Ο Χοσέ Μπουστάνι, Βραζιλιάνος διπλωμάτης και επικεφαλής του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων, είχε καταφέρει να πείσει τη Λιβύη και το Ιράκ να υπογράψουν τη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα – μία συμφωνία που απαγόρευε την παραγωγή, αποθήκευση και χρήση χημικών όπλων.

Ads

Η Ουάσιγκτον έπνεε τα μένεα κατά του Μπουστάνι, τυπικά γιατί είχε «υπερβεί τα όρια της εξουσίας του», ουσιαστικά γιατί με αυτή τη συμφωνία καταργούσε το άλλοθι για πόλεμο κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. Κάπως έτσι, οι της Ουάσιγκτον, τον Φεβρουάριο του 2002, έστειλαν τον άνθρωπό τους στη Χάγη για την παράδοση ενός τελεσιγράφου: «Έχεις ένα 24ωρο για να υποβάλεις την παραίτησή σου, αυτή είναι η οδηγία από τον Ντικ Τσέινι». Στην άρνηση τού Μπουστάνι, ο «αγγελιοφόρος» έγινε πιο… τολμηρός: «Σκέψου το καλύτερα γιατί ξέρουμε πού βρίσκονται τα παιδιά σου».

Ο άνθρωπος της Ουάσιγκτον δεν ήταν άλλος από τον Τζον Μπόλτον. 

Από τότε έως σήμερα, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι και ο Μπόλτον από υφιστάμενος του τότε υπ. Εξ Κόλιν Πάουελ, αρμόδιος για τον έλεγχο των όπλων και τις διεθνείς υποθέσεις ασφαλείας αναβαθμίστηκε σε σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου. Αυτό που έμεινε απαράλλακτο στο χρόνο, ωστόσο, είναι πως παραμένει και ο άνθρωπος για τη «βρώμικη» δουλειά, ο χρήσιμος «κακός μπάτσος».  Ρόλο που δεν έχει απλώς αποδεχτεί, έχει επιβάλλει.

Ads

Πώς ανέλαβε τη θέση

Λέγεται πως μετά την αποχώρηση του Μάικλ Φλιν από τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ μεταξύ των δύο υποψηφίων, Μπόλτον και ΜακΜάστερ, επέλεξε τον δεύτερο γιατί – παρότι είχε εντυπωσιαστεί από τις λάβρες εμφανίσεις του στο Fox News – δεν του άρεσε το μουστάκι α λα θαλάσσιου ίππου του πρώτου. 

Να που ένα μουστάκι, όμως, δεν στάθηκε εμπόδιο για την πρόσληψή του, την Άνοιξη του 2018 – μετά την αποχώρηση και του ΜακΜάστερ. Μπορεί έκτοτε ο διοπτροφόρος, απόφοιτος του ξακουστού Γέιλ, δικηγόρος να μην απολαμβάνει την ίδια πρόσβαση στους εσωτερικούς κύκλους του Λευκού Οίκου όπως επί εποχής Μπους. Μπορεί, ακόμα, κάποιες φορές ο πρόεδρος Τραμπ να μπερδεύει και το όνομά του, φωνάζοντάς τον «Μάικ». Όλα αυτά, όμως, δεν αλλάζουν το γεγονός πως ο πρόεδρος τον ακούει, τον εμπιστεύεται και ενίοτε τον υιοθετεί. 

Ο ρόλος του σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις

Ήταν ο Μπόλτον, για παράδειγμα, που έναν χρόνο πριν είχε πυροδοτήσει νέα «ανάφλεξη» στις σχέσεις με την Πιονγιάνγκ προτείνοντας αποπυρηνικοποίηση «α λα Λιβύη» (πυρηνικό αφοπλισμό με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων σε βάρος της Λιβύης) – πρόταση που μοιραία προκάλεσε αφενός συνειρμούς για την ανατροπή και το φρικτό τέλος του Μουαμάρ Καντάφι παρά τον αφοπλισμό οκτώ χρόνια μετά, αφετέρου τις υπόνοιες πολλών πως η Λιβύη ίσως να είχε γλιτώσει τη δυτική στρατιωτική επέμβαση, αν δεν είχε αποποιηθεί το πυρηνικό της πρόγραμμα. 

Ήταν ο Μπόλτον που απροκάλυπτα και χωρίς περιστροφές σε άρθρο του στη Wall Street Journal, λίγο πριν διοριστεί από τον πρόεδρο Τραμπ, ,είχε κάνει λόγο για «προληπτική επίθεση» κατά της Βόρειας Κορέας – στη συνέχεια, προφανώς, χρειάστηκε να αναδιπλωθεί λέγοντας πως «πρέπει να γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων πως οι απόψεις του προέδρου δεν συμπίπτουν πάντα με τις δικές σου».

Ήταν ο Μπόλτον που έπαιξε κομβικό ρόλο στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 1987 για τα πυρηνικά μεσαίου βεληνεκούς. 

Ήταν ο Μπόλτον που και στην περίπτωση της Βενεζουέλας πρωταγωνίστησε στην (αποτυχημένη) επιχείρηση ανατροπής Μαδούρο, απευθύνοντας δε, ο ίδιος μέσω βίντεο έκκληση στους κορυφαίους συνεργάτες του να λιποτακτήσουν και επιμένοντας όσον αφορά ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης κατά της χώρας πως «όλες οι επιλογές παραμένουν στο τραπέζι» 

Και ήταν ο Μπόλτον που είχε χαρακτηρίσει την πυρηνική συμφωνία του 2015 της διοίκησης Ομπάμα με το Ιράν «αποκρουστική» και ο ίδιος που τώρα επικαλείται «πλήθος ανησυχητικών και κλιμακούμενων ενδείξεων» από το Ιράν για να δικαιολογήσει την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή. 

«Έχει τέτοια εμμονή με το Ιράν που παραλογίζεται» αναφέρει χαρακτηριστικά αξιωματούχος που συνεργαζόταν με τον Μπόλτον επί προεδρίας Μπους. 

Ο άνθρωπος στη νευραλγική αυτή θέση της αμερικανικής διοίκησης θέλει πόλεμο με το Ιράν. Δεν είναι κάτι νέο, ούτε κάτι κρυφό. Είναι κάτι που επαναλαμβάνει εδώ και δύο δεκαετίες – είτε από δημόσιο πόστο είτε ως ιδιώτης. Όπως εξηγούν οι αναλυτές, η εξωτερική πολιτική απέναντι στο Ιράν, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, πρέπει να θεωρείται πως έχει τη σφραγίδα Μπόλτον. 

Μόλις ένα μήνα στη θέση του συμβούλου, ο Μπόλτον έδωσε την τελευταία ώθηση που χρειαζόταν ο Τραμπ για την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Για τον Μπόλτον τo Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action ή JCPOA όπως ήταν επισήμως γνωστή η συμφωνία) ήταν το μεγαλύτερο πρόσκομμα στο πολεμοχαρές όραμά του για αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν, καθώς καταργούσε το χρήσιμο πρόσχημα που 17 χρόνια πριν είχε εξυπηρετήσει τον αμερικανικό σκοπό στο Ιράκ. 

«Ο Μπόλτον δεν έχει ενδοιασμούς στο πώς θα χειριστεί ή και θα αγνοήσει απροκάλυπτα τις μυστικές υπηρεσίες προκειμένου να προωθήσει την ατζέντα του, το οποίο είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή» αναφέρει ο Ben Armbruster στον Guardian.

Και, όπως διαμορφώνεται πλέον η κατάσταση στον Περσικό, το επί δεκαετίες «όραμά» του μοιάζει λιγότερο απίθανο από ποτέ. 

Ο κίνδυνος του Ιράν

Τους τελευταίους μήνες, ο «πόλεμος» δηλώσεων μεταξύ Ουάσιγκτον – Τεχεράνης βρίσκεται σε ανησυχητικό κρεσέντο. Η αμερικανική διοίκηση έχει εντείνει την ήδη επιθετική στρατηγική της, αναπτύσσοντας δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή, με την αποστολή του αεροπλανοφόρου Abraham Lincoln, βομβαρδιστικών B-52 και στρατιωτών – μετά και την επίθεση «αγνώστου πατρός» σε τέσσερα δεξαμενόπλοια (δύο της Σαουδικής Αραβίας, ενός των ΗΑΕ και άλλου ενός της Νορβηγίας), στα στενά του Ορμούζ, ανοιχτά των ακτών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.  

Όλα αυτά, ασφαλώς, με την προϋπόθεση πως ο πρόεδρος δεν θα αναγγείλει κάποιο ξημέρωμα μέσω Twitter την απόλυση και αντικατάσταση του νυν συμβούλου του. 

Ο πρόεδρος Τραμπ προς το παρόν κρατά μία στάση επιτηδευμένα ήξεις αφήξεις, ώστε κάθε εξέλιξη της κρίσης, είτε πολεμοχαρής είτε μετριοπαθής, να τον δικαιώνει. Αφενός δηλώνει πως δεν επιθυμεί «πόλεμο με το Ιράν», αφετέρου προειδοποιεί σε έντονο ύφος «να σταματήσουν οι απειλές κατά των ΗΠΑ» που σε κάθε περίπτωση «θα υπερασπιστούν παντοιοτρόπως τα συμφέροντά τους». Όπως εύστοχα σημειώνει ο αρθρογράφος της washington Post, David Ignatius, o «πρόεδρος Τραμπ θέλει να ακούγεται σκληρός, αρκεί αυτό να μην τον μπλέξει σε πόλεμο με το Ιράν». 

«Θεωρώ πως κάποιοι σχολιαστές υποτιμούν την επιρροή ενός δαιμόνιου πολεμοκάπηλου, όπως είναι ο Μπόλτον. Επίσης, αδυνατούν να καταλάβουν πόσο γρήγορα μία ασήμαντη αντιπαράθεση μεταξύ δυνάμεων μπορεί να αλλάξει το λογισμό ενός ηγέτη και να σύρει τις μεγάλες δυνάμεις και τους συμμάχους τους σε πόλεμο» αντιτείνει o Noah Weisbord, αναπληρωτής καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο Queen του Οντάριο, με πλήθος μελετών επί σειράς συρράξεων ανά τον κόσμο.  

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Martin Jay, πάντως, παρά τον επιλεκτικό θαυμασμό του Τραμπ στον Μπόλτον, «οι δύο τους κινούνται σε διαφορετικά μονοπάτια όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και αυτό είναι ιδιαζόντως προβληματικό όταν οι ΗΠΑ κρούουν τα τύμπανα του πολέμου». 

Όπως σημειώνει ο Jay σε άρθρο του στο TRT «αν οι πληροφορίες είναι ακριβείς, φημολογείται πως στο γραφείο του Τραμπ καταλήγουν διάφορες αναφορές στρατιωτικών αναλυτών που λένε πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κερδίσουν μία ανοιχτή ναυμαχία στα Στενά του Ορμούζ στην περίπτωση αποκλεισμού τους από το Ιράν. Αυτό είναι ολέθριο σε δύο επίπεδα, κάτι που εξηγεί το γιατί αναδιπλώνεται ο Τραμπ. Δεν είναι μόνο το ότι θα εκτεθούν σε κίνδυνο οι ζωές Αμερικανών καθώς το Ιράν διαθέτει εξελιγμένους πυραύλους εδάφους – θαλάσσης. Είναι πως ακόμα κι ένας αποκλεισμός του στενού θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο καθώς το πετρέλαιο από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν θα επιτρέπεται να περνάει πλέον από εκεί». 

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και στην «πυριτιδαποθήκη» της Μέσης Ανατολής η παραμικρή λέξη, ενέργεια, πρόκληση μοιάζει με σπίθα που μπορεί να προκαλέσει αστραπιαία φωτιά. Ο πρόεδρος μπορεί να μη θέλει πόλεμο με το Ιράν, εξακολουθεί, ωστόσο, να ακούει τους ψιθύρους των «γερακιών» της Δυτικής πτέρυγας του Λευκού Οίκου, Μπόλτον και Πομπέο. Το αν θα επικρατήσει η μετριοπάθεια σε μία διοίκηση συντήρησης και έντονης παρόρμησης μένει να αποδειχτεί… 

Πηγή: pass-world.gr