Αλλαγές προς το χειρότερο επιφυλάσσει η κυβέρνηση στον Ποινικό Κώδικα, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στην έννοια και την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας» και στην κακουργηματική απιστία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ακαταδίωκτου σε μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και ξεπλύματος χρήματος, ενώ απαλλάσσουν άπαξ διά παντός τις τράπεζες στις υποθέσεις χορήγησης επισφαλών δανείων («θαλασσοδανείων»).

Ads

Επίσης, στον «αέρα» παραμένει στην Ελλάδα η δυνατότητα έκτισης ποινής με προσφορά κοινωφελούς εργασίας – άρα όποιος έχει λεφτά εξαγοράζει την ποινή του και πάει σπίτι του και όποιος δεν έχει, παραμένει στη φυλακή – ενώ, στο όνομα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ενσωματώνεται το σύνολο μιας ευρωπαϊκής οδηγίας του 2017, η οποία συντάχτηκε εν θερμώ μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν.

Όπως επισημαίνει σχετικό δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών» οι περισσότερες αλλαγές σχετίζονται με την τρομοκρατία και  το «ξεχείλωμα» της έννοιας από τη Νέα Δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι επανέρχονται επικίνδυνες αοριστίες όπως «ύποπτο» ταξίδι ή «ύποπτη» αναζήτηση στο Διαδίκτυο.

«Στρίβειν»… διά της έγκλησης

Ο ισχύων Κώδικας προβλέπει ότι, προκειμένου να κινηθεί ή να συνεχιστεί μια ποινική διαδικασία, απαιτείται το θύμα (μεταξύ άλλων ένα ίδρυμα, ένας φορέας εποπτευόμενος από το Δημόσιο, ένας οργανισμός κ.λπ.) να υποβάλει έγκληση για κάθε πλημμέλημα που έχει διαπραχθεί σε βάρος του. Εξαίρεση αποτελούσαν τα κακουργήματα, τα οποία εξακολουθούν να διώκονται αυτεπάγγελτα.

Ads

Με τις αλλαγές, όπως σημειώνει η εφημερίδα, όλα γίνονται ένα και, είτε πρόκειται για κακούργημα είτε για πλημμέλημα, χρειάζεται έγκληση του κάθε θύματος. Εξαιρείται αποκλειστικά ο στενός δημόσιος τομέας. Έτσι, π.χ., η νέα διοίκηση του ΚΕΕΛΠΝΟ ή η νέα διοίκηση ενός ιδρύματος ή ενός φορέα ιδιωτικού δικαίου δεν κάνουν έγκληση, όλα τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα που διέπραξαν στελέχη τους με πορίσματα και ογκώδεις δικογραφίες… εξαφανίζονται. Είναι σαν να απαιτείς από μια διοίκηση που ελέγχεται για αδικήματα, να χρειάζεται να υποβάλει έγκληση για να συνεχιστεί η δικαστική έρευνα… εναντίον της.

Στην πράξη αυτό σημαίνει πλήγμα στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αφού στερείται από έναν εισαγγελέα η δυνατότητα να κρίνει αν πρέπει ή όχι να ασκηθεί μία δίωξη. Παράλληλα, τα νεοδιορισμένα από την κυβέρνηση Διοικητικά Συμβούλια όλων των φορέων μπορούν τώρα να σταματήσουν ποινικές υποθέσεις με αδικήματα, όπως π.χ. απιστία κατ’ επάγγελμα, μια και παύει το αυτεπάγγελτο και η συνέχεια μιας ποινικής δίωξης.

Αυτό επισημαίνει και η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος,  σημειώνοντας ότι «από το συνδυασμό των άρθρων 5 παρ.2 και 6 παρ.1 του νομοσχεδίου “Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα – Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις” το οποίο ήδη από 14/10/2019 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, προκύπτει ότι η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απιστίας διώκεται πλέον κατ’ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως».

Η Ένωση «επισημαίνει τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της Χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της  ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύουν, να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων, ως ποινικά μη αξιόλογες και η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».

Τραγέλαφο συνιστά το ζήτημα της μετατροπής της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Το δημοσίευμα σημειώνει, πως έχει θεσπιστεί στην Ελλάδα από το 1991, αλλά δεν υπάρχει στις νέες διατάξεις. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τον νομοθέτη… να προβλέπει αλλαγές στο ύψος της κοινωφελούς εργασίας..

Επίσης, προβλέπεται αυστηρότερο χρονικό όριο για την απόλυση υπό τον όρο τής κατ’ οίκον έκτισης με ηλεκτρονική επιτήρηρη, όταν πρόκειται για σωρευτικά συντρέχουσες ποινές. Το όριο μεταφέρεται στα 20 χρόνια από τα 17 που ίσχυαν στον νέο αλλά και στον παλιό Ποινικό Κώδικα. Όπως επισημαίνεται, η αύξηση αυτή δεν αιτιολογείται. Όλοι οι νέοι κρατούμενοι τώρα θα παραμείνουν στη φυλακή περισσότερο χρόνο, με κίνδυνο εκ νέου υπερπληθυσμού τους.

«Τρομοκρατία»… και η σκέψη

Οι προτεινόμενες αλλαγές προβλέπουν ποινή τουλάχιστον τριών ετών για την παροχή οποιασδήποτε υποστήριξης, οικονομικής ή με άλλα μέσα σε εγκληματική οργάνωση ή ακόμη και απλών οδηγιών, πληροφοριών ή κατευθύνσεων που διευκολύνουν την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης. Ανεξάρτητα από το βάρος αυτής της συνεισφοράς στην εγκληματική οργάνωση, ο δράστης θα οδηγείται σε εκτιόμενη, σε κάθε περίπτωση, ποινή, κάτι που αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Σήμερα, προβλεπόταν ποινή έως τρία έτη και ο δικαστής, στο πλαίσιο της κρίσης για τη χορήγηση της αναστολής, θα μπορούσε να εκτιμήσει αν υπάρχει ανάγκη να μη χορηγηθεί η αναστολή.

Το χειρότερο είναι πως γίνεται πιο… «ευέλικτο» το εννοιολογικό – άρα και ποινικό – «περιβάλλον» της «τρομοκρατίας», γεγονός το οποίο, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, απειλεί δικαιώματα και ελευθερίες. Όπως  αναφέρει η εφημερίδα, γίνεται χρήση απολύτως αόριστων εννοιών, όπως «έγκλημα γενικής διακινδύνευσης», προκειμένου να περιγραφεί ένα έγκλημα που πρέπει να τελείται έστω σε κάποιο βαθμό, ώστε να προκύπτει τρομοκρατική δραστηριότητα. Παράλληλα, κάθε «έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης», όπως είναι ακόμη και η «διέγερση σε ανυπακοή», η «πρόκληση για την τέλεση εγκλήματος», η «διατάραξη της κοινής ειρήνης», η «απειλή διάπραξης εγκλημάτων», η «διασπορά ψευδών ειδήσεων» ή η «προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας», μπορεί να στοιχειοθετήσει έγκλημα τρομοκρατίας.

Ενσωματώνεται μία ευρωπαϊκή οδηγία με τρόπο που οδηγεί σε ισχυρό κίνδυνο αυθαιρεσιών και επεμβάσεων στη ζωή των πολιτών και μόνο με την εκδήλωση του φρονήματός τους, χωρίς να έχουν τελέσει την παραμικρή πράξη που θα ήταν επικίνδυνη ή βλαπτική για τα έννομα αγαθά («ουδέτερες πράξεις»).

‘Ετσι, τυποποιείται ως έγκλημα η απλή λήψη εκπαίδευσης ή το κατέβασμα επιμορφωτικού υλικού από το Διαδίκτυο με σκοπό την τέλεση ή – ακόμη πιο αόριστα – τη «συμβολή» στην τέλεση ενός από τα εγκλήματα που ορίζονται πια ως εγκλήματα τρομοκρατίας (δηλ. κάθε έγκλημα «γενικής διακινδύνευσης» ή κατά της δημόσιας τάξης).

Προβλέπεται ως ποινικό αδίκημα η πραγματοποίηση ή η διευκόλυνση ταξιδιού με σκοπό την τέλεση ή τη συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος ή με σκοπό τη «συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας» ή με σκοπό την προσφορά ή την παρακολούθηση εκπαίδευσης για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.

Η δημόσια απειλή τέλεσης τρομοκρατικής πράξης με τον νέο Π.Κ. είχε σοβαρά οριοθετηθεί σε σχέση με το παρελθόν, αφού θα έπρεπε να έχει ορισμένο, σοβαρό, διαγνώσιμο κοινωνικό αντίκτυπο, «εκθέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη», και παρότι είχε τοποθετηθεί σε ορθολογική από άποψη ποινής βάση, αυξάνεται και μπορεί να οδηγήσει σε έως και 5 έτη φυλάκιση.

Μετατρέπεται σε κακούργημα η κατοχή εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών, από τις οποίες μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, όταν τελείται στο πλαίσιο διατάραξης
της κοινής ειρήνης. Η νέα διάταξη (παρ. 1, άρθρο 272 Π.Κ.) αφορά όχι τη χρήση, αλλά την κατοχή αυτών των υλών και βομβών. Η χρήση αυτών ανάλογα με τις περιστάσεις πρόκλησης της έκρηξης είχε ιδιαίτερα αυξημένη ποινική αντιμετώπιση. Τώρα αρκεί η κατοχή τους στο πλαίσιο διατάραξης κοινής ειρήνης για κακουργηματική δίωξη και όχι η χρήση τους, σε αντίθεση με την κατοχή άλλων επικίνδυνων μέσων, όπως ένα όπλο, που δεν τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης.

Προστίθεται ως επιβαρυντική περίσταση στο έγκλημα της κλοπής η τέλεσή της με διάρρηξη από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών με διάρρηξη. Συνεπώς, η τέλεση κλοπής με διάρρηξη, δηλαδή με παραβίαση κλειστού χώρου, από έναν είναι πλημμέλημα, αλλά η τέλεση της ίδιας πράξης από δύο που έχουν οργανωθεί με
σκοπό την τέλεση τέτοιων κλοπών κακούργημα.