Το έθνος έκανε εντατικά μαθήματα την περασμένη εβδομάδα, μαθαίνοντας το αμερικανικό πρωτάθλημα μπάσκετ (NBA) και τους Μιλγουόκι Μπάκς, την ομάδα του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Καιρός είναι να μάθει λίγο παρασκήνιο ΝΒΑ και τον Αθανάσιο Θεοχάρη, έναν άλλο σπουδαίο Έλληνα που γεννήθηκε στο Μιλγουόκι.

Ads

Πάμε πρώτα στα της φοροαποφυγής και διαφθοράς. Πολλά από τα μεγάλα αφεντικά του ΝΒΑ, ιδιοκτήτες των επαγγελματικών ομάδων του μπάσκετ, τις χρησιμοποιούν για να πληρώνουν λιγότερους φόρους. Το επιτυγχάνουν αφαιρώντας τις δαπάνες για τις ομάδες( αγορά παικτών κλπ) από το φορολογητέο τους εισόδημα, σαν να πρόκειται για επενδύσεις.

Μαζί με άλλα λογιστικά κόλπα, φτάνουν να πληρώνουν λιγότερα όχι μόνο από τους εκατομμυριούχους παίκτες τους αλλά και από τον τύπο που πουλάει μπίρες στην καντίνα των γηπέδων. Η ερευνητική δημοσιογραφική ομάδα Pro Publica, αναφέρει την περίπτωση του
Στηβ Μπάλμερ, ιδιοκτήτη των Los Angeles Clippers και πρώην διευθύνοντα σύμβουλου της Microsoft.

Για το 2018, ο Μπάλμερ δήλωσε 656 εκατομμύρια δολάρια κέρδη, αλλά είχε συντελεστή φόρου εισοδήματος μόλις 12%. Ο Λεμπρόν Τζέιμς, το μεγάλο αστέρι των Lakers, δήλωσε λιγότερα έσοδα από τον Μπάλμερ, 124 εκατομμύρια δολάρια, αλλά ο συντελεστής με τον οποίο φορολογήθηκε  ήταν σημαντικά υψηλότερος: 35, 9%.

Ads

Ο φορολογικός συντελεστής του δισεκατομμυριούχου  Μπάλμερ ήταν χαμηλότερος ακόμη και από αυτόν της Aντελαϊδας Αβίλα , μιας υπαλλήλου του γηπέδου. Ο συντελεστής με τον οποίο φορολογήθηκε ήταν 14,1% – υψηλότερος από το Μπάλμερ, παρόλο που το εισόδημά του είναι σχεδόν 15.000 φορές μεγαλύτερο από το δικό της. Τα ίδια κόλπα χρησιμοποιούν οι μεγιστάνες ιδιοκτήτες και στα άλλα επαγγελματικά πρωταθλήματα( μπέιζμπολ. ράγκμπι κλπ).

Αν δηλαδή σας περισσεύουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, αγοράστε ομάδες στις ΗΠΑ και θα τα βγάλετε από τους φόρους. Αν όχι, πιείτε στην υγεία των ιδιοκτητών καμιά μπίρα και απολαύστε τον Γιάννη. 

image

Ένας άλλος, λιγότερο γνωστός ήρωας της περιοχής, είναι ο Αθανάσιος Θεοχάρης, που γεννήθηκε στο Μιλγουόκι το 1936. Ο πατέρας του ήταν μετανάστης από την Ελλάδα και με τη μητέρα του Αδελίν, είχαν ένα εστιατόριο. Ο Αθανάσιος μπήκε στα 16 του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, από όπου αποφοίτησε το 1957 με ένα διδακτορικό στην ιστορία.

Το κατόρθωμα του Θεοχάρη είναι ότι έβγαλε στη φόρα όλα τα άπλυτα του FBI και του διαβόητου αρχηγού του, του Εγκαρντ Χούβερ. Αξιοποίησε αριστοτεχνικά το Freedom of Information Act, έναν πολύ προοδευτικό νόμο -στον απόηχο του πολέμου στο Βιετνάμ και του σκανδάλου Γουώτεργκέιτ- που έδινε πρόσβαση στα κρατικά αρχεία( με τα χρόνια, τον ξεδόντιασαν).

Τη δεκαετία του 70, ο Α. Θεοχάρης ερεύνησε σε βάθος τη δράση του διευθυντή του FBI αποκαλύπτοντας πως κατασκεύαζε κατηγορίες για δημόσιους αξιωματούχους σε συνεργασία του με τον γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι και την αντικομουνιστική του εκστρατεία. Ξετρύπωσε τις παράνομες διαρρήξεις του FBI,  την παρακολούθηση των αριστερών, ειρηνιστικών οργανώσεων και την έρευνα της υπηρεσίας για εξωσυζυγικές σχέσεις του προέδρου Αιζενχάουερ, καθώς ο Χούβερ ήθελε να έχει στο χέρι και τους προέδρους των ΗΠΑ. 

image

Από τα πιο σημαντικά ευρήματα του καθηγητή Θεοχάρη ήταν ένα πρόγραμμα παρακολούθησης πολιτών που ξεκίνησε από το F.B. I. και την παραστρατιωτική οργάνωση Αμερικανική Λεγεώνα το 1940 και διήρκεσε μέχρι το 1966. Το F.B. I. χρησιμοποίησε δεκάδες χιλιάδες εθελοντές της οργάνωσης για να κατασκοπεύουν ακτιβιστές, αριστερούς πολίτες και Μαύρους. Στη Δύση μιλάμε μόνο για την άθλια Στάζι αλλά η ιδέα με το αμερικανικό πρόγραμμα ήταν ακριβώς η ίδια. Οι πράκτορες να είναι «τα μάτια και τα αυτιά του FBI », είχε εξηγήσει ο Α. Θεοχάρης σε μια συνέντευξη για ένα από τα βιβλία του καθώς και ένα ντοκιμαντέρ («1971») για το ίδιο θέμα.

Συγγραφέας πολλών βιβλίων, ο Αθανάσιος Θεοχάρης έφυγε από τη ζωή πριν από 15 μέρες, ένα χρόνο μετά τη σύζυγο του Νάνσυ, ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πέθανε πέρυσι. Μια από τις κόρες του είναι συνπρόεδρος της «Εκστρατείας των Φτωχών » μιας οργάνωσης για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Είχα εντοπίσει εδώ και χρόνια την ενδιαφέρουσα δράση του Θεοχάρη και της οικογένειας του. Αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεχίζει να μου αρνείται τη βίζα, λόγω των ντοκιμαντέρ μου, και δυστυχώς έχασα την ευκαιρία να τον συναντήσω από κοντά.