Μπορεί το Βράδυ της Δευτέρας ο Αλκίνοος Ιωαννίδης να γέμισε το θέατρο του Λυκαβηττού, ωστόσο την παράσταση δεν έκλεψαν μάλλον τα τραγούδια, αλλά τα όσα είπε για την εισβολή στην Κύπρο, συνδέοντάς τη με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Γάζα.

Ads

Ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια και φτάνοντας σιγά σιγά στο σήμερα, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ανέφερε τα εξής, εν μέσω θερμού χειροκροτήματος:

«Στις 15 και στις 20 Ιουλίου φέτος κλείνουν 50 χρόνια από το ελληνικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο αντίστοιχα. Ήμουν σχεδόν πέντε χρονών όταν συνέβησαν όλα αυτά. Οι πρώτες μου μνήμες είναι μνήμες πολέμου, οι πρώτες καθαρές έντονες αναμνήσεις μου είναι να μας κρύβει ο πατέρας μου κάτω από το τραπέζι την ώρα του βομβαρδισμού, ενώ την ίδια ώρα η μητέρα μου ήταν αιχμάλωτη των Ελλαδιτών χουντικών αξιωματικών, κι ύστερα μεγάλωσα σε ένα μεταπολεμικό τοπίο με νεκρούς, αγνοούμενους, πρόσφυγες, σε κάθε οικογένεια, περιμένοντας να χαθεί και το υπόλοιπο νησί κι εμείς μαζί του.

Πενήντα χρόνια είναι πολύς καιρός, θα πίστευε κανείς πως η ανθρωπότητα θα είχε εξελιχθεί κάπως, ότι θα είχαμε βρει άλλους τρόπους συνεννόησης μεταξύ των λαών και των ανθρώπων, κι όμως όχι. Σήμερα μόλις 500 χιλιόμετρα από τις ακτές της Κύπρου, στην Παλαιστίνη, βρέφη, γυναίκες, αθώοι άνθρωποι, πεθαίνουν φριχτούς θανάτους, πόλεις ισοπεδώνονται, χιλιάδες προσφυγοποιούνται στον ίδιο τους τον τόπο.

Ads

Πεντάχρονα παιδιά θα έχουν κι αυτά σαν πρώτη τους μνήμη τον πόλεμο, θα μεγαλώσουν μέσα στον φόβο και στο μίσος, βορά στο στόμα του φανατισμού και της θρησκοληψίας, ορφανά, ακρωτηριασμένα, αδικημένα, σε έναν τόπο ρημαγμένο. Πενήντα χρόνια μετά, τίποτα δεν καταφέραμε. Τρεις μέρες μετά από την πρώτη τουρκική εισβολή, δηλαδή στις 23 Ιουλίου του ’74, η χούντα των Αθηνών έπεσε. Δεν την έριξε το Πολυτεχνείο, όπως νομίζουν πολλοί, την έριξε η προδοσία της, ο φασισμός της, η σκατοψυχιά και η βλακεία της. Την έριξε ο επεκτατισμός και η απάνθρωπη επιθετικότητα του τουρκικού στρατού και του τουρκικού Κράτους.

Την έριξε η αγριότητα των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων εθνικιστών. Την έριξε το αίμα μας. Η θυσία της Κύπρου. Και ενώ η Ελλάδα δικαίως πανηγύριζε τη Μεταπολίτευση, εμείς, με τους νεκρούς μας άταφους, το ξέραμε πως ήμασταν μόνοι. Και δεύτερη εισβολή ερχόταν σε λίγες μέρες».