«Να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή», διαμήνυσε χαρακτηριστικά, μιλώντας στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του κόμματος, ο πρόεδρος του ΣΥΝ, Αλέξης Τσίπρας, εκφράζοντας -για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια- τον προβληματισμό του αναφορικά με το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, διατύπωσε αιχμές με το «βλέμμα» σε Αλαβάνο και Κουβέλη. Πάντως, θεώρησε εφικτό στόχο σήμερα τη διαμόρφωση μιας αριστερής πλειοψηφίας κατά του Μνημονίου.

Ads

«Το ερώτημα δεν είναι αν θέλουμε ή όχι το ΣΥΡΙΖΑ; Το ερώτημα είναι αν μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει ένα συμμαχικό σχήμα με βαριά τραυματισμένο και αναιρούμενο τον ιδρυτικό του στόχο; Δεν μπορεί. Αν συνεχίσουμε έτσι, όχι μόνο δε θα βοηθήσουμε στην υπόθεση της ενότητας αλλά θα δημιουργήσουμε το υπόβαθρο για ακόμα μεγαλύτερες διαιρέσεις», δήλωσε συγκεκριμένα ο κ. Τσίπρας, ο οποίος στη συνέχεια παρουσίασε δύο εκδοχές για τη συνέχεια:

«Ο πρώτος δρόμος είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Να ξαναθυμηθούμε όλοι τον ιδρυτικό στόχο, να σεβαστούμε τις διαφορές μας και εστιάσουμε σε αυτά που μας ενώνουν, σε αυτά που μπορούμε να συμφωνήσουμε. Αυτός ο δρόμος έχει ένα μεγάλο κόστος και ένα μεγάλο κέρδος. Το κόστος είναι ότι ξαναπιάνοντας το νήμα από την αρχή, αναγκαζόμαστε να αφήσουμε πίσω και όσα θεωρούμε ως κεκτημένα της συνύπαρξής μας για χρόνια. Το κέρδος ότι αν το αποδεχτούμε όλοι μπορούμε και όλοι να συνεχίσουμε.

Ο δεύτερος δρόμος είναι με ειλικρίνεια και συντροφικότητα να παραδεχτούμε την αδυναμία να προχωρήσουμε όλοι μαζί. Και να αναζητήσουμε νέα σχήματα και νέες μορφές συνεργασίας. Κρατώντας βέβαια ή και εμβαθύνοντας κάποια κεκτημένα, αλλά προφανώς όχι με όλους. Συνεχίζοντας όμως μια προσπάθεια κοινής δράσης και συνύπαρξης στο κίνημα με όλους ή και με ακόμα περισσότερους.

Ads

Σύντροφοι, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτοί οι δύο δρόμοι υπάρχουν μπροστά μας. Εγώ προτείνω σε κλίμα συντροφικό και ειλικρινές να διερευνήσουμε με τους συμμάχους μας τη πρώτη εκδοχή».

Παρ’ όλα αυτά, ο πρόεδρος του ΣΥΝ εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η διαμόρφωση μιας αριστερής πλειοψηφίας κατά του Μνημονίου, δεν είναι μια μεγαλόστομη εξαγγελία. Είναι ένα απολύτως εφικτό και υλοποιήσιμο σχέδιο. Και μπορεί να συσπειρώσει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων στα αριστερά της πολιτικής γεωγραφίας. Από τις δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από το ΠΑΣΟΚ ως και τη λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική αριστερά».

Ο ίδιος κάλεσε για σχετικές πρωτοβουλίες σε πολιτικό, κοινωνικό αλλά και συνδικαλιστικό επίπεδο: «Για παράδειγμα δε μπορεί να εξαντλούμαστε στην συμμετοχή στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ. Μιας ΓΣΕΕ κατώτερης των περιστάσεων. Δεν αμφισβητούμε την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οφείλουμε όμως με σαφείς στόχους και σχέδιο δράσης, να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας στα πρωτοβάθμια σωματεία και τους χώρους του ιδιωτικού τομέα».

Αναφερόμενος στην πρωτοβουλία του κ. Αλέκου Αλαβάνου, ανέφερε χαρακτηριστικά: «δώσαμε την εκλογική μάχη, μέσα σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα από τις διασπαστικές επιλογές, τόσο των συντρόφων μας που αποχώρησαν από το κόμμα στο Συνέδριο για να δημιουργήσουν άλλο κόμμα, όσο και του Μετώπου που εξαρχής αποφάσισε τη στρατηγική της αυτόνομης καθόδου στην Αττική και επι τρίμηνο ταλαιπώρησε το ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας την εικόνα ενός χώρου κατακερματισμένου».

Ως προς τον κ. Φώτη Κουβέλη, σημείωσε: «Για τη Δημοκρατική Αριστερά, η ζωή μας αποδεικνύει ότι δεν δημιουργήθηκε ευκαιριακά, δεν ήταν γέννημα επιλογών εν βρασμό. Ήταν συνειδητή επιλογή δουλεμένη από καιρό, τουλάχιστον για τον ηγετικό πυρήνα των πρώην συντρόφων μας. Επιλογή που αποσκοπεί σε ένα άλλο στρατηγικό σχέδιο από αυτό σε διαδοχικά συνέδρια το κόμμα μας έχει συλλογικά αποφασίσει τη τελευταία δεκαετία και αφορά την αυτόνομη παρουσία του χώρου της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς στα πολιτικά πράγματα της χώρας».

Όσο για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, ο πρόεδρος του ΣΥΝ δήλωσε: «αυτοί που το εισηγούνται από θέσεις αριστεράς θα πρέπει να εξηγήσουν το πώς θα καταφέρει να σταθεί η Ελλάδα με το δικό της νόμισμα, εν μέσω ενός σφοδρού νομισματικού πολέμου ο οποίος κλυδωνίζει ακόμα και ισχυρά νομίσματα. Θα πρέπει να εξηγήσουν το πώς μια τέτοια εξέλιξη θα είναι προς όφελος των εργαζομένων. Και υπενθυμίζω ότι εδώ δε συζητάμε το τι είναι πιθανό να γίνει αλλά το τι είναι αναγκαίο για τους εργαζόμενους και τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που θέλουμε εμείς να εκφράσουμε.

Με δεδομένους, μάλιστα, τους σημερινούς συσχετισμούς, ποιος θα επωφεληθεί από την επιστροφή στη δραχμή και τις διαδοχικές υποτιμήσεις; Το κεφάλαιο ή η εργασία; Εκτός αν πιστεύουμε ότι και μόνο μια ολοκληρωτική κοινωνική κρίση που θα προκληθεί, θα δρομολογήσει αυτομάτως διεργασίες που μας οδηγούν στον σοσιαλισμό. Αυτά είναι τουλάχιστον αφελή. Και δεν έχουν συμβεί ποτέ στην ιστορία. Είναι μαρξισμός του αμφιθεάτρου, ή μάλλον δεν είναι καν Μαρξισμός. Ο Μαρξ δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η εξώθηση της κοινωνίας στην ένδεια και την εξαθλίωση δρομολογεί από μόνη της επαναστατικές διαδικασίες».