Κάθε σκαπάνη που χτυπάει και που θα χτυπάει το σώμα της Θεσσαλονίκης, μοιραίο είναι να προσκρούει πάνω σε μνήμες του πολιτισμού της. Είτε έρχονται από τα χρόνια τα ελληνιστικά είτε από τα ρωμαϊκά, είτε από τα βυζαντινά είτε από πιο πρόσφατα έτη, το θέμα είναι να μην πληγώνεται αυτό το σώμα. Γιατί αυτού του είδους οι μνήμες είναι τα υποδόρια αγγεία της που τροφοδοτούν το σήμερα.

Ads

Αρκετά πριν από την πρόσφατη – που τείνει να εξελιχτεί σε τραυματική – περίπτωση του Μετρό, η Θεσσαλονίκη αναμετρήθηκε πολλές φορές με την «υπόγεια» ιστορία της και τις περισσότερες φορές  της έδωσε μια θέση στο φως. Χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα του Δικαστικού Μεγάρου, του οποίου η ανέγερση εξαγγέλθηκε και προγραμματίστηκε, από το σχέδιο Εμπράρ ακόμη, στο πάνω μέρος της πλατείας Δικαστηρίων (Η ονοματοδοσία προήλθε από αυτόν τον προγραμματισμό και ως σήμερα με αυτό το «βαφτιστικό» πολλοί αναφέρονται). Όταν το θέμα ανακινήθηκε το 1956 είχαν πραγματοποιηθεί ήδη οι πρώτες ανασκαφικές τομές και η συνέχεια αποτελεί έναν θρίαμβο των αρχαιολόγων, οι οποίοι με τον τρόπο τους διέψευσαν τη στεγνή και άκαμπτη αντίληψη για τα πράγματα, που συχνά τους αποδίδεται. 

Οι εμβληματικοί Μακαρόνας, Πελεκανίδης, Ανδρόνικος και κυρίως ο Φώτης Πέτσας ύψωσαν σχεδόν κυριολεκτικά το ανάστημά τους, προκειμένου να προστατευθούν τα διαφαινόμενα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, ιδίως μετά το 1962, οπότε και ήρθε στην επιφάνεια το Ωδείο, στην Πλατεία της Αρχαίας Αγοράς. Ο τελευταίος έμεινε στη ιστορία για την τολμηρή του κίνηση να αναστηλώσει τον μοναδικό κίονα της ανατολικής στοάς και ορθωμένος μπροστά του παράγγειλε στον απειλητικό χειριστή το εκσκαφικού- προς χάριν του Δικαστικού Μεγάρου- μηχανήματος: «Ρίξε τον κίονα κι εμένα μαζί!». Περιττό να υπενθυμίσουμε σε ποιες κυβερνήσεις ανήκε η σχετική επιμονή για την ανέγερση του Δικαστικού Μεγάρου. Κάπου εκεί στα 1969…

Κι όταν το πείσμα των αρχαιολόγων επικράτησε και το Δικαστικό Μέγαρο μετακόμισε στη σημερινή του θέση, βρέθηκε να πατάει πάνω σε απομεινάρια των βυζαντινών τειχών.  Πάλι επιλέχθηκε η λύση της – έστω άγαρμπης – συγκατοίκησης. Ακόμη και σε περιπτώσεις ήσσονος αξίας λειψάνων, όπως αυτά της οδού Γ’ Σεπτεμβρίου, στην ανατολική πλευρά της Διεθνούς έκθεσης Θεσσαλονίκης, επελέγη η λύση της υπερσκέλισής τους και όχι της μεταφοράς τους, όπως τότε πολλοί ζητούσαν. Ολόκληρος χαμός έγινε για τα απομεινάρια της «εσωτερικής» σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία χρησιμοποιούταν για την τροφοδοσία των στρατιωτών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και που τελικά διεσώθησαν στο στρατόπεδο Κόδρα.

Ads

Μπροστά του, ο συρμός του μετρό που πλησίαζε,  αντίκρισε την ισχυρότερη απόδειξη της αστικής και εμπορικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, τη ρωμαϊκή Εγνατία Οδό.  Την ώρα όμως που όλα ήταν ρυθμισμένα για τη συγκατοίκηση της προόδου με την Ιστορία, ήρθε η κυβέρνηση Μητσοτάκη για να τα θέσει εκτός τροχιάς. Με το “Αποφασίζομεν και διατάσσομεν”. Επειδή νομίζουν ότι με τέτοιες συνθήκες νικούν οι εργολάβοι τους αρχαιολόγους. Ο Πέτσας όμως, θα τους θυμίζει το αντίθετο. Μην μπερδευτείτε! Ο αρχαιολόγος!

Υποσημείωση: “Ο Φώτης Πέτσας και η Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης”, Πολυξένη Βελένη (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, τομ.39/2010)

*Η Δώρα Αυγέρη είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και δημοσιογράφος

**Σε σχέση με την αναφορά στο περιστατικό με τον Φώτη Πέτσα, βασισμένη στην παραπάνω βιβλιογραφική παραπομπή, οι κυρίες  Σοφία Φ. Πέτσα και  Βασιλεία Φ. Πέτσα, κόρες του αείμνηστου αρχαιολόγου, επισημαίνουν : 

Διευκρινίζουμε ότι, κατά τη διάρκεια του περιστατικού με τον εκσκαφέα, ο Φώτης Πέτσας άσκησε μόνο ορθολογική πειθώ με επιμονή. Δεν έκανε μελοδραματικές δηλώσεις εντυπωσιασμού, όπως: «ρίξε τον κίονα και μένα μαζί», «μόνο πάνω από το πτώμα μου δεν θα …» κ.τ.τ. Με έντονο και αποφασιστικό ύφος είπε στον χειριστή λόγια αποτελεσματικά: «Αν ρίξεις την κολόνα, εγώ θα παίρνω ταυτόχρονα φωτογραφίες, που θα κάνουν τον γύρο του κόσμου.» Αυτή είναι η μόνη αλήθεια για το περιστατικό κατά την ανασκαφή της Αρχαίας Αγοράς της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τη διήγηση του εκλιπόντος Φώτη Πέτσα, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σας παραθέσαμε αυτολεξεί τι είπε ο Φώτης Πέτσας, όπως τον ακούγαμε να περιγράφει το γεγονός επανειλημμένα σε συνομιλητές του ερευνητές, διαψεύδοντας άλλες εκδοχές και αφηγήματα.