Στην μετατροπή της χώρας σε ένα μεγάλο «οικόπεδο» κερδοσκοπικής ασυδοσίας, σε μια «ανάπτυξη» δίχως κανόνες και με μόνο γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «επενδυτών» και όχι της κοινωνίας, παραπέμπει το «αναπτυξιακό» σχέδιο της κυβέρνησης και στο περιβαλλοντικό κομμάτι του, το οποίο υπερψηφίστηκε την Πέμπτη το βράδυ στη Βουλή.

Ads

Στην ουσία, δεν πρόκειται καν για μια συγκροτημένη νομοθετική πρόταση, αλλά για ένα συνονθύλευμα διατάξεων που ικανοποιεί ιδιωτικοοικονομικά αιτήματα χρόνων, τα οποία σωρεύτηκαν αφού η προηγούμενη κυβέρνηση δεν ενέδωσε στις πιέσεις για την ικανοποίηση τους.

Υπονομεύει τους πάγιους περιβαλλοντικούς κανόνες μέσα από  δημιουργία διαφορετικών προϋποθέσεων και εξαιρέσεων, με στόχο να παρακαμφθούν αυτά που η κυβέρνηση θεωρεί «εμπόδια» στην αδειοδότηση, ενώ στην ουσία είναι διαδικασίες που προστατεύουν το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες από την αγοραία επέλαση.

«Χτίστε όπου θέλετε, ό,τι θέλετε»

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των οχλήσεων. Οι οχλήσεις είναι ένα εργαλείο του κράτους για τη χωροθέτηση βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Δεν συνιστούν διαδικασία αδειοδότησης. Απλώς εξαιρούν περιοχές από βιομηχανική χρήση. Είναι ένας στοιχειώδης οριζόντιος κανόνας σχεδιασμού και απαγόρευσης κάποιων παραγωγικών χρήσεων σε κάποιες περιοχές των οποίων κρίνεται σκοπιμότερη η τουριστική ή πολιτιστική ανάπτυξή τους. Στην ουσία, υποκαθιστά την διαχρονική έλλειψη κεντρικού χωροταξικού – παραγωγικού σχεδιασμού του ελληνικού κράτους και λειτουργεί ως μια «ασπίδα» στην αγοραία αδηφαγία μέχρι να γίνει πραγματικότητα αυτός ο σχεδιασμός.

Ads

Η κατάργηση αυτού του εργαλείου ήταν μία από τις βασικές απαιτήσεις του ΣΕΒ και ο νέος νόμος πλέον την ικανοποιεί με έναν «ευφάνταστο» τρόπο: Εξομοιώνοντας τις κατηγορίες της όχλησης (υψηλή, μέση, χαμηλή) με τις κατηγορίες της περιβαλλοντικής κατάταξης στην περιβαλλοντική αδειοδότηση. Για παράδειγμα,  μπορεί ένα ξενοδοχείο και μία μεταποιητική βιομηχανία να μην έχουν σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά καταργώντας το εργαλείο της όχλησης – ουσιαστικά της αποφυγής γειτνίασης χρήσεων που ενοχλούν  η μία την άλλη – θα μπορούν τελικά η μία να εγκατασταθεί δίπλα στην άλλη, ακυρώνοντας την λειτουργία και των δύο και υπονομεύοντας, τελικά, το περιβάλλον της περιοχής εξίσου. Ουσιαστικά, δηλαδή, καταργώντας το εργαλείο των οχλήσεων, η κυβέρνηση λέει στους επενδυτές «κάντε ό,τι θέλετε, όπου θέλετε». Δεν απαγορεύεται τίποτα πουθενά και καταργείται ακόμη και αυτή η στοιχειώδης έννοια του σχεδιασμού.

Μάλιστα, σε συνδυασμό με το Άρθρο 11, ανοίγει το δρόμο για την εγκατάσταση μονάδων μέσης όχλησης στην Αττική, που απαγορεύονται μέχρι σήμερα με πρόσφατες νομοθεσίες (2001 και 2005), διότι η Αττική είναι ήδη μια ιδιαίτερα επιβαρυμένη, περιβαλλοντικά, περιοχή. Το νομοσχέδιο έρχεται να ανατρέψει αυτό το καθεστώς, επιτρέποντας εγκαταστάσεις μέσης όχλησης στην Αττική.

Υπουργικές… αδειοδοτήσεις

Αφού ξεμπερδεύει με τον σχεδιασμό – καταργώντας τον – ο νόμος προχωρά στην αλλαγή των κανόνων περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση βασίζεται σε ευρωπαϊκές οδηγίες που αφορούν στη στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δηλαδή πρόκειται για ένα σχέδιο γενικής προσέγγισης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην αδειοδότηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και στην προστασία οικοτόπων και ειδών μέσω του δικτύου NATURA.

Οι οδηγίες αυτές επιβάλλουν κάποιους στοιχειώδεις κανόνες. Για παράδειγμα, η προστασία ειδών και οικοτόπων είναι οδηγία που καταλήγει σε υποχρέωση αποτελέσματος. Δηλαδή το κράτος πρέπει να προστατεύσει αυτά που έχει δηλώσει ότι είναι προστατευόμενα είδη ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

Η περιβαλλοντική  αδειοδότηση είναι οδηγία που επιβάλλει συγκεκριμένη διαδικασία, όχι αναγκαστικά απαγόρευση. Επιβάλλει την ακολουθία των διαδικασιών, δίνει βήμα στον πολίτη μέσω της δημόσιας διαβούλευσης να εκφέρει γνώμη σε ένα σχεδιαζόμενο έργο, καταγράφει και εκτιμά  τις δυσμενείς επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν, ώστε να βρεθούν τρόποι να πληρούνται οι όροι ώστε η επένδυση να είναι στοιχειωδώς έστω περιβαλλοντικά ανεκτή. Εκτός φυσικά αν πρόκειται για έργο καταφανώς καταστροφικό όσα μέτρα και αν ληφθούν.

Τώρα, ο νόμος μειώνει  τους χρόνους της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης, κυρίως στο κομμάτι της δημόσιας διαβούλευσης που αφορά στις λεγόμενες στρατηγικές  επενδύσεις. Αλλά δεν μένει εκεί: Μειώνει κατά πολύ τα κριτήρια για να θεωρηθεί μια επένδυση ως στρατηγική, αυξάνοντας τα περιβαλλοντικά ρίσκα,, αλλά και υπονομεύοντας και τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει μια στρατηγική  επένδυση, όπως ο αυξημένος συντελεστής δόμησης, οι γρήγορες διαδικασίες, φορολογικά και οικονομικά κίνητρα, που ισχύουν και σήμερα, αλλά με πιο ψηλό «κατώφλι». Αυτό το «κατώφλι» μέχρι σήμερα ήταν τα 200 εεκ. ευρώ για να θεωρηθεί μια επένδυση στρατηγική, με ανάλογες προβλέψεις θέσεων εργασίες κλπ. Τώρα το οικονομικό κομμάτι κατακρημνίζεται στα 50 εκ. συμπαρασύροντας προς τα κάτω και τα άλλα ανταποδοτικά, προς το κράτος και την κοινωνία, κριτήρια.

Επίσης, «βαφτίζει» στρατηγικές επενδύσεις αδιακρίτως  όλες τις ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα).

Αυτή η σωρηδόν «βάφτιση» σχεδόν των πάντων σε «στρατηγικούς επενδυτές» υπονομεύει τελικά και τα ίδια τα πλεονεκτήματα μιας στρατηγικής επένδυσης. Για παράδειγμα, η βασική παροχή που ήταν η ταχύτητα αδειοδότησης, θα αμφισβητηθεί σοβαρά, αφού ο αρμόδιος κρατικός μηχανισμός – με πάγια προβλήματα υποστελέχωσης – θα πρέπει να διεκπεραιώσεις υπεροπολλαπλάσιους φακέλους «στρατηγικών» επενδύσεων.

Πώς «λύνεται» αυτό το πρόβλημα στον νόμο; Φυσικά όχι με προβλέψεις στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού, αλλά με τον χειρότερο τρόπο: Προβλέπει, ότι αν οι υπηρεσίες δεν κινηθούν εγκαίρως, εντός των προθεσμιών, τότε θα αδειοδοτεί απευθείας… ο ίδιος ο υπουργός.

Αυτή η πρόβλεψη προϋπήρχε από το 2013. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την τροποποίησε, εξαιρώντας ρητά το κομμάτι της περιβαλλοντικής αδειοδότηση και ό,τι αυτό συμπαρασύρει (δασικά, πολιτιστικά κλπ), ώστε να αποφευχθεί ακριβώς η δυνατότητα να αποφασίζει ένας άνθρωπος για τόσο σοβαρά ζητήματα. Τώρα διαγράφεται η εξαίρεση και ο υπουργός μπορεί  να αδειοδοτεί τα πάντα όλα.

Σα  να μην έφταναν τα  παραπάνω, δίνει τη δυνατότητα  αξιολόγησης Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων σε ιδιώτες και εταιρείες. Εκχωρεί, δηλαδή, πλήρως στον ιδιωτικό τομέα, δικαιώματα και υποχρεώσεις του κράτους, απεμπολώντας από το δημόσιο την υποχρέωση να ελέγχει και να αδειοδοτεί διασφαλίζοντας το συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμη  χειρότερα:  Ανοίγει το παράθυρο σε εταιρείες που εκπονούν τις ΜΠΕ να στήσουν και παράρτημα που θα αξιολογεί τις  ΜΠΕ που εκπόνησαν οι ίδιες!