Τον Απρίλιο του 2017, λίγο μετά την εκλογή του, ο Ντόναλντ Τραμπ έλεγε σε μια συνέντευξη με τους Financial Times, στον Λευκό Οίκο: «δεν θα ήμουν εδώ, αν δεν υπήρχαν τα twits ». Μετά την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο, το  twitter και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέβασαν τους λογαριασμούς του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου. Θα είχε εκλεγεί, χωρίς αυτά; Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η ραγδαία υποβάθμιση της αμερικανικής δημοκρατίας και της διεθνούς ατμόσφαιρας αν δεν υπήρχαν;
 
Είναι γεγονός ότι ο Τραμπ αποδείχθηκε μοναδικός στον χειρισμό των social media. Έκανε tweet δεκάδες φορές την ημέρα, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, απαντώντας ακαριαία σε ζωντανά ειδησεογραφικά  τηλεοπτικά προγράμματα  ή  τις ειδήσεις, ενισχύοντας τους υποστηρικτές του και επιτιθέμενος στους εχθρούς του. Πολλοί συγκρίνουν την άριστη χρήση των νέων μέσων με τις παλιότερες ανάλογες επιδόσεις προκατόχων του, του προέδρου Ρούσβελτ στο ραδιόφωνο και των Κέννεντι- Ρέηγκαν στην τηλεόραση.
 
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιήθηκαν και για τη διάδοση της αβάσιμης άποψης ότι υπήρξε νοθεία στις  πρόσφατες προεδρικές εκλογές. Σύμφωνα με τους New York Times από 25 λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Τραμπ και ενός ακροδεξιού παρουσιαστή, προέρχονταν  το 29 τοις εκατό των αλληλεπιδράσεων για την υποτιθέμενη εκλογική απάτη. Σύμφωνα με μια άλλη έρευνα, περίπου τα μισά από τα εκατομμύρια retweets που έγιναν για το ίδιο θέμα, προέρχονταν από 35 λογαριασμούς Twitter, του Trump, ενός  γνωστού συντηρητικού. ακτιβιστή, του ηθοποιού James Woods και μερικών άλλων «σούπερ διανομέων».
 
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κοινωνιολογικά και η χρήση των νέων μέσων όταν έγινε η επίθεση. Μερικές εντυπωσιακές σκηνές, από αυτές που είδαμε ζωντανά ή λίγο μετά, προέρχονταν από φωτο- selfies και ροές βίντεο των ίδιων των εισβολέων, που δρούσαν ακριβώς για να παράξουν εικόνες και να τις μεταδώοσυν. Η εισβολή ήταν μια online παράσταση, στην οποία χάθηκαν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της πραγματικής και της διαδικτυακής ζωής.
 
Ακόμη και οι πιο Αμερικανοί τεχνο-αισιόδοξοι, που ορκίζονταν στις νέες τεχνολογίες έχουν αλλάξει άποψη. Ο Farhard Manjoo, παλιότερα βασικός αρθρογράφος στο Wired, σχολίαζε πρόσφατα στους New York Times: «Εάν με ρωτούσατε ακόμη και πριν από δύο χρόνια, θα έλεγα ότι είμαστε πολύ καλύτερα με το Διαδίκτυο. Έχουμε περισσότερη πρόσβαση σε πληροφορίες για να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, να κατανοήσουμε και να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας. Αλλά τώρα κλίνω στην άποψη, ότι μπορεί να είμαστε καλύτεροι εάν δεν υπήρχε το Διαδίκτυο»!
 
«Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων, που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ», έλεγε ο διάσημος κοινωνιολόγος Ουμπέρτο Έκο. Ο οικονομικός παράγοντας παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Για το twiiter και τα άλλα social media ο Τραμπ και οι ακόλουθοι του ήταν οι καλύτεροι πελάτες, γιατί πολλαπλασίαζαν τις επισκέψεις και τα διαφημιστικά έσοδα.
 
Για αυτό το twitter κατέβασε με κρύα καρδιά τον λογαριασμό του μετά την επίθεση, τον ανέβασε την επομένη μέρα όταν ο Τραμπ υιοθέτησε συμφιλιωτικό τόνο για να τον απαγορεύσει οριστικά(;) μετά από πιέσεις από βουλευτές, στελέχη και εργαζόμενους στην εταιρεία του twitter  και από πολλές προσωπικότητες, όπως η Μισέλ Ομπάμα. Στο όνομα της ελευθερίας του λόγου, τα ίδιο υποστήριζαν και οι άλλες πλατφόρμες, πριν αναγκαστούν να κατεβάσουν τους λογαριασμούς του Τραμπ.
 
Φταίνε όμως όλα αυτά για την εκλογή του ή και την επίθεση στο Καπιτώλιο, την οποία ο ίδιος υποκίνησε σε κανονική συγκέντρωση- όχι διαδικτυακή;  Θεωρίες συνωμοσίας ανθούσαν στο αμερικανικό έδαφος και πριν την ολοκληρωτική επιβολή του διαδικτύου στην ενημέρωση και την εμφάνιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Θυμάμαι ότι όταν έκανα ντοκιμαντέρ για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ένα χρόνο μετά, ένα σημαντικό ποσοστό Αμερικανών πολιτών, κοντά στο 30-40%, Νεοϋορκέζων όχι από καμιά πολιτεία του Νότου, πίστευαν ότι οι επιθέσεις ήταν στημένες από την κυβέρνηση και τις μυστικές υπηρεσίες. Αυτή η ροπή των Αμερικανών προς τη συνωμοσία έχει περισσότερο να κάνει με την έλλειψη παιδείας αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους κυβερνώντες. Δεν είναι αποτέλεσμα των social media. 
 
Ο εμφυλιοπολεμικού τύπου βαθύτατος διχασμός των ΗΠΑ και η εκλογή προέδρων τελείως ακατάλληλων  είχε ξεκινήσει επίσης πριν, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την απόπειρα καθαίρεσης του Μπιλ Κλίντον το 1998 για την υπόθεση Λουίνσκι και την εκλογή του άξεστου Τζωρτζ Μπους του νεότερου το 2000, αντίστοιχα. Προϊόντα παρακμής της κοινωνίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος είναι και ο Μπους και ο Τραμπ: δεν είναι τυχαίο ότι έγιναν πρόεδροι παρότι κέρδισαν εκατομμύρια λιγότερους ψήφους από τους αντιπάλους τους, τόσο ο Μπους το 1999 με αντίπαλο τον Αλ Γκορ όσο και ο Τραμπ με τη Χίλαρυ Κλίντον. Με τους πολέμους και τις άλλες ενέργειες τους βάθυναν και την διαίρεση της αμερικανικής κοινωνίας και την κρίση της.
 
Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπερτιμάται η επιρροή των ΜΜΕ και ιδίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις πολιτικές εξελίξεις. Όλα αυτά τα εκατομμύρια οπαδών του Τραμπ που τον ακολουθούσαν, ήθελαν να πιστέψουν αυτά που έλεγε, όπως ακριβώς οι αναγνώστες μιας εφημερίδας θέλουν να διαβάζουν τα νέα που τους αρέσουν.
 
Φυσικά κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα Μέσα Ενημέρωσης, νέα και παλιά, επηρεάζουν τις εξελίξεις. Και κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα είχε συμβεί το 2015, αν δηλαδή θα είχε εκλεγεί ο Τραμπ, χωρίς twitter και διαδίκτυο. Γιατί όμως, ιδίως στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς, αυτές τις μέρες που έχει πέσει προβληματισμός, δεν τίθεται ένα άλλο ερώτημα: θα είχε εκλεγεί ο Τραμπ αν ο Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε αθετήσει τις υποσχέσεις του ή το Δημοκρατικό Κόμμα είχε επιλέξει μια λιγότερο συμβιασμένη και διεφθαρμένη υποψήφια από την Κλίντον; Πιθανότατα όχι.