Ανάμεσα σε δύο κουλτούρες ισορροπούν «τα παιδιά των δρόμων», σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης και η Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Ψ-πόλις» (Ινστιτούτο Ψυχολογικής, Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανάπτυξης).

Ads

Στην έρευνα συμμετείχαν 34 παιδιά ηλικίας τεσσάρων έως δέκα ετών και 26 έφηβοι ηλικίας 11 έως 15 ετών. Τα παιδιά χρησιμοποίησαν ως μέσο εξωτερίκευσης των συναισθημάτων τους το θεατρικό παιχνίδι, αποκαλύπτοντας παράλληλα πτυχές της καθημερινής τους ζωής.

«Το θεατρικό παιχνίδι δίνει στα ίδια τα παιδιά τη δυνατότητα να εκφράσουν μόνα τους τις ανάγκες, τις απόψεις, τα συναισθήματα και τις προσδοκίες τους γύρω από τη φύση της εργασίας τους», δήλωσε στον «Ελεύθερο Τύπο», η επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος, Βασιλική Τσούρτου, λέκτορας Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Σύμφωνα με την έρευνα, τα παιδιά αποτιμούν θετικά την εργασία, ως προσφορά στην οικογένεια, χωρίς να θεωρούν ότι κάποιος τους εκμεταλλεύεται. Όπως τονίζει η ερευνήτρια Βασιλική Τσουρτου, «το φαινόμενο της παιδικής εργασίας έχει πάρει ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια, λόγω της παράνομης μετανάστευσης από χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και Αφρικής». Μέσα από την έρευνα προκύπτει ότι η πλειονότητα «των παιδιών των δρόμων» είναι Ρομά και ένα μικρότερο ποσοστό είναι από γονείς μετανάστες η πρόσφυγες.

Ads

«Είναι παιδιά, που ενώ επιθυμούν να πηγαίνουν σχολείο, ταυτόχρονα πρέπει να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα. Είναι παιδιά, που περιπλανώνται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κουλτούρες», τονίζει η κ. Τσούρτου, μιλώντας στην «Καθημερινή».

Εξηγώντας τον τρόπο εργασίας των παιδιών, η Χριστίνα Χατζηνικολάου, βασική ερευνήτρια στο πρόγραμμα, θεατρολόγος και μέλος της ΜΚΟ «Ψ-πόλις, διευκρινίζει ότι «τα παιδιά που εργάζονται στις περιοχές Μοναστηράκι-Θησείο και περίχωρα κατεβαίνουν στους δρόμους με τις μαμάδες τους ή τις θείες τους, ποτέ όμως με τους πατεράδες, καθώς αυτοί είναι όπως λένε στο καφενείο, στη δουλειά ή στη φυλακή» και προσθέτει ότι «οι μαμάδες κάθονται με τα παιδιά έως πέντε ετών, ενώ τα παιδιά που δουλεύουν έχουν συγκεκριμένο ωράριο και σαν στόχο έχουν ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Κάποιες περιπτώσεις μας εξέφρασαν το φόβο ότι θα τα μαλώσει η μητέρα τους που δεν έβγαλαν πολλά χρήματα».

Ο 12χρονος Λορέντζο τονίζει: «Δεν καταλαβαίνετε άλλο εμείς και άλλο εσείς! Εμείς για τίποτα δεν μπορούμε να αφήσουμε τους δικούς μας που μας χρειάζονται». «H έρευνά μας ανέδειξε κυρίως το θέμα της διπλής -συχνά αντιφατικής- ταυτότητας των παιδιών που εργάζονται στον δρόμο», δηλώνει η κ. Τσούρτου.

Μέσα από το θεατρικό παιχνίδι, αποκαλύφτηκαν ορισμένες λεπτομέρειες για τις σχέσεις γονέων και παιδιών αλλά και οι συμπεριφορές τρίτων προς τα παιδιά. Για παράδειγμα, όταν ζητήθηκε από ένα παιδί να παίξει μία οικογενειακή σκηνή στο κουκλοθέατρο, τότε παρουσίασε ένα διάλογο του με την μητέρα του, στην οποία παραπονιόταν, λέγοντας, «Βαριέμαι να διαβάσω για το σχολείο» και εκείνη του απαντούσε «Δεν με νοιάζει αν το κάνεις ή όχι, εγώ πάντως δεν βοηθάω και μη με ζαλίζεις θα σε δείρω».

Όπως σημειώνει η ερευνήτρια κ. Τσούρτου, συνήθως «οι γονείς δεν σπρώχνουν τα παιδιά προς το σχολείο, αλλά τα στέλνουν στο δρόμο για να βγάλουν λεφτά, ακόμη και σε περιπτώσεις που η οικογένεια τα βγάζει πέρα άνετα».

Από τις αναπαραστάσεις των παιδιών προκύπτει ότι ίσως και να υφίστανται βία από τους γονείς, ωστόσο συχνότερα είναι η βία από τρίτους. Χαρακτηριστικό, είναι ότι ένα κορίτσι υποδυόμενο το σερβιτόρο ενός εστιατορίου είπε σε κάποιο από τα παιδιά: «Ενοχλείς τον κόσμο, βρομιάρα φωνακλού, τι σου φταίνε, οι άνθρωποι».