή «νταής» είναι το σημαντικότερο πρόσωπο του τελετουργικού των αναστενάριων. Αν και οι αναστενάρηδες έχουν ως ανώτατο αρχηγό τους το «αναστενάρικο εικόνισμα του Αγίου», το οποίο τους προστατεύει, ως ανώτατο «ιερουργό» έχουν τον αρχιαναστενάρη, ένα πρόσωπο που περιβάλλεται από μεγάλο σεβασμό, και θεωρείται προικισμένο με τις ιδιότητες του θεραπευτή, του εξορκιστή, αλλά και του εξομολόγου και του μάντη.

Σύμφωνα με τον Α. Χουρμουζιάδη ο αρχιαναστενάρης εκλέγονταν «εκ διαδοχής του εκάστοτε πρεσβύτερου ή ικανότερου». Ο ρόλος του είναι πρωταγωνιστικός και ενωτικός. Αυτός έχει το γενικό πρόσταγμα και το συντονισμό του τελετουργικού. Αυτός ορίζει την έναρξη και τη λήξη του. 

Οι αρχιαναστενάρηδες είναι συνήθως άνδρες, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Για παράδειγμα στο χωριό Μαυρολεύκη Δράμας μια γυναίκα, η Παναγιώτα Λιλοπούλου, είναι η σημερινή αρχιαναστενάρισσα. 

Λέγεται πως οι αναστενάρηδες ήταν οργανωμένοι παλαιότερα σε «αδελφάτο», που το διοικούσαν δώδεκα «ιερουργοί», η λεγόμενη δωδεκάδα,  με ιεραρχικά ανώτερο τον αρχιαναστενάρη. Αυτοί εκκλησιάζονται μόνο την ημέρα των Φώτων και του Αγίου Κωνσταντίνου, και έχουν τα δικά τους «αγιάσματα» στο δάσος (κάτι αντίστοιχο με τα αρχαία Ιερά Άλση).

image

Η Εκκλησία κατακεραυνώνει τα Αναστενάρια

Σύμφωνα με τον γνωστό ανθρωπολόγο Loring Danforth: “Αν και τα Αναστενάρια έχουν απορριφθεί από τους εκπροσώπους της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σαν ιερόσυλη επιβίωση προχριστιανικών ειδωλολατρικών τελετουργιών, ωστόσο υφίστανται μέσα στο θρησκευτικό και κοσμολογικό πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, στον Ορθόδοξο συμβολισμό, τις δοξασίες και την τελετουργική πρακτική”. Πέρασε η εποχή που η εκκλησία θεωρούσε απλά τους αναστενάρηδες μύστες μιας περίεργης «οργιαστικής λατρείας». Αυτό δε σημαίνει όμως πως τους βλέπει και με καλό μάτι. Οι δογματικοί ορθόδοξοι ιεράρχες δεν κρύβουν μάλιστα ότι θεωρούν τα αναστενάρια «αιρετικά»  αλλά καταδικαστική απόφαση από την επίσημη εκκλησία δεν υπάρχει. Οι τοπικοί ιεράρχες όμως πολεμούν αυτή την πανάρχαια θρακική παράδοση. Όχι σπάνια στέλνουν ιεροκήρυκες πριν από την έναρξη της τελετουργίας για να κατακεραυνώσουν τους αναστενάρηδες και να τρομοκρατήσουν τους επισκέπτες. Παλιότερα οι ιερείς «κατάσχεσαν» τις ιερές κωδωνοφόρες εικόνες, αλλά οι αναστενάρηδες κατάφεραν και τις πήραν πίσω.
Παλιότερα οι αναστενάρηδες του Λαγκαδά, κινδύνευσαν να στερηθούν το χώρο τους για την τέλεση του εθίμου και προσπαθούν, υπό τη σκέπη της Θρακικής Λαογραφικής Εστίας της Επαρχίας Λαγκαδά, να συγκεντρώσουν χρήματα για να αγοράσουν γη, όπου θα συνεχίσουν να τελούν το πανάρχαιο έθιμό τους.

Από που προέρχονται τα Αναστενάρια;

Το γεγονός ότι η ορθόδοξη Εκκλησία δυσανασχετεί με την τέλεση του εθίμου των Αναστεναρίων αποτελεί σαφή ένδειξη της προχριστιανικής του καταγωγής. Προφανώς η καταγωγή αυτού του παράξενου εθίμου είναι παγανιστική και ανάγεται σε εποχές πολύ πριν την έλευση του χριστιανισμού. Με μια πρώτη ανάγνωση τα αναστενάρια αποτελούν συνονθύλευμα αρχαίων θρακικών, ελληνικών, διονυσιακών, ορφικών, αιρετικών (παυλικιανικών και βογομιλικών) και χριστιανικών στοιχείων. Η πυροβασία, βασικό στοιχείο του τελετουργικού, είναι ένα πανάρχαιο τυπικό κάθαρσης, θεραπείας και ιερουργίας, στενά συνδεδεμένη με τα μυστήρια και τη λατρεία του θεϊκού (Προμηθεϊκού) πυρός. Βέβαια η πυροβασία είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και συναντάται, εκτός από την Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στην Ινδία, στην Ινδονησία, ακόμη και στα νησιά Φίτζι, αντιπροσωπεύοντας παντού την προσπάθεια της επιβολής και κυριαρχίας του νου πάνω στην ύλη. 

Η μακραίωνη επιβίωση του εθίμου στο γεωγραφικό χώρο της βορειοανατολικής Θράκης δημιουργεί αυτόματους συνειρμούς για τη σχέση του με τα αρχαία θρακικά και διονυσιακά μυστήρια. Ως γνωστόν οι «βάρβαροι» Θράκες, που ήταν πολυάριθμοι και καταλάμβαναν όλο το χώρο της κεντρικής και βόρειας Βαλκανικής, λάτρευαν το θεό Διόνυσο πολύ πριν τους Έλληνες και εξήγαγαν τη λατρεία του στον ελληνικό κόσμο μαζί με την καλλιέργεια της αμπέλου. Η λατρεία του Διόνυσου από τους αρχαίους Θράκες συνοδεύονταν με οργιαστικές τελετές που περιελάμβαναν ταυροθυσίες, άκρατες οινοποσίες, έντονη μουσική και εκστατικούς χορούς. Οι συμμετέχοντες ενθουσιάζονταν και ορισμένοι μύστες εκτελούσαν και πυροβασία, ίσως και προς τιμήν της θεάς Άρτεμις. Από μια άποψη λοιπόν η πυροβασία και το τελετουργικό των Αναστεναρίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια επιβίωση των αρχαίων θρακικών διονυσιακών μυστηρίων.

Παρά τις εξωτερικές ομοιότητες των Αναστεναρίων με τις οργιαστικές τελετές προς τιμήν του θεού Διόνυσου, περισσότερες πιθανότητες έχει η προέλευση τους να ανάγεται στις (πυρολατρικές) κοινότητες των Παυλικιανών, που μετοίκησαν βίαια στη Θράκη από τη Μικρά Ασία οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου από τον 7ο ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Οι Παυλικιανοί ήταν αιρετικοί χριστιανοί της ανατολικής Μικρά Ασίας, επηρεασμένοι από τον δυϊσμό (Μανιχαϊσμό), τον Ζωροαστρισμό και το Γνωστικισμό, που εξεγέρθηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης. Για να εκριζώσουν το ενοχλητικό κίνημα τους οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες τους μετέφεραν κατά χιλιάδες στο χώρο της Θράκης για να τους χρησιμοποιήσουν ως «ανθρώπινη ασπίδα» κατά των Βουλγάρων, άσχετα αν αιώνες αργότερα συγχωνεύτηκαν μ’ αυτούς. Είναι γνωστό πως οι Παυλικιανοί είχαν εισαγάγει από τον περσικό Ζωροαστρισμό την πυρολατρία και το έθιμο της πυροβασίας. Κατά τη μετοίκηση τους στη Θράκη φαίνεται πως συνάντησαν ανάλογες πρακτικές (προερχόμενες από τη λατρεία του Διόνυσου), τις οποίες και διατήρησαν. 

Εκτός από τους Παυλικιανούς και οι Βογόμιλοι της Θράκης πιθανότατα συνδέονται με αυτό το έθιμο. Η συνήθεια των αναστενάρηδων πριν από την πυροβασία να ευλογούνται και να εξομολογούνται από τον αρχιαναστενάρη και όχι από τον ορθόδοξο παπά, θυμίζει τη σχέση στους Βογόμιλους μεταξύ των «πιστών» ή «ακροατών» με τους «Τέλειους» (οι ιεροκήρυκές τους). Οι Βογόμιλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους «καθαρούς» Χριστιανούς και πραγματικούς πιστούς και η πυροβασία τους έδινε την αίσθηση αυτής της καθαρότητας, της κάθαρσης και της λύτρωσης από τον «μιαρό κόσμο» της Ύλης.  Εξάλλου, αποτελεί κοινό μυστικό, πως οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου (αλλά και οι βασιλιάδες της ορθόδοξης Βουλγαρίας και Σερβίας) με την παρότρυνση του εκκλησιαστικού ιερατείου, άναψαν πολλές «εξαγνιστικές» πυρές για να εξολοθρεύσουν τις μεσαιωνικές κοινότητες των Βογόμιλων. (Περισσότερα για τη σχέση Αναστενάρηδων με τους “αιρετικούς”  του Μεσαίωνα υπάρχουν στο βιβλίο μου Οι Πρόδρομοι των Βογόμιλων: Στη Σκιά του Άλλου Θεού, εκδ. Πύρινος Κόσμος). 

Όσοι Παυλικιανοί και Βογόμιλοι της Θράκης δεν εξολοθρεύτηκαν πέρασαν στο χριστιανισμό, διατηρώντας ωστόσο αρκετά από τα πανάρχαια έθιμά τους. Αν και η αίρεση τους ήταν ανεικονική (δεν λάτρευε τις εικόνες), το πέρασμα τους στην ορθοδοξία χαρακτηρίστηκε από την εικονολατρία σε συνδυασμό με την πυρολατρία. Το έθιμο συνδυάστηκε και με την εορτή του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που έκαναν το χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, ίσως ως ανάμνηση του εκχριστιανισμού τους. Βέβαια, σύμφωνα με την προφορική παράδοση των ίδιων των Αναστενάρηδων, το έθιμο συνδέεται με την ανάσυρση των άγιων εικόνων μέσα από καμένες εκκλησίες, που ανάγκαζε τους πιστούς να πυροβατούν, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… 

Που οφείλεται η ακαϊα των αναστενάρηδων;

Αν και οι ίδιοι οι αναστενάρηδες αποδίδουν το φαινόμενο της ακαΐας τους στην υπερφυσική προστασία του Αγίου Κωνσταντίνου (λένε ότι «τους πιάνει ο άγιος»), που τους δίνει δύναμη να πυροβατούν χωρίς να καίγονται, εντούτοις έχουν προταθεί πολλές εξηγήσεις που προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτό το παράξενο φαινόμενο. Κάποιες εξηγήσεις είναι καθαρά μεταφυσικές, ενώ κάποιες άλλες καθαρά επιστημονικές. Εκτός από «θαύμα» –αν και τα θαύματα είναι πολύ συχνά εξηγήσιμα– μια μεταφυσική εξήγηση χρησιμοποιεί την ανακάλυψη της ανθρώπινης αύρας (από τον Σ. Κίρλιαν) για να ερμηνεύσει την ακαΐα των Αναστενάρηδων. Σύμφωνα μ’ αυτή το σώμα των πιστών Αναστενάρηδων προστατεύεται από ένα πλέγμα «αιθερικών δυνάμεων», από ένα δίχτυ ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, που δημιουργείται από την έκσταση η οποία και ελέγχει τους ενδοκρινείς αδένες και τις ορμόνες που προκαλούν πόνο, φόβο κ.α. Επίσης, επειδή η πυροβασία συνδέεται με την άσκηση, την αυτοσυγκέντρωση και γενικότερα με την κυριαρχία του Νου πάνω στην Ύλη, είναι προφανές πως έχει σημασία η έκσταση και η μεγάλη θρησκευτική πίστη των πυροβατών, που δημιουργούν έτσι ένα «προστατευτικό πλέγμα» γύρω τους, ίσως και μια ελάττωση της πίεσης του πέλματος πάνω στην ανθρακιά, που μοιάζει κάπως με «μετεωρισμό».

Από επιστημονικής άποψης έχει παρατηρηθεί πως σε καταστάσεις ομαδικής έκστασης, όπως τα αναστενάρια, παρατηρείται πρόσκαιρη λειτουργική αναλγησία, δηλαδή ελάττωση, ακόμη και απώλεια της αίσθησης του πόνου. Επίσης έχει παρατηρηθεί πως είναι αδύνατη η πυροστασία, δηλαδή η ακινησία μέσα στη φωτιά, και πως οι αναστενάρηδες, που έχουν σκληρά πέλματα λόγω της επίπονης άσκησης, εισέρχονται και εξέρχονται γρήγορα μέσα από την ανθρακιά. Αυτές οι παρατηρήσεις αποτέλεσαν για πολλούς επιστήμονες κίνητρο για να, απορρίψουν τις μεταφυσικές εξηγήσεις, και να ερευνήσουν το φαινόμενο βιολογικά και ψυχολογικά.

Τι λένε οι επιστήμονες;

Μια επιστημονική εξήγηση των Αναστεναρίων, που προέρχεται από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, υποστηρίζει ότι τα κάρβουνα, που χρησιμοποιούνται για την πυροβασία, μπορεί να έχουν μεγάλη θερμότητα αλλά είναι κακοί αγωγοί της θερμότητας. Παρομοιάζουν το φαινόμενο αυτό με εκείνο ενός γλυκού που ψήνεται στο φούρνο: Παρά τη μεγάλη θερμοκρασία του ταψιού και του αέρα, ο ψήστης μπορεί να ακουμπήσει το γυμνό του χέρι μόνο στο γλύκισμα για να δει αν έχει ψηθεί, αλλά δεν μπορεί να ακουμπήσει το ταψί για χρόνο μεγαλύτερο του ενός δευτερολέπτου χωρίς να καεί…

Μάλιστα ο Daniel Mannich αναφέρει την περίπτωση του Julian Sabert,  που εισερχόμενος σε θερμαινόμενο φούρνο γυμνός, κρατώντας ένα κομμάτι ωμού κρέατος, δεν πάθαινε ο ίδιος τίποτε, εξαιτίας της άφθονης εφίδρωσής του, ενώ το κρέας ψηνόταν…

Στις 6.8.1988, στο περιοδικό British Medical Journal, δημοσιεύτηκε το πόρισμα μιας έρευνας σχετικά με τους αναστενάρηδες και την πυροβασία, που διεξήγαγαν  ο Δρ. Ιωάννης Χατζημηνάς, καθηγητής της Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Σκοτσέζος συνάδελφός του Δρ. John Forrester. Οι δύο καθηγητές το 1975 είχαν πάει μαζί στον Λαγκαδά για να μελετήσουν, από ιατρικής και επιστημονικής πλευράς, το θέμα της πυροβασίας. Η επιστημονική ερμηνεία που δώσανε στο παράξενο φαινόμενο αυτό είναι συνοπτικά η εξής: Τα πόδια των αναστενάρηδων εμφανίζονται «παγωμένα» από την έκσταση και την υπερένταση στην οποία αυτοϋποβάλλονται οι πυροβάτες κατά την προετοιμασία της πυροβασίας. Αυτή η υπερένταση προκαλεί αναστολή της αγγειοσυστολής των άκρων, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της αιμάτωσής τους. Έτσι, το «πάγωμα» των ποδιών προστατεύει τον πυροβάτη από την πρόκληση εγκαυμάτων. Μάλιστα ο Δρ. John Forrester ανέφερε πως το «πάγωμα» των ποδιών παρατηρείται και σε ασθενείς που πρόκειται να χειρουργηθούν λόγω της υπερέντασης που αισθάνονται περιμένοντας να χειρουργηθούν.

Τέλος ο ανθρωπολόγος Loring Danford (1979) έχει δώσει μια εύστοχη «εθνοψυχιατρική» περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι Αναστενάρηδες «ερμηνεύουν τη διαταραγμένη αίσθηση του εαυτού σε συνάρτηση με την κοινωνική και θρησκευτική εμπειρία» (Michel Herzfeld, Η Ανθρωπολογία Μέσα από τον Καθρέπτη). Ως σύστημα τελετουργικής ψυχοθεραπείας τα Αναστενάρια ασχολούνται με τη διάγνωση και τη θεραπεία ενός ευρύτατου φάσματος ασθενειών. Όταν γίνει μια τέτοια ‘διάγνωση” λέγεται ότι το συγκεκριμένο άτομο “υποφέρει από τον Άγιο”.

Πέρα από μεταφυσικές και επιστημονικές εξηγήσεις είναι γεγονός πως τα Αναστενάρια, αν και “εισαγόμενα” από τους πρόσφυγες της βορειανατολικής Θράκης (Στράντζα Βουλγαρίας), είναι ένα από τα πιο παράξενα και εντυπωσιακότερα έθιμα, που συνεχίζουν να επιβιώνουν στον ελλαδικό χώρο. Ένα έθιμο που κουβαλά μια πανάρχαια ιστορία, ποικίλες θρησκευτικές και πολιτιστικές ρίζες, κι ένα μυστήριο που συνεχίζει να ασκεί γοητεία. Η διατήρηση του αποτελεί μια ζωντανή γέφυρα προς ένα αρχέγονο παρελθόν, που έχει ακόμη πολλά να μας διδάξει.

Φωτογραφίες: Σ. Μ.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.