Όποιος θυμάται τις προκηρύξεις της αλήστου μνήμης 17Νοέμβρη, θα θυμάται την εμβληματική βραχυγραφία ΛΜΑΤ, ήτοι Λούμπεν Μεγαλοαστική Τάξη, με την οποία περιέγραφε με ακρίβεια το έλλειμα μιας καίριας κοινωνικής ομάδας στην δομή της χώρας. Σαφέστατα η απουσία μιας σοβαρής αστικής τάξης από τη στιγμή που γεννήθηκε το νεαρό ελληνικό κράτος στις καθυστερημένες παρυφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδήγησε σε όλες τις κοινωνικές δυσπλασίες που επιβιώνουν έως σήμερα, και κυρίως στη διαμόρφωση ενός συστήματος εξουσίας που βασίζεται στη νομή του κράτους.

Ads

Ίσως η μοναδική φορά που επιχειρήθηκε η αναίρεση αυτής της αντίφασης ήταν όταν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση των ακμαίων ελληνικών αστικών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έτσι κι αλλιώς αποχωρούσε από την Ιστορία. Αλλά και τότε, τα στέρεα δομημένα συμφέροντα των παλαιοκομματικών ελίτ της «Μικράς πλην Εντίμου Ελλάδος», οδήγησαν μεθοδικά στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη μετατροπή των δραστήριων Μικρασιατών, Ποντίων και Ανατολικοθρακών (όσων επέζησαν βέβαια από μια διαδικασία Γενοκτονίας που άρχισε το 1914) σε ανεπιθύμητους «τουρκόσπορους».

Εάν λοιπόν υπήρχε μια σοβαρή ελληνική αστική τάξη που είχε συνδέσει τα συμφέροντά της με της ευημερία του τόπου, θα ήταν διαφορετική η διαχείριση της μοίρας του καθ’ όλον τον 20ο αιώνα. Έτσι, τη στιγμή που εμφανίζεται στα ανατολικά μια επιθετική δύναμη που διεκδικεί τμήματα του εθνικού εδάφους, θα είχε ήδη δημιουργήσει μια τέτοια οικονομία και μια τέτοια αμυντική βιομηχανία που θα μπορούσε να ισοσταθμίσει το έλλειμα και να καλύψει με την τεχνολογική ανάπτυξη την απειλή.

Όμως η έλλειψη μιας τέτοιας ανάπτυξης και η υπαρκτή απειλή, οδήγησαν σε μια προσπάθεια εξοπλισμού μέσα από αγορές τύπου Rafale, Belharra κλπ, κάτι που διαρκώς κάνει η Ελλάς, ειδικά μετά την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό. Ειδάλλως θα έπρεπε να έχει υπάρξει μια πλήρης παραίτηση και μια συνειδητή δορυφοροποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου στην Τουρκία, της οποίας την πολιτική διαμορφώνει μια επιθετική και θρησκόληπτη Ακροδεξιά.

Ads

Υπάρχει άλλη λύση;

Πέρα από τα νεοδημοκρατικά ταρατατζούμ κατά την άφιξη των πρώτων αεροσκαφών και το συμβολικά ακατανόητο αγιασμό των εργαλείων πολέμου και θανάτου από εκπροσώπους μιας θρησκείας της αγάπης και της ειρήνης, το ερώτημα είναι ξεκάθαρο:   τι πρέπει να γίνει με μια χώρα που απειλεί ανοιχτά την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, είναι ξεκάθαρα ιμπεριαλιστική και κυβερνάται από μια ισλαμο-εθνικιστική ελίτ που έχει κατακτήσει το 37% της Κύπρου και το 5% της Συρίας; Και έχει ήδη κάνει στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη και στο Ναγκορνο Καραμπάχ. Ενώ εδώ και πολλά χρόνια κατέλαβε στρατιωτικά και επέβαλε ιδιαίτερο καθεστώς στις βραχονησίδες των δύο Ιμίων, που ξεκάθαρα με την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα…

Επιπλέον δηλώνει  επισήμως και ξεκάθαρα ότι αν η Ελλάδα συνεχίσει να υπερασπίζεται τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία), παύει η κυριαρχία της και επιστρέφουν στην προ του 1912 κατάσταση.

Είναι παράλογο να προσπαθείς να αποτρέψεις τον πόλεμο με τη δημιουργία ενός σχετικού ισοζυγίου δύναμης; 

Δεν ανήκει στο χώρο της κοινής λογικής ότι ο επιτιθέμενος πρέπει να ξέρει ότι αλλιώς είναι να επιτίθεσαι σε μια αδύναμη χώρα και αλλιώς σε κάποιον που μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά;

Γιατί όλο το ζήτημα είναι να μπορείς να αμυνθείς. Δε νομίζω ότι υπάρχει κανείς που αξίζει να τον πάρεις υπόψη σου στην Ελλάδα, που να εισηγείται επιθετική πολιτική ή να τρέφει ιμπεριαλιστικές διαθέσεις. Αυτά τελείωσαν οριστικά και αμετάκλητα…

Απλώς η ατυχία της Ελλάδας και του ελληνικού λαού είναι ότι η Τουρκία οργανώνει την κυριαρχία της στην περιοχή με ένα καθεστώς μουσολινικού τύπου, με ακραία ισλαμο-εθνικιστική ελίτ και με τη δικιά τους “Χρυσή Αυγή” στην κυβέρνηση, με μια εξωστρεφή οικονομία που απ΄ ότι φαίνεται οδηγεί τον τουρκικό καπιταλισμό στη φάση του ιμπεριαλισμού…   

Ας δεχτούμε ότι η Ελλάδα κάνει τον ιστορικό συμβιβασμό αποδεχόμενη την πάγια θέση της Τουρκίας ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, ότι ο βυθός του Αιγαίου πρέπει να μοιραστεί στη μέση και ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκονται επί της τουρκικής υφαλοκρηπίδας…

Και ας δεχτούμε επιπλέον ότι μοιράζονται στο όνομα της συνδιαλλαγής και της καλής διάθεσης και τα μικρά νησιά και βραχονησίδες που η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία (Οινούσσες, Αγαθονήσι, Φαρμακονήσι, Φούρνοι, Γαύδος, Αρκιοί, Κίναρος, Λέβιθα  κλπ –152 είναι συνολικά).
Και ας δεχτούμε ακόμα ότι  δεν πρέπει να προστατεύονται αμυντικά τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία) απέναντι στο μεγαλύτερο στόλο αποβατικών που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Μεσόγειο, γιατί εάν συνεχίσει η προσπάθεια προστασίας παύει η ελληνική κυριαρχία επ’ αυτών και επιστρέφουν στην προ του 1912 κατάσταση. Δηλαδή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διάδοχος της οποίας είναι η σύγχρονη Τουρκία.  
Θα είναι όμως προστατευμενα τα νησιά, εφόσον την Τουρκία την διοικούν οι ίδιες ομάδες;

Κανένας τέτοιος συμβιβασμός δεν μπορεί να εγγυηθεί την Ειρήνη. Και βεβαίως κανένας τέτοιος συμβιβασμός δεν μπορεί να γίνει από καμιά ελληνική κυβέρνηση.

Ποιοι κυβερνούν την Τουρκία

Ένα από τα συμπεράσματα του καχεκτικού διαλόγου για τα ελληνοτουρκικά, είναι ότι παραγνωρίζεται εντελώς η φύση του πολιτικού κατεστημένου που δημιούργησε την Τουρκία και σήμερα κυβερνά η πλέον εξτρεμιστική εκδοχή αυτού του κατεστημένου. Και ότι η χώρα αυτή θεωρείται από αρκετούς ως μια φυσιολογική χώρα δυτικού τύπου.

Για να αποκτήσουμε μια εικόνα για όλα αυτά ας αναφέρουμε ότι την Τουρκία δεν την δημιούργησαν οι παλιοί Οθωμανοί του Χαλιφάτου, αλλά οι μιλιταριστές Νεότουρκοι, οι ακραίοι εθνικιστές, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους παραδοσιακούς Οθωμανούς και επί της ουσίας αυτοί διέλυσαν την οθωμανική κοινωνία και κατέστρεψαν την παραδοσιακή οθωμανική ταυτότητα αντικαθιστώντας την βιαίως με την τουρκική εθνική.

Οι Νεότουρκοι, οι οποίοι ανέβηκαν με πραξικόπημα στην εξουσία, είχαν αποφασίσει εξαρχής την εξόντωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων και ήδη από το 191 την είχαν ορίσει ως θεμέλιο λίθο της πολιτικής τους. Συστηματικά άρχισαν να εφαρμόζουν τις αποφάσεις αυτές από το 1914. Χαρακτηριστική πράξη αυτής της εναρκτήριας διαδικασίας εθνικής εκκαθάρισης, υπήρξε η καταστροφή της ιωνικής Φώκαιας, 70 χλμ βόρεια της Σμύρνης, στις 13 Ιουνίου του 1914. Ο Γάλλος αρχαιολόγος Félix Sartiaux που επόπτευε τις ανασκαφές στην ιστορική μητρόπολη της Μασσαλίας, υπήρξε αυτόπτης μάρτυς.

Περιέγραψε ως εξής το πογκρόμ: «Λεηλατούν, πυρπολούν, σκοτώνουν ψυχρά, χωρίς μίσος, κατά μια έννοια μεθοδικά. Επικεφαλής τους είναι δύο άτομα που πολλοί γνωρίζουν στην περιοχή ως ενεργά μέλη της τοπικής Επιτροπής “Ένωση και Πρόοδος”. Εφαρμόζουν πρόγραμμα, που τους έχουν σχεδιάσει στο όνομα των ανώτερων συμφερόντων της Αυτοκρατορίας και της θρησκείας. Η λεηλασία, οι προσωπικές εκδικήσεις, ο βιασμός είναι ο μισθός τους».

Έτσι δημιούργησαν μια παράδοση διαχείρισης των ανεπιθύμητων κοινοτήτων που 20 χρόνια μετά θα υιοθετηθεί απολύτως από τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα της νεοτουρκικής βίας, όπως περιγράφτηκε από τον Sartiaux, με τη ναζιστική βία. Ο Enzo Traverso στο “Οι ρίζες στης ναζιστικής βίας” γράφει: «Η ιουδαιοκτονία… δεν ήταν απλώς η έκρηξη ωμής βίας αλλά κι ένας σκοτωμός που εκτελέστηκε “δίχως μίσος”, χάρη σ’ ένα σχεδιοποιημένο σύστημα βιομηχανικής παραγωγής του θανάτου, ένα μηχανισμό που δημιουργήθηκε από μια μειοψηφία αρχιτεκτόνων του εγκλήματος και μπήκε σε λειτουργία από μια μάζα, άλλοτε ένθερμων και άλλοτε ασυνείδητων εκτελεστών μέσα στη σιωπηρή αδιαφορία της μεγάλης πλειοψηφίας του γερμανικού πληθυσμού, με τη συνενοχή της Ευρώπης και την παθητικότητα του κόσμου».

Σήμερα, μέσα από τη μελέτη του Stefan Ihrig με τίτλο «Atatürk in the Nazi Imagination» είναι γνωστό ότι η δομική ομοιότητα της νεοτουρκικής και ναζιστικής βίας δεν είναι τυχαίο γεγονός.

Ίσως στο μόνο σημείο των δύο αυτών περιγραφών που υπάρχει απόκλιση, είναι η ναζιστική εφεύρεση της «βιομηχανικής παραγωγής θανάτου». Όμως, η πρόθεση θανάτωσης ενυπήρχε και στην αντίληψη των Νεότουρκων. Όπως διαπιστώνεται από τα διπλωματικά έγγραφα των Αυστριακών προξένων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μεθόδευση των μαζικών εκτοπίσεων των πληθυσμών κατά την περίοδο του χειμώνα του 1916 βασιζόταν στην πεποίθηση των αρχών ότι «πρέπει με τους Έλληνες να τελειώνουμε τώρα…».

Ο τελευταίος Ιερός Πόλεμος (Τζιχάντ) θα κηρυχθεί την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου 1919-1922. Με μια παράδοξη οικειοποίηση του Ισλάμ και των συμβόλων του από τον κοσμικό τουρκικό εθνικισμό, ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά θα κηρύξει “τζιχάντ κατά των απίστων” (Ελλήνων και Αρμενίων) την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-23). Θα ανακηρύξει εαυτόν gazi (γαζή), δηλαδή Ιερό Πολεμιστή για τη διάδοση του Κορανίου, μετά την πρώτη του νίκη κατά των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Σαγγάριου (Αύγουστος 1921).

Το κεμαλικό τζιχάντ θα ολοκληρωθεί με ιδιαίτερα αιματηρό τρόπο τον Σεπτέμβρη του 1922, όταν η τότε μοναρχική κυβέρνηση των Αθηνών συνειδητά παρέδωσε αφοπλισμένους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας στους Τσέτες του gazi Μουσταφά Κεμάλ. Η πυρπόληση και η σφαγή της Σμύρνης έλαβαν χώρα στο πλαίσιο του τζιχάντ που είχε κηρυχθεί. Η ήττα των “απίστων” επέφερε τις ποινές που προβλέπει το Κοράνι μέσα από μια μεσαιωνικού τύπου σφαγή, την οποία δεν θέλησε να αποτρέψει και στη συνέχεια αποσιώπησε το παλαιοκομματικό κατεστημένο των Αθηνών.

Ακριβώς αυτή η ομάδα των εθνικιστών νικητών του 1922 δημιούργησε τη σύγχρονη Τουρκία, εξοντώνοντας κάθε Οθωμανό, υποστηρικτή της παλιάς θρησκευτικής και εν μέρει ανεκτικής παράδοσης. Στη συνέχεια βέβαια ο Μουσταφά Κεμάλ ήρθε σε ρήξη με τους Νεότουρκους και τον ιμπεριαλιστικό παντουρκισμό που εξέφραζαν. Επέλεξε την εσωστρέφεια και την τοπικότητα μέσα από μια τουρκική πολιτισμική κυριαρχία. Με δομές βεβαίως Βαθέος Κράτους που κατά καιρούς έβγαιναν στην επιφάνεια και καθόριζαν την πορεία της χώρας όταν θεωρούσαν ότι πάει να παρεκκλίνει.

Η διαφορά της παραδοσιακής κεμαλικής κρατικής διαχείρισης με τη σημερινή των Ερντογάν-Μπαχτσελί είναι ότι επανήλθαν στην εξουσία οι παλαιοί Νεότουρκοι με τη μορφή των Ευρασιανιστών. Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, επανέκαμψε για πρώτη φορά μετά το 1918, ο παντουρκιστικός ιμπεριαλισμός υπό την ευλογία ενός τζιχαντιστικού ισλαμισμού. Ακριβώς σε αυτό το νέο πλαίσιο εκφράστηκε για πρώτη φορά με τόσο έντονο τρόπο η εδαφική  διεκδίκηση κατά της Ελλάδας και της Κύπρου. Κατά της Ελλάδας μέσα από το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας που της στερεί δικό της θαλάσσιο χώρο, καθώς και με την τη θεωρία των Γκρίζων Ζωνών για νησιά και βραχονησίδες, αλλά και με την αμφισβήτηση των μεγάλων νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Και κατά της Κύπρου με την εμβάθυνση της κατάκτησης του 37%, την προσπάθεια δημιουργίας δύο νέων κρατών και αμφισβήτησης των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας για εκμετάλλευση των πόρων της, ακ΄μα και στις νότιες θάλασσές της.

Ας θυμηθούμε το Σύμφωνο του Μονάχου

Η αρνητική κριτική που εκφράστηκε τις προηγούμενες μέρες μέσω των σόσιαλ μίντια με αφορμή την αγορά των Rafale ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Με πηγές έκφρασης την νεοφιλελεύθερη Δεξιά, που όμως περιορίζεται από τα νεοδημοκρατικά βαρίδια για να μιλήσει τελείως ανοιχτά, αλλά κυρίως από τον πολυποίκιλο και πολύμορφο κόσμο που ξεκινά από τους Οικολόγους και καταλήγει στους Αναρχικούς. Έναν κόσμο που στο συγκεκριμένο θέμα φαίνεται να αγνοεί τελείως το γεωπολιτικό περιβάλλον όπου εντάσσεται η σύγχρονη Ελλάδα, διαμορφώνει ένα ψεύτικο κόσμο και ορίζει κάποια μεγέθη εντελώς αυθαίρετα, με τα οποία θεωρεί ότι υπάρχει δυνατότητα εύρεσης μιας λογικής συμβιβαστικής λύσης στα προβλήματα που χωρίζουν την Ελλάδα και την Τουρκία.

Επειδή τίποτα στη ζωή δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά -τουλάχιστον όσον αφορούν τις διακρατικές σχέσεις- μια τέτοια προσέγγιση παραπέμπει στις αφελείς πασιφιστικές αντιλήψεις που επικράτησαν λίγο πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη διεθνή πολιτική σκηνή.

Την εποχή εκείνη η ηττημένη Γερμανία υπό τον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ είχε παραβιάσει κάθε Συμφωνία που υπεγράφη μετα το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρανόμως είχε υπερεξοπλίσει την Γερμανία και άρχισε να διατυπώνει βλέψεις επί των γειτονικών χωρών. Το όραμα για μια μεγάλη Γερμανική Αυτοκρατορία επανήλθε. Με αφορμή την ύπαρξη Γερμανών εκτός των ορίων της εκπονεί μια ιμπεριαλιστική πολιτική.

Ο πρώτος στόχος -μετά την κατάληψη της γερμανόφωνης Αυστρίας- υπήρξε η Τσεχοσλαβακία. Η ειρωνία είναι ότι εκείνη την εποχή οι Τσεχοσλοβάκοι βασίζονταν κυρίως στη συμμαχία τους με τους Γάλλους. Τελικά, οι νικήτριες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Αγγλία και Γαλλία αποφάσισαν να δράσουν υπερασπίζοντας την Τσεχοσλοβακία, αφού βεβαίως για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν ανεχτεί τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Προκειμένου να αποφύγουν τον πόλεμο υποχρεώνουν την Τσεχοσλοβακία να δεχτεί κάποιους από τους όρους της Γερμανίας, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να κορεστεί η ναζιστική δίψα για κατακτήσεις.

Παρόλα αυτά οι απαιτήσεις της Γερμανίας διαρκώς μεγάλωναν οπότε στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 συγκλήθηκε εσπευσμένα η Διεθνής Συνδιάσκεψη του Μονάχου με συμμετέχοντες τους Μουσολίνι και Χίτλερ από εθνικοσοσιαλιστικής πλευράς και των πρωθυπουργών της Γαλλίας (Ε. Νταλαντιέ) και Μεγ.Βρετανίας (Ν. Τσάμπερλεν). Η Τσεχοσλοβοκική πλευρά δεν κλήθηκε, ούτε ως παρατηρητής.  Έτσι υπεγράφη το Σύμφωνο του Μονάχου που πρόβλεπε  τη σύσταση Διεθνούς Επιτροπής και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων (ως παρατηρητών) στις περιοχές της Τσεχοσλοβακίας που διεκδικούσε. Αυτή ήταν η “έντιμη ειρήνη” του Νέβιλ Τσάμπερλεν, που στη συνέχεια θεωρήθηκε ότι τελικά ενίσχυε τις πολεμικές τάσεις εφόσον απέτυχε να ανακόψει τα επεκτατικά σχέδια δύο ακροδεξιών δικτατορικών καθεστώτων.

Αν στη θέση των γερμανικών επιχειρημάτων περί Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας, βάλετε τα σύγχρονα τουρκικά επιχειρήματα για Γαλάζια Πατρίδα, για Γκρίζες Ζώνες, για κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και σε όλα αυτά προσμετρήσετε την διεθνή ανοχή προς το ισλαμο-εθνικιστικό καθεστώς της Τουρκίας, θα βρείτε πολλές ομοιότητες με εκείνη την ιστορία των άτυχων Τσεχοσλοβάκων…