Τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2021 αλλά και η δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης της 30 Νοεμβρίου βάσει της οποίας ορίζονται τα κριτήρια για την κατανομή της ετήσιας τακτικής επιχορήγησης στα ΑΕΙ δημιουργούν ένα νέο τοπίο στα πανεπιστήμια. Έναντι αυτού του νέου τοπίου οφείλουμε να δούμε τη χρηματοδότηση ως προς το μέγεθος της («πόσα λεφτά»), ως προς τα κριτήρια κατανομής της («τι θα κάνουμε τα λεφτά») και ως τις δυνατότητας έγκαιρης και ουσιαστικής αξιοποίησης της («να μην υπάρξουν πεταμένα λεφτά»).

Ads

Χωρίς αυτή τη συστημική ματιά η όποια συζήτηση θε περιοριστεί στους χάριν του τηλεοπτικού κοινού διαξιφισμούς περί του «ποιος έδωσε τα πιο πολλά». Η πλήρης κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των πανεπιστημίων οφείλει να είναι το ελάχιστο σημείο ορισμού του μεγέθους της χρηματοδότησής τους. Παρ’ όλους τους περιορισμούς των λειτουργικών δαπανών που έγιναν στα πανεπιστήμια, η προϋπόθεση αυτή δεν ικανοποιήθηκε στο διάστημα 2009 – 2016.

Η επαναφορά σε μια εύθραυστη κανονικότητα χρηματοδότησης το 2017 απειλείται από τον κυβερνητικό σχεδιασμό εφαρμογής, για πρώτη φορά το 2022, ενός νομοθετικού πλαισίου βάσει του οποίου το 80% της τακτικής επιχορήγησης των ΑΕΙ κατανέμεται σύμφωνα με «ορισμένα κριτήρια» ενώ το 20% κατανέμεται σύμφωνα με «κριτήρια και δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων». Δείκτες που θα προκύπτουν από τις αξιολογήσεις των πανεπιστημίων από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.). Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος τρόπος κατανομής της χρηματοδότησης είναι απολύτως αντικειμενικός καθώς προκύπτει από «αυστηρά ποσοτικοποιημένα κριτήρια και δείκτες».

H αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες πάντα υπήρχε ένας αλγόριθμος ποσοτικοποίησης της κατανομής της χρηματοδότησης στα πανεπιστήμια. Ο αλγόριθμος αυτός πρόκυπτε από συζητήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας με τη Σύνοδο των Πρυτάνεων. Εξαιρέσεις από τον κατά καιρούς συμφωνημένο αλγόριθμο υπήρξαν για έκτακτους λόγους: ενίσχυση νέων Τμημάτων και πανεπιστημίων, επιχορηγήσεις συγκεκριμένου σκοπού (π.χ. αποπληρωμή χρόνιων οφειλών του ΑΠΘ στη ΔΕΗ) κλπ. Ο αλγόριθμος όμως που τώρα θεσμοθετείται συγκροτεί το πλέον χειραγωγούμενο μοντέλο χρηματοδότησης των πανεπιστημίων που έχει υπάρξει τις τελευταίες δεκαετίες. Πίσω από τεχνοκρατικά διατυπωμένους ορισμούς κρύβονται πολιτικές επιλογές που καταργούν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και στερούν την ακαδημαϊκή κοινότητα από την αυτονομία καθορισμού της πορείας ανάπτυξης της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών.

Ads

Τα «ορισμένα κριτήρια» που θέτει η κυβέρνηση για την απόδοση του 80% της χρηματοδότησης αφορούν τον αριθμό φοιτητών ανά πρόγραμμα σπουδών, το εκτιμώμενο ετήσιο κόστος σπουδών ανά φοιτητή, τη διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, το μέγεθος και γεωγραφική διασπορά κάθε πανεπιστημίου. Όλα αυτά έχουν καθοριστεί από το Υπουργείο Παιδείας με προσχηματική μόνο διαδικασία διατύπωσης προτάσεων από τα πανεπιστήμια. Στην πραγματικότητα τα τέσσερα αυτά κριτήρια δεν καλύπτουν ουσιαστικές πτυχές του κόστους λειτουργίας των πανεπιστημίων. Για παράδειγμα, το εκτιμώμενο κόστος σπουδών ανά φοιτητή δεν μπορεί να υπολογίζεται ως ενιαίο μέγεθος για όλα τα πανεπιστήμια απλά και μόνο βάσει των απαιτήσεων κάθε γνωστικού αντικειμένου.

Η γεωγραφική θέση του κάθε πανεπιστημίου μεταβάλει σημαντικά το κόστος λειτουργίας καθώς συνδέεται με ανελαστικές δαπάνες: άλλο το κόστος θέρμανσης ενός κτιρίου στη Φλώρινα και άλλο στο Ηράκλειο ανεξαρτήτως του γνωστικού αντικειμένου του Τμήματος που στεγάζεται στο κτίριο. Επιπλέον των στρεβλώσεων που σκόπιμα προκύπτουν από την χρήση μόνο αυτών των τεσσάρων «ορισμένων κριτηρίων», σημαντικά προβλήματα προκύπτουν στους συντελεστές βαρύτητας με τους οποίους πολλαπλασιάζονται τα «ορισμένα κριτήρια» για να προκύψει η κατανομή του 80% της χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, αναρωτιέται κανείς γιατί ο δείκτης «γεωγραφικής διασποράς» πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 6% και όχι με μια άλλη τιμή. Ας μην ξεχνάμε ότι όσο αυξάνεται ο εν λόγω συντελεστής, τόσο ενισχύεται η χρηματοδότηση των δέκα επαρχιακών πανεπιστημίων που λειτουργούν σε διαφορετικές πόλεις ή ακόμα και διαφορετικά νησιά. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε ότι η διαφορά του κόστους λειτουργίας ανάμεσα στα πανεπιστήμια που εδρεύουν σε μια μόνο πόλη (δηλ. στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη) και στα επαρχιακά πανεπιστήμια με πολλαπλές εστίες είναι παραπάνω από 6%. Η περίπτωση αυτή δείχνει ότι η επιλογή συντελεστών βαρύτητας με τους οποίους πολλαπλασιάζονται τα «ορισμένα κριτήρια» υποκρύπτει σαφέστατες κυβερνητικές παρεμβάσεις.

Εξίσου σημαντικά προβλήματα προκύπτουν στον υπολογισμό της κατανομής του 20% της χρηματοδότησης  βάσει της αξιολόγησης «ποιότητας και επιτευγμάτων» της ΕΘ.Α.Α.Ε. Κάθε ένα από τα κριτήρια, τους δείκτες και τους συντελεστές που χρησιμοποιούνται στον εν λόγω υπολογισμό επιδέχεται λεπτομερούς κριτικής. Καταρχήν, οι «δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων» έχουν επιβληθεί από την ΕΘ.Α.Α.Ε. στα πανεπιστήμια. Δεν δόθηκε στα πανεπιστήμια η δυνατότητα να συνδιαμορφώσουν τους εν λόγω δείκτες αλλά μόνο να αρκεστούν στην επιλογή ποιων 3 από τις 5 προκαθορισμένες ενότητες δεικτών θα αξιολογηθούν.

Τα βιβλιομετρικά εργαλεία και τα κριτήρια απήχησης που χρησιμοποιούνται για να παραχθούν αυτοί οι δείκτες σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν ισότιμα όλα τα ακαδημαϊκά πεδία και υποεκτιμούν τη συνεισφορά των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών και τεχνών, υποτιμούν τη βασική έρευνα σε όλες τις επιστήμες, ευνοούν μονοσήμαντα την αγγλόφωνη ακαδημαϊκή δραστηριότητα υπονομεύοντας τις εθνικές γλώσσες αλλά και τα γαλλόφωνα και γερμανόφωνα ακαδημαϊκά πλαίσια, δίνουν βαρύτητα στα εφαρμογές που συνδέονται «με την τρέχουσα ζήτηση στην αγορά» και αδιαφορούν για τα μαθησιακά αποτελέσματα της πανεπιστημιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όλα αυτά έχουν εκτενώς αναλυθεί στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία για πάνω από δύο δεκαετίες.

Η κριτική που έχει ασκηθεί έχει οδηγήσει στην κατεύθυνση  υιοθέτησης ποικιλόμορφων και λιγότερο ποσοτικο-λάγνων διαδικασιών αποτίμησης του ακαδημαϊκού έργου. Δεν υποστηρίζουμε ότι αυτά τα βιβλιομετρικά εργαλεία και κριτήρια απήχησης δεν προσφέρουν μια όψη κατανόησης της ακαδημαϊκής πραγματικότητας. Υποστηρίζουμε ότι είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε και να σταθούμε κριτικά στις συνέπειες της χρήσης τους, να κατανοήσουμε ποιες όψεις της ακαδημαϊκής πραγματικότητας δεν καλύπτουν και να μην αδιαφορήσουμε για αυτές.

Ας υποθέσουμε ότι ένα πανεπιστήμιο αποτυγχάνει να ικανοποιήσει επαρκώς τους δείκτες της ΕΘ.Α.Α.Ε. και μειώνεται η χρηματοδότησή του. Αυτό σταδιακά θα επηρεάσει αρνητικά και το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Γιατί όμως οι φοιτητές/τριες τιμωρούνται από την πολιτεία για κάτι που δεν ευθύνονται και πώς αυτό συνδέεται με συνταγματικές επιταγές, προτάγματα ίσης μεταχείρισης και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας; Έναντι αυτού του ολοκληρωτικού, υπερ-συγκεντρωτικού και τιμωρητικού τρόπου χρηματοδότησης των πανεπιστημίων μπορούμε να αντιτάξουμε ένα άλλο πλαίσιο που θα έχει ως βασικό κριτήριο όχι τόσο την «παρούσα κατάσταση» (λογική επίδοσης) των πανεπιστημίων μας αλλά το «πού θέλουμε να πάμε» τα ελληνικά πανεπιστήμια (λογική στρατηγικών ανάπτυξης). Ένα τέτοιο πλαίσιο υπερβαίνει και το ψευδοδίλλημα «επιβράβευση των καλύτερων» ή «ισότιμη κατανομή πόρων».

Η χρηματοδότηση των ΑΕΙ μπορεί να αποτελέσει ένα από τα βασικά εργαλεία αλλαγής παραδείγματος των πανεπιστημίων αλλά και συνολικά της χώρας. Όταν αναφερόμαστε σε αλλαγή παραδείγματος εννοούμε ένα πλαίσιο πολιτικής που θα απαντά στις προτεραιότητες μιας κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά βιώσιμης ανάπτυξης, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού σε Ελλάδα και εξωτερικό, στην ενίσχυση της κοινωνικής και περιφερειακής συνοχής και της κοινωνικής ισότητας, στην πραγματική διεθνοποίηση χωρίς εκπτώσεις αγοραίων προσανατολισμών. Αυτό το παράδειγμα θα πρέπει ταυτόχρονα να εγγυάται το πανεπιστήμιο ως χώρο καλλιέργειας της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών σε μια απόσταση ασφαλείας από τις επιταγές του παρόντος.

Με απλά λόγια, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων πρέπει να συνδυάσει δύο αντιφατικά πλαίσια που το ένα θέτει προτεραιότητες και το άλλο λειτουργεί με μοντέλα παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης χωρίς τελεολογικούς περιορισμούς. Βέβαια, η ιστορία της επιστήμης ξεκάθαρα δείχνει ότι τα πιο σημαντικά άλματα έγιναν όταν η έρευνα κινούνταν εκτός των κυρίαρχων επιστημολογικών ρευμάτων. Ως εκ τούτου, η θεωρούμενη αντίφαση είναι σε κάποιο βαθμό επίπλαστη.

Αυτό το μοντέλο χρηματοδότησης θα έχει δικλείδες κριτικού αναστοχασμού των αποτελεσμάτων του χωρίς όμως να επιβάλει «μια μεζούρα για όλους». Αν εξετάσουμε με ίδια κριτήρια την τρέχουσα επίδοση μιας ακαδημαϊκής μονάδας με έναν αιώνα ακαδημαϊκού παρελθόντος με την τρέχουσα επίδοση ακαδημαϊκών μονάδων με περιορισμένο ακαδημαϊκό παρελθόν εξ ορισμού θα καταλήξουμε στην ενίσχυση της πρώτης.

Αυτό αφενός οδηγεί τις αδύναμες ακαδημαϊκές μονάδες να γίνουν περισσότερο αδύναμες και εντέλει αποδυναμώνει συνολικά το ακαδημαϊκό σύστημα της χώρας. Αν όμως οργανώσουμε τον κριτικό αναστοχασμό μας βάσει διαφορετικών στόχων θα καταλήξουμε να δυναμώσουμε όλες τις κατηγορίες ακαδημαϊκών μονάδων. Μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλει συνολικά στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων μας. Ένα τέτοιο πλαίσιο χρηματοδότησης θα πρέπει να λαμβάνει σίγουρα υπόψη όχι μόνο τους διαθέσιμους πόρους αλλά και τους άυλους, να συνδέεται με ένα ευρύτερο όραμα για την χώρα και τον κόσμο, να συνυπολογίζει τις άλλες πηγές κρατικής χρηματοδότησης (π.χ. ΠΔΕ), να προσανατολίσει το μέγιστο των διαθέσιμων πόρων στις ανάγκες των πανεπιστημίων και όχι σε ατέρμονες και κοστοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες «αξιολόγησης / πιστοποίησης».

Τέλος, πέραν του μεγέθους της χρηματοδότησης και των κριτηρίων κατανομής της είναι εξίσου σημαντικό να οργανώσουμε με πιο παραγωγικό τρόπο την πραγματική υλοποίηση της χρηματοδότησης. Αυτό απαιτεί ενίσχυση του προσωπικού διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, αξιοποίηση των προτάσεων που οι Γενικές Διευθύνσεις Ανώτατης Εκπαίδευσης και Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας έχουν καταθέσει την τελευταία τριετία, δέσμευση ως προς τις ημερομηνίες και τις διαδικασίες απόδοσης των δόσεων της χρηματοδότησης.

Το πλαίσιο χρηματοδότησης των πανεπιστημίων που τώρα εγκαινιάζεται είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών εμμονών, άγνοιας των διεθνών εξελίξεων και επιλογών εγκλωβισμού των πανεπιστημίων σε μια σχέση πελατειακής εξάρτησης. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου και της ΕΘ.Α.Α.Ε. δημιουργούν έναν γραφειοκρατικό κυκεώνα. Έναντι αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απαντήσει με φαντασία δεσμευόμενος σε ένα πλαίσιο χρηματοδότησης που θα έχει ως βασικό κριτήριο όχι την τιμωρητική παρέμβαση επί της παρούσας κατάστασης των πανεπιστημίων μας αλλά τις στρατηγικές αναπτυξιακές προοπτικές της ακαδημαϊκής μας κοινότητας και της χώρας.

*Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο ΑΠΘ