Την εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης και ακραίας βίας από πλευράς αστυνομίας σε βάρος φοιτητριών και φοιτητών μέσα στο πανεπιστήμιο, την ώρα που διαμαρτύρονταν πολιτικά εναντίον του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοίδη, μια κυβερνητική ενέργεια που προκαλεί ντροπή για τη Δημοκρατία και τον Πολιτισμό στη χώρα μας, ακολούθησε κατάληψη του κτιρίου διοίκησης του ΑΠΘ.

Ads

Σχετικά με αυτή τη συνεχιζόμενη για τέταρτη ημέρα κατάληψη, η οποία μάλιστα είναι γνωστή στις αρχές από την πρώτη στιγμή, εντύπωση προκαλεί ότι δεν υπάρχει η παραμικρή πρωτοβουλία από πλευράς πανεπιστημιακών, εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών.

Τη στιγμή που για μια διαμαρτυρία μόλις 25, κατά δήλωση των πρυτανικών αρχών, φοιτητριών και φοιτητών τη Δευτέρα το πρωί στην πρυτανεία,  χωρίς να έχουν προκληθεί φθορές και ζημιές και χωρίς να έχει εκδηλωθεί καμία κατάληψη, υπήρξε άμεση προσφυγή στην Εισαγγελία από τον πρύτανη.

Κι αυτό, χωρίς να διερευνηθούν ούτε οι δυνατότητες συνεννόησης και διαλόγου με τους διαμαρτυρόμενους φοιτητές, ούτε και να αξιοποιηθούν οι πανεπιστημιακές υπηρεσίες φύλαξης για να αποκρούσουν ενδεχόμενη απόπειρα φθορών και ζημιών στην πανεπιστημιακή περιουσία.

Ads

Ακόμη, εντύπωση προξενεί ότι παρά το γεγονός ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που επενέβησαν άμεσα επέδειξαν «υπέρμετρη» βία, σε βαθμό να μετατραπεί ένα πανεπιστήμιο σε αιματηρό πεδίο άσκησης σκληρής καταστολής σε βάρος φοιτητών και να γίνει αντικείμενο αρνητικών σχολιασμών σε όλη την Ελλάδα, εντούτοις, αποχωρώντας η αστυνομία εγκατέλειψε και δεν παρέδωσε, ως όφειλε, το εκκενωμένο κτίριο διοίκησης στο πανεπιστήμιο.

Ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την κατάληψή του…

Και τέλος, μεγάλη εντύπωση προκαλούν οι ενέργειες των πρυτανικών αρχών. Οι οποίες ενώ διύλισαν τον κώνωπα και επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο προσκαλώντας την αστυνομία κυριολεκτικά για… ψύλλου πήδημα, χωρίς καμία προσπάθεια επίλυσης της κρίσης με διάλογο και πανεπιστημιακά μέσα, στη συνέχεια κατάπιαν την κάμηλον, εγκαταλείποντας το πανεπιστήμιο και παραμένοντας απούσες τόσο κατά την επέμβαση της αστυνομίας, όσο και κατά την εκκένωση του κτιρίου διοίκησης και την αποχώρηση των αστυνομικών δυνάμεων.

Με αποτέλεσμα τελικά να μη διασφαλιστεί το μείζον, αυτό που είναι και η θεσμική υποχρέωσή των πρυτανικών αρχών, αυτό δηλαδή για το οποίο προσκλήθηκε και επενέβη η αστυνομία, η ομαλή δηλαδή λειτουργία του ΑΠΘ.

Κι ενώ συμβαίνουν αυτά τα εξόχως… περίεργα, κανείς δεν μιλά για την ταμπακιέρα. Οι πρυτανικές αρχές πετούν τη μπάλα στην κερκίδα μιας συζήτησης που τις εκθέτει, αν δηλαδή οι διαμαρτυρόμενοι ήταν φοιτήτριες και φοιτητές του ΑΠΘ ή μήπως υπήρχαν ανάμεσά τους και φοιτητές του γειτονικού πανεπιστημίου Μακεδονίας. Λες και τους εκτός ΑΠΘ φοιτητές δικαιούμαστε να τους παραδίδουμε στην αστυνομία για να τους σκοτώνει στο ξύλο και να τους φορτώνει με άδικες κατηγορίες, χωρίς να αισθανόμαστε, ως δάσκαλοι και γονείς οι ίδιοι, την ανάγκη να τους προστατέψουμε από την άδικη αστυνομική σκληρότητα.

Κι ακόμη, κανείς δεν μιλά για τις ευθύνες των αρχών για ένα αχρείαστο μακελειό που εκθέτει το πανεπιστήμιο.

Όπως επίσης και κανείς δεν μιλά για τις ευθύνες για τη συνεχιζόμενη, μέχρι σήμερα, κατάληψη του κτιρίου διοίκησης. Στο όνομα της οποίας έγινε τόσο η επέμβαση της αστυνομίας, όσο η εντυπωσιακή σε σκληρότητα και βία εκτόνωση των αστυνομικών δυνάμεων σε μια ομάδα φοιτητριών και φοιτητών που το μόνο τους αδίκημα, ήταν ότι διαμαρτύρονταν για ένα νόμο που υποβαθμίζει τα πανεπιστήμια και από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα μεταβάλλει σε αστυνομοκρατούμενα φρούρια.

Οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις στο ΑΠΘ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Μένει σε εκκρεμότητα η τελευταία πράξη, αυτή που επρόκειτο να δικαιώσει τις κυβερνητικές επιλογές για την ανάγκη μόνιμης εγκατάστασης αστυνομικών στα πανεπιστήμια. Η οποία αργεί, γιατί οι υπεύθυνοι βρίσκονται σε αμηχανία. Απέναντι σε μια πανεπιστημιακή κοινότητα που επιμένει να υπερασπίζεται την αυτοδιοίκηση και τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Αλλά και απέναντι σε μια κοινωνία, που απαρτίζεται από τους γονείς και τους συγγενείς των φοιτητριών και φοιτητών, καθώς και από τους κάποτε φοιτητές, που επιμένουν να φυλάνε τις Θερμοπύλες της ελεύθερης έκφρασης και της δυνατότητας της νέας γενιάς να ονειρεύεται και να διεκδικεί έναν καλύτερο κόσμο.