Το τραγικό –τραγικότατο- είναι ότι χάθηκαν τόσοι άνθρωποι. Αμέριμνοι, ανυποψίαστοι, εκεί που έπιναν τον καφέ τους. Και το πιο σοβαρό της υπόθεσης είναι το εξής: όπως ευθαρσώς και επωνύμως έγραψε η Ευγενία Λουπάκη, η καταστροφή αυτή δεν ήταν καθόλου «πρωτοφανής». Την είχαμε ξαναδεί το 2007, τότε με τον «αρχιστράτηγο άνεμο» και την «ασύμμετρη απειλή». Παρένθεση: ποια απειλή είναι άραγε «συμμετρική» και τί μας νοιάζει; Όλα αυτά θα ήταν χαριτωμένα, αν δεν ήταν –υπό τις περιστάσεις-  τόσο μακάβρια.

Ads

Ακολουθώντας το βιολί που άρχισε με το Μακεδονικό, κάνουμε τώρα ακόμα ένα βήμα στον ανορθολογισμό. Και το κάνουμε πια ως πολιτική τάξη και ως κοινωνία: κρίσεις, συγκρίσεις, επικρίσεις από τον καναπέ, χωρίς ίχνος ευθύνης. Ένα βήμα πιο κει, και περνάμε από το τραγικό στη σφαίρα του τραγικά σουρεαλιστικού. Βγαίνει ο Αμβρόσιος –Θεός φυλάξοι- να μας φωτίσει με το σκοτάδι του. Απειλεί, με μάτι που γιαλίζει από το μίσος, ο Βορίδης. Όλα τάχαμε, βγαίνει κι η Φώφη να ζητήσει να φύγει η κυβέρνηση. Ο μεσαίωνας κι ο πολιτικός αυτισμός στο αποκορύφωμά του!

Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, οι επώνυμοι κι οι πολιτικοί παράγοντες θα είχαν σταθεί τουλάχιστον με μια συστολή απέναντι στο δράμα τόσων και τόσων οικογενειών. Θα είχαν σκεφτεί –πριν μιλήσουν- ότι οι φλόγες με ύψος 30 μέτρα κι ο άνεμος με 120 χιλιόμετρα την ώρα δεν είναι αντιμετωπίσιμα με το «ξόρκι» ενός πίδακα νερού. Θα είχαν αναλογιστεί, έστω και κατόπιν εορτής, την εγκληματική πολιτική στην αυθαίρετη δόμηση που ανέχεται τόσα χρόνια η Πολιτεία. Κι έτσι, αντί να ζητούν την κεφαλή του υπουργού ή του αρχιπυροσβέστη επί πίνακι, θα σιωπούσαν, θα το έραβαν, τουτέστιν θα έβγαζαν τον σκασμό …

Ας μη γελιόμαστε. Καταστροφές σαν κι αυτή βάζουν μπροστά μας τον καθρέφτη της αλήθειας. Δεν νοιαζόμαστε για την κλιματική αλλάγή –αυτά είναι και καλά «ψιλά γράμματα» για κάτι γραφικούς. Δεν νοιαζόμαστε για τα αυθαίρετα –αυτά είναι «ανάγκη του λαού». Δεν νοιαζόμαστε καν για τη σηματοδότηση των δρόμων –μόνο μην περάσει απ’ τη γειτονιά κανας άσχετος και κανας μετανάστης. Μήπως ν’ αρχίσουμε να ανησυχούμε για τις μάντρες;

Ads

Να σας πω για τις μάντρες, γιατί το θέμα το γνωρίζω πρώτο χέρι. Την ακρογιαλιά από Λαύριο στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο (μια άλλη πευκόφυτη περιοχή) την έχω γυρίσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Πότε ως νεαρός ποδηλάτης, πότε ως ψαροντουφεκάς, πότε ως ερωτευμένος που έβρισκε καταφύγιο στα κατσάβραχα και τώρα πια ως ηλικιωμένος που ρεμβάζει. Από ένα σημείο και μετά, η πρόσβαση στην ακτή είναι πραγματικά αδύνατη: μάντρες, τοίχοι, σκυλιά, συναγερμοί, συρματοπλέγματα, όλα αυτά δεν είναι μόνο η επιτομή της αυθαιρεσίας, αλλά και η πιο ηχηρή, η πιο εύγλωτα διατυπωμένη προσβολή του δημόσιου χώρου. Ο γνωστός εθνικόφρων της Κηφισιάς μας προέτρεπε καποτε να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας από τους «λαθρομετανάστες». Αφού όμως λαθρομετανάστες δεν υπάρχουν και οι πρόσφυγες αποδείχτηκαν ψυχούλες, μήπως να ψάξουμε τους ελληνάρες με τη «μερσεντέ» και το  «μπάρμπεκιου», που πίνουν μακαρίως τη φραπεδάρα τους και λιάζουν την κωλάρα τους στις επαύλεις; Δεν είναι μόνο το δικαίωμα να προφυλάξει κανείς τη ζωή του σε περίπτωση πυρκαγιάς καταφεύγοντας στη θάλασσα, είναι και το δικαίωμα να έχει πρόσβαση σ’ αυτά που απλόχερα προσφέρει το ελληνικό τοπίο: τις ακτές, το νερό, το ιώδιο.

Έχοντας πει αυτά, να προχωρήσω και στα του οίκου. Αυτή τη μαραθώνια συνέντευξη με τους υπηρεσιακούς παράγοντες και τον αναπληρωτή υπουργό προστασίας τί τη θέλανε; Πρώτον, όπως εξήγησε σήμερα από τη συχνότητα του 105.5 ο σοβαρότατος και ειδήμων κ. Ξανθόπουλος, να μη βιαζόμαστε να καταφύγουμε σε σενάρια συνομωσίας πριν βεβαιωθούμε ότι υπάρχουν στοιχεία. Και τέσσερις και δεκατέσσερις ταυτόχρονες εστίες φωτιάς μπορεί να δημιουργηθούν από τη μεταφορά της «κάφτρας» που παράγεται από τα αναμμένα κλαδιά, τον φλοιό των δέντρων και τις περίφημες πλέον … κουκουνάρες. Τί νόημα έχει όλη αυτή η περισπούδαστη παράθεση ονομάτων, υπηρεσιών, «πηγών», στοιχείων και φωτογραφιών που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει και –πολύ περισσότερο να ερμηνεύσει; Δεν αποδεικνύεται έτσι η σοβαρότητά μας, ούτε το ενδιαφέρον μας. Το πραγματικό ενδιαφέρον αποδεικνύεται όπως υπέδειξε ο πρωθυπουργός: με την ανάληψη της ευθύνης και του πολιτικού κόστους που θα είχε η μη ανοχή στις αυθαιρεσίες από δω και μετά.

Δεύτερον, αν και θα φανεί αταίριαστο με το θέμα: τί ελληνικά ήταν αυτά στην συνένετευξη;  Με εξαίρεση τον Τζανακόπουλο, που ομιλεί τη γλώσσα, οι άλλοι παράγοντες εδιναν την εντύπωση αποφοίτων από ταχύρυθμο πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής. Και δεν ήταν ούτε η κούραση, ούτε η ταραχή. Ομιλούντες και δημοσιογράφοι περιέπιπταν από αδόκιμο σε αδόκιμο, από συντακτικό λάθος σε συντακτικό λάθος, από πλεονασμό σε πλεονασμό.

Ντροπή θα πείτε. Ντροπή όμως για ‘τόνα, ντροπή για τ’ άλλο, τί άραγε βλέπουμε μέσα στον καθρέφτη, αν όχι το εξάμβλωμα μιας ατομικίστικης κουλτούρας ουδεμίαν σχέση έχουσας με το αρχαίο μέτρο και το κάλλος;  Ωρες-ώρες σκέφτομαι ότι μας άξιζε ο Σημίτης …