Ίσως η πιο επιτυχημένη ιδεολογία ειναι αυτή που έχει καταφέρει να εμφανίζεται ως μη ιδεολογία. Η ιδεολογία του παλαιο- και νεο-φιλευθερισμού  ας πούμε, το προσπάθησε, και το προσπαθεί ακόμα βεβαίως, και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αρνηθεί κάποιος οτι δεν είχε τις επιτυχίες της. Οι ποικίλες μεταμφιέσεις της ως μετα-ιδεολογία, ως ορθολογισμός, ως αξιοκρατία, ως επιστήμη, ως αριστεία, ως κανονικότητα, ως η φυσική τάξη των πραγμάτων, ως καθαρή τεχνοκρατική γνώση, έχουν υπάρξει όντως εξόχως σαγηνευτικές στις διάφορες ιστορικές χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων που διοργανώνουν κάποιοι οικοδεσπότες.

Ads

Αν τα μάτια ξεγελιώνται όμως, τα ρουθούνια μυρίζουν το αίμα κι αναστατώνονται. Εκεί βαθειά στον εγκέφαλο η αμυγδαλή (όχι οι αμυγδαλές που μας τις βγάζαν όταν ήμασταν παιδιά) που θεωρείται μέρος του “πρωτόγονου” εγκεφάλου, επαγρυπνά και δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα, αν και η βιολογία διαμεσολαβεί απλά, δεν καθοδηγεί ποτέ τις κοινωνικές σχέσεις. Γιατί  ιστορικά μιλώντας, άφθονο αίμα έχει χυθεί και συνεχίζει να χύνεται (η ιστορία δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αφορά και το παρόν, ίσως κιόλας αφορά πρωτίστως το παρόν) στα πεδία των ιδεολογικών μαχών. Οταν μιλάμε για ιδεολογικές μάχες δεν μιλάμε προφανώς για μάχες ιδεών που διεξάγονται στον οντολογικό αιθέρα του τρίτου κόσμου των ιδεών όπως τον φαντάστηκε ο φιλόσοφος Karl Popper.

Δεν θα μας απασχολήσει όμως σήμερα η ιδεολογία του νεο-φιλευθερισμού, αλλά μια άλλη ιδεολογία τόσο ανώτερη σε επίπεδο αποτελεσματικότητας που κάνει τον νεο-φιλευθερισμό να φαντάζει σαν πρωτάκι δίπλα σε απόφοιτο του Harvard. Ας σημειωθεί εδώ εν παρόδω, en passant για τους γαλλοθρεμμένους, ότι μετά τις αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα στο Harvard, ίσως το πρωτάκι να μην υστερεί και τόσο πολύ από τον απόφοιτο του Harvard. Ας είναι όμως. Η εν λόγω ιδεολογία είναι τόσο επιτυχημένη που δεν έχει καν όνομα. Τουλάχιστον δεν έχει πολιτογραφηθεί όπως ο νέο – φιλευθερισμός, ο μαρξισμός, ο αναρχισμός για να αναφέρουμε τρείς αναγνωρίσιμες και πολιτογραφημένες ιδεολογίες. Είναι αόρατη τούτη, ή σχεδόν άορατη. Η τέλεια μεταμφίεση, ή σχεδόν τέλεια, για να είμαστε κάπως πιό ακριβείς. Προφανώς αν ήταν τελείως αόρατη δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να την δει κανείς και ο γράφων δεν ισχυρίζεται καθόλου οτι κατέχει το τρίτο μάτι για να βλέπει αόρατες ιδεολογίες.

Ίσως θα μπορούσε να ονομασθεί Ψυχολογισμός αν και αυτό θα προκαλούσε ενεδεχομένως σύγχιση με τον όρο Psychologismus που χρησιμοποιούνταν ευρέως από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1880 μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στις φιλοσοφικές διαμάχες ανάμεσα στους ψυχολογιστές και αντι-ψυχολογιστές,  ή όπως είναι γνωστές σε ορισμένους κύκλους ιστορικών της φιλοσοφίας, Psychologismusstreit.

Ads

Από το 1880 περίπου και μετά, ουκ ολίγοι φιλόσοφοι, Γερμανόφωνοι ως επι το πλείστον, θορυβήθηκαν με μια καινούργια μόδα που άκουγε στο όνομα Ψυχολογία και η οποία με το που εμφανίστηκε στην σκηνή διεκδίκησε με ανήκουστο θράσος ένα μεγάλο κομάτι γνώσης της οποίας το αντικείμενο ήταν ο άνθρωπος και το οποίο μέχρι τότε “ανήκε” στους φιλοσόφους. Δεν επρόκειτο φυσικά μόνο για μια μάχη που διαδραματίστηκε  στις κλειστές αίθουσες και τα περιοδικά της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, αλλά που συνδεόταν με ποικίλους τρόπους με τις ευρύτερες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαμάχες στην Γερμανία και πέραν της Γερμανίας φυσικά. Οι απόηχοι των εξεγέρσεων / επαναστάσεων σε διάφορα Γερμανικά κρατίδια το 1848-9 ακούγονταν ακόμα απειλητικοί στα αυτιά όσων απειλήθηκαν από αυτές.

Παράλληλα με την ανάπτυξη της λεγόμενης ψυχολογίας ή πειραματικής ψυχολογίας, εμφανίστηκε και ο γερο Φρόυντ στην σκηνή – αν και τότε ήταν ακόμα νέος – από το κεφάλι του οποίου γεννήθηκε η ψυχανάλυση, περίπου όπως γεννήθηκε η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Για του πόνους του τοκετού o Φρόυντ σνίφαρε τόσα χιλιόμετρα γραμμές κόκας που αν τις ένωνε κανείς, θα έφτανε η γραμμή από την Βιέννη στην Νεα Υόρκη και πίσω. Αλλά ας μην είμαστε άδικοι με τον ιδρυτή, ή γεννήτορα, της ψυχανάλυσης. Αυτό που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει είναι οι ιδέες του και όχι το πόση κόκα σνίφαρε.

Πάντως η ψυχανάλυση δεν άργησε να φτάσει τελικά στην Νέα Υόρκη και στο Τόκιο, στο Μπουένος Αιρες, στην Καλκούτα (έτσι για το ιστορικό στις αρχές της δεκαετίας του 1920), στο Γιοχάνεσμπουργκ και αλλού.

Μάθαμε να μιλάμε για τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία (και καλά κάναμε και τα μάθαμε αυτά, όσοι τα μάθαμε, αν και ίσως ακόμα δεν τα χουμε μάθει και τόσο καλά και παπαγαλίζουμε αντί να μιλάμε) αλλά για την τρομαχτική επέκταση σε εύρος και διείσδυση σε βάθος του “ψυχολογικού λόγου” ακόμα ψελλίζουμε κάπως αμήχανα.

Βεβαίως ο ψυχολογικός λόγος δεν είναι ενιαίος. Υπάρχουν διαφορές τόσο ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την ψυχολογία όσο και μέσα στην ίδια την παράδοση της ψυχανάλυσης, με διάφορες συχνά σφοδρά αντιμαχόμενες  σχολές, όπως υπάρχουν και διαφορές μέσα στην ακαδημαϊκή παράδοση της ψυχολογίας (όποιος έχει το κουράγιο ας κάτσει να μετρήσει πόσες διαφορετικές σχολές και προσεγγίσεις κυκλοφορούν στην αγορά, αν μετρήσει κάτω από εκατό θα έχει πέσει πολύ έξω, αν μετρήσει πάνω από χίλιες μάλλον θα έχει σνιφάρει πολλή κόκα και θα χει χάσει τον λογαριασμό).

Οι διαφορές όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το ιστορικό φαινόμενο της διάδοσης / επέκτασης και διείσδυσης αυτού που αποκαλούμε ακόμα κάπως πρόχειρα και ομολογουμένως άκομψα “ψυχολογικός λόγος”. Το φαινόμενο της ψυχολογικοποίησης  της καθημερινής ζωής. Από την γέννα μέχρι τον θάνατο. Πώς να φέρεστε στα παιδιά σας. Πώς να φέρεστε στην δουλειά σας. Πώς να διαλέξετε τον κατάλληλο σύντροφο. Πώς αν χωρίσετε να διαχειριστείτε τον χωρισμό σας. Πώς να κλαίτε, πώς να θυμώνετε, πώς να ερωτεύεστε.

Και όχι μόνο της καθημερινής ζωής, αλλά και της ίδιας της ιστορίας.

Η εκκοσμίκευση στην Δύση αντικατάστησε τον πάστορα / τον πνευματικό με τον ψυχολόγο, την ποιμαντική λειτουργία της εκκλησίας με την διαμορφωτική/ συμμορφωτική/καθοδηγητική λειτουργία της ψυχολογίας μέσα από την κατασκευή ενός υποκειμένου που είναι αντικείμενο παρατήρησης, ανάλυσης και τελικά “θεραπείας” δηλαδή συμμόρφωσης στο ιδεώδες του καλού πολίτη, του – της καλού – ής συζύγου, του καλού πατέρα, της καλής μητέρας, ή “αρκετά καλής” τελος πάντων (good enough), του καλού εργαζόμενου, του καλού εργοδότη, του καλού αφεντικού.

Οποιος αντιστέκεται ακόμα σ’ αυτήν την εξαιρετικά επιτυχημένη ιδεολογία του Ψυχολογισμού έχει ήδη ανακηρυχθεί προβληματικός, νευρωτικός, διαταραγμένος. Πώς είναι δυνατόν να μην θέλει κάποιος να “θεραπευτεί”; Πώς είναι δυνατόν να αντιστέκεται κανείς σ’ αυτό που είναι για το καλό του? Η ψυχανάλυση όχι μόνο απαντάει σ’ αυτό το ερώτημα, το θέτει εξ αρχής και το θεσμοθετεί ως πρωταρχικό ερώτημα για το οποίο παρουσιάζεται ή ίδια ως απάντηση. Ο Karl Kraus, ένα σπάνιο πνεύμα στην Ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αιώνα και ένας από τους πρώτους επικριτές της ψυχανάλυσης έλεγε με την οξυδερκή καυστικότητα του ότι η ψυχανάλυση είναι η αρρώστεια που καλείται η ίδια να θεραπεύσει. Η ψυχανάλυση κατασκευάζει το σύμπτωμα και κατασκευάζοντας το κατασκευάζει το ίδιο το υποκείμενο. Ένα ιδιαίτερο υποκείμενο, υποταγμένο να ζεί ανάμεσα στην ανόητη ευτυχία που αδιαφορεί για την δυστυχία του άλλου και την αδιάφορη (σολιψιστική) δυστυχία που δεν αντέχει  την ύπαρξη του άλλου.

Η αντίσταση ψυχολογικοποιείται έτσι ώστε να μπορεί να καμφθεί  μέσα στην θεραπεία. Όσο κρατήσει αυτή. Πέντε χρόνια, δέκα χρόνια, ατέρμονα, δεν έχει σημασία. Αυτή είναι η δουλειά της ψυχανάλυσης και η επιτυχία της. Η αέναη επιχείρηση εξημέρωσης των αντιστάσεων, ή νοηματοδότησης όπως αρέσκονται να λένε αυτάρεσκα οι ψυχαναλυτές. Μόνο που το νόημα έχει δοθεί a priori. Το μόνο που μένει είναι να πειστεί ο θεραπευόμενος. Να πειστεί ότι το νόημα το βρήκε το ίδιος.

Μιλάμε για ένα φαινόμενο που καταφέρνει ακόμα να παραμένει σχετικά ά-φαντο. Δεν πρόκειται για κάποια καλοστημένη συνωμοσία ή κάποιο ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα. Δεν είναι ότι δεν γίνονται συνωμοσίες. Γίνονται μια χαρά, από την συνωμοσία του Κατιλίνα (Lucius Sergius Catilina) μέχρι την συνωμοσία του Watergate, η ιστορία έχει συνωμοσίες να φάνε κι οι κότες. Ωστόσο εδώ πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να αναχθεί στον σχεδιασμό κάποιων επώνυμων μπαγαπόντηδων. Ναι, ο Φρόυντ μπορεί να ήταν ένας εξαιρετικά σαγηνευτικός μπαγαπόντης αλλά θα ήταν όχι μόνο απλοϊκό αλλά και άκρως παραπλανητικό να αποδώσουμε την κοινωνική σαγήνη της ψυχανάλυσης στον Φρόυντ.

Πάντως σε μας εδώ άργησε κάπως να φτάσει παρόλο που ο Φρόυντ επισκέφτηκε την Ακρόπολη το 1904. Για πρώτη και τελευταία φορά. Ισως δεν ξαναπάτησε το πόδι του γιατί εκεί πάνω στον βράχο έπαθε ένα κοκομπλόκο κατά δική του ομολογία, μια παράξενη σύγχιση και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πραγματικά αυτή εκεί ήταν η Ακρόπολη κι ότι εκείνος ήταν εκεί. Μάλλον το χε κάψει το πρωί στο ξενοδοχείο με τις κόκες. Αλλά και στις κόκες να μην το χε κάψει, το χε ήδη κάψει με την Αρχαία Ελλάδα, άλλο φανταζόταν κι άλλο είδε, πράγμα απόλυτα κατανοητό για τα πολιτικά συμφραζόμενα στην Γερμανία τον 19ο αιώνα όταν άνθιζε μια ολόκληρη “βιομηχανία” κατασκευής της Γερμανικής ταυτότητας βασισμένη εν μέρει πάνω σε μια εξιδανικευμένη εικόνα της αρχαίας Ελλάδας. Μια από τις ιδιατερότητες της πολιτικής ανάπτυξης της Γερμανίας κατά τον 19ο και το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, αυτό που Γερμανοί ιστορικοί έχουν ονομάσει Sonderweg (ξεχωριστό/ιδιαίτερο μονοπάτι) ήταν ακριβώς η καλλιέργεια μιας πολιτικής και ιδεολογικής κουλτούρας εμπνευσμένης από φανταστικά και φαντασματικά αρχαιοελληνικά στοιχεία, η οποία ενσωματώθηκε σε θεσμούς όπως η εκπαίδευση. 

Εδώ να σημειωθεί ότι η θεωρία του sonderweg είναι προβληματική τουλάχιστον ως προς τούτο: δεν ήταν μόνο η Γερμανία που ακολούθησε ένα ιδιαίτερο μονοπάτι τον 19ο αιώνα σε αντιδιαστολή με άλλες χώρες που υποτίθεται ότι ακολούθησαν ένα “κανονικό”  μονοπάτι. Kαμμία χώρα δεν ακολούθησε ένα “κανονικό” μονοπάτι πολιτικής ανάπτυξης. Ολες είχαν ιδιαιτερότητες οι οποίες ήταν συνυφασμένες τόσο με την εσωτερική κοινωνική δομή και κοινωνικούς ανταγωνισμούς όσο και με την σχεσιακή θέση της κάθε χώρας στο διεθνές στερέωμα. Αυτό δεν αναιρεί ωστόσο την ιδιαίτερη σχέση που είχε η Γερμανία με την αρχαία Ελλάδα.  Η Βικτωριανή Αγγλία η οποία είχε επίσης επενδύσει σε μια ιδιαίτερη σχέση με το αρχαιοελληνικό φάντασμα αλλά με αισθητά διαφορετικό τρόπο από τον Γερμανικό, είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Φρόυντ λοιπόν για να ξαναγυρίσουμε στο δικό μας παιδί-γέρο, ήταν παιδί του Γερμανικού Ιδεαλισμού όσο ήταν και παιδί του μπαμπά του:  του Γερμανικόυ Ιδεαλισμού που έδινε έμφαση στην καλλιέργεια της εσωτερικότητας /εσωτερικής ανάπτυξης (Innerlichkeit) αποθαρρύνοντας έμμεσα αλλά και άμεσα την συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι ακόμα και την ενασχόληση με την πολιτική. Ολη η ψυχανάλυση είναι χτισμένη πάνω σ’ αυτό, παρά τα κλαψουρίσματα και τις τάχα μου ενστάσεις ψυχαναλυτών ότι η ψυχανάλυση δεν ματαιώνει το κοινωνικό και πολιτικό. Η ψυχανάλυση όχι μόνο δεν ξέρει να μιλήσει για το κοινωνικό-πολιτικό, αλλά έχει φτιάξει μια γλώσσα και πρακτική η οποία στοχεύει συστηματικά και αμείλικτα στην από-κοινωνικοποίηση / από-πολιτικοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Το ότι βγαίνουν οι ψυχαναλυτές και μιλάνε για κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα, όχι μόνο δεν αναιρεί τη παραπάνω πρόταση, την επιβεβαιώνει. Οι φαρσο-κωμικές απόπειρες τους να αρθρώσουν κοινωνικό-πολιτικό λόγο είναι ανεξίτηλα στοιχειωμένες από το φετίχ της ψυχοπαθολογίας. Δεν μπορούν να φανταστούν το κοινωνικό γίγνεσθαι χωρίς αντίστοιχες ψυχοπαθολογίες. Κι αν οι παληές ψυχοπαθολογίες εξέλιπαν, πχ  η υστερία που τόσο δεξιοτεχνικά κατασκεύασε ο Charcot στο αμφιθέατρο της  Salpêtrière, τον οποίο τόσο θαύμαζε ο Φρόυντ, κανένα πρόβλημα. Ο κόσμος εξελίσσεται ή τουλάχιστον αλλάζει. Ετσι λοιπόν αυτό-προσκαλούνται τώρα να αντιμετωπίσουν  νέες ψυχοπαθολογίες, αφού πρώτα τις κατασκευάσουν φυσικά. Και μας καλούν κι εμάς να συμμετέχουμε.

Για το ιστορικό, ο Φρόυντ ανέλυσε ο ίδιος το περιστατικό στην Ακρόπολη μετά από καμιά τριανταριά χρόνια χρόνια, το ψαχνε φαίνεται στο ενδιάμεσο, αλλά η ανάλυση του είναι τόσο βαρετή και προβλέψιμη, σχεδόν ταυτολογική, όσο και η ψυχανάλυση η ίδια. Μίλησε για τις ενοχές του και τις επιθυμίες του σε σχέση με τον μπαμπά του και σχεδόν εκατό χρόνια μετά οι εκπαιδευόμενοι και εκπαιδευμένοι ψυχαναλυτές διαβάζουν ακόμα με δέος και σχολιάζουν την ανάλυση του.

Τουλάχιστον να περιοριζόντουσαν να σχολιάζουν τον Φρόυντ, να αναλύουν τον φθόνο του πέους, τον τρόμο του ευνουχισμού και ότι άλλο γουστάρουν εν πάση περιπτώσει, ας πάει και το παληάμπελο. Αλλά δεν περιορίζονται φυσικά σ’ αυτό. Αν ήταν έτσι δεν θα μιλούσαμε για ιδεολογία αλλά για ένα χόμπυ.

Εχουν το θράσος και την αλαζονεία να μιλούν επι παντός κοινωνικού επιστητού χωρίς φυσικά να αναγνωρίζουν το θράσος και την αλαζονεία τους. Εμφανίζονται κιόλας ταπεινοί και προβληματισμένοι για τα δεινά του κόσμου. Τους το επιτρέπει αυτό ο ιστορικά θεσμικός αλλά και υπερ-θεσμικός ρόλος του ψυχολογικοποητικού λόγου που έχει εδραιωθεί τόσο σε θεσμούς και μηχανισμούς (εκπαίδευση, στρατός, εργασία, δικαιοσύνη) όσο και σε συμβολικό επίπεδο.

Μεγάλη η χάρη του Φρόυντ και των ιεραποστόλων του. Πήρε τα αφεντικά πάνω από το κεφάλι μας και τα βαλε μέσα στο κεφάλι μας με την προσταγή να ξεκαθαριστούν οι λογαριασμοί εκεί.

Ευτυχώς οι Μαπούτσε στην Χιλή ακόμα αντιστέκονται. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Ισως αν δεν καταφέρει ο νέο-φιλευθερισμός να τους εξημερώσει, να επιστρατεύσει την βοήθεια του ψυχολογισμού με τον οποίον έχει στενή ιστορική, όχι μόνο εκλεκτική, συγγένεια. Οι ψυχαναλυτές  και κάθε λογής ψυχολόγοι περιμένουν την πρόσκληση και τρίβουν τα χέρια τους.