Τα εμποτισμένα με το τοξικό ρατσιστικό δηλητήριο παιδιά, ήταν μια από τις οδυνηρότερες καταστάσεις που βιώσαμε σε αυτή την παρατεταμένη κρίση.

Ads

Ανατριχιάσαμε με τις εθνικιστικές καταλήψεις και τις διαδηλώσεις και κάποιοι δακρύσαμε βλέποντας τα βίντεο, τα τραβηγμένα μέσα σε σχολικά προαύλια με τα παιδιά να φωνάζουν «έξω οι λαθρομετανάστες από τα σχολεία μας». Την χλεύη και τον μισανθρωπισμό εξέφραζαν με πλήθος επιθέτων της φασιστικής κουλτούρας των ενηλίκων. Βρομιάρηδες, μιάσματα, εγκληματίες κλπ. Βέβαια ευτυχώς, η «επιδημία» αυτή, δεν ήταν γενικευμένη. Η πλειοψηφία της σχολικής κοινότητας αντιστάθηκε ευτυχώς.

Μία από αυτές τις καταλήψεις, πραγματοποιήθηκε στο ΕΠΑΛ Γιαννιτσών, τον περασμένο Νοέμβρη. Δεν πέρασαν ούτε πέντε μήνες και στην ίδια περιοχή ξαναπραγματοποιείται κατάληψη σε σχολείο λόγω κοροναϊού. Οι μαθητές αυτοί τη φορά δεν στιγματίζουν ως ανεπιθύμητα τα προσφυγόπουλα, αλλά τους Έλληνες συμμαθητές τους. Δεν θέλουν τους συμμαθητές τους που επέστρεψαν από την Ιταλία, όπου εμφανίστηκε το κρούσμα πριν εμφανιστεί στη χώρα μας.

Πόσο γρήγορα γυρίζει αυτή η ρουλέτα; Πόσο σύντομα η ζωή, δείχνει σε κάποιους πως το μαχαίρι του φασισμού και του ρατσισμού, θέλει ένα κλικ για να στραφεί εναντίον σου. Ενάντια στο παιδί σου.  Και να γίνεις εσύ ο ίδιος το μίασμα, ο επικίνδυνος, ο ανεπιθύμητος. Τώρα είναι το δικό σου παιδί που ζητούν να μείνει εκτός. Χωρίς κανέναν λόγο. Χωρίς να έχει διαπράξει κανένα έγκλημα. Μόνο και μόνο, επειδή τα παιδιά αυτά εξασκήθηκαν στον κοινωνικό αυτοματισμό που ορίζουν τα αντανακλαστικά του φασισμού. Εξασκήθηκαν τόσο καλά στα σπίτια τους, το κοινωνικό τους περιβάλλον και τα ΜΜΕ, που σαν έτοιμα από καιρό, πέταξαν έξω με την πρώτη ευκαιρία τους ίδιους τους τους φίλους. Ευτυχώς, το σχολείο δεν έκανε δεκτό το αίτημα τους.

Ads

Πάμε τώρα στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου. Ένα ταλαιπωρημένο τμήμα της Ελληνικής επαρχίας, που κλήθηκε να πληρώσει την ανικανότητα του κράτους αλλά και την άρνηση της ΕΕ να υποδεχτεί τους πρόσφυγες για τον ξεριζωμό των οποίων έχει ευθύνη. Οι κάτοικοι έζησαν πρωτοφανείς για εκείνους καταστάσεις αστυνομικής βίας και καταστολής. Τραυματίστηκαν πολίτες και ανταπέδωσαν το ξύλο σε άνδρες των ΜΑΤ. Είδαν τα ΜΑΤ να σπάνε τα αυτοκίνητά τους και μετά να βάζουν φωτιά στο δάσος τους. Μίλησαν για καθεστώς στρατιωτικής κατοχής και στο τέλος ανάγκασαν την κυβέρνηση να υποχωρήσει άρον άρον.

Για τους κατοίκους της Λέσβου και της Χίου μπορεί να ήταν πρωτοφανείς οι σκηνές. Για την Ελλάδα όχι. Εκτός από τα παραδείγματα της Κερατέας και της Χαλκιδικής, όσοι έχουμε κατέβει σε διαδηλώσεις έχουμε πάρει ισχυρές δόσεις κρατικής βίας, αξέχαστες για την ακρίβεια. Για να μη μιλήσουμε για τα πρόσφατα επεισόδια στα Εξάρχεια. Για το ξύλο που έφαγαν τυχαίοι  περαστικοί, τις αναίτιες προσαγωγές, το ξεγύμνωμα ανθρώπων στους δρόμους. Όσο όμως δεν είναι η μπότα πάνω από το δικό μας κεφάλι, δύσκολα αντιδράμε.

Το καλό σενάριο λοιπόν είναι να πάρουμε τα μαθήματά μας από τον κορονοϊό και από τα νησιά του Β. Αιγαίου και να ξυπνήσουμε. Μια σταλιά ενσυναίσθηση και αίσθημα δικαίου αρκεί για να καταλάβουμε πως ο εχθρός δεν είναι ο μετανάστης και ο καταληψίας. Ούτε οι εστίες του κακού οι καταλήψεις τους. Αν καταλάβουν πως ο φασισμός, πρώτα έρχεται για τους άλλους και μετά για εσένα, ας ζητήσουν μία συγγνώμη από τα παιδιά τους οι γονείς που τα μπόλιασαν με μίσος, προτού βρεθούν τα ίδια τους τα παιδιά στο έλεος άλλων βασανιστών. Ας απαιτήσουμε όλοι και όλες να μπει ένα τέλος στην κρατική βία. Δεν χρειάζεται να λιώσουν το δικό μας το κεφάλι για να ευαισθητοποιηθούμε. Κι ας σταθούμε μια φορά όλοι και όλες αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες σε όποια ομάδα διεκδικεί το δίκιο της  χωρίς ναι μεν, ίσως και αλλά. Κι ας μιλήσουν κι οι σιωπηλοί ουδέτεροι παρατηρητές της κάθε μικρής και μεγάλης κοινωνίας, πριν έρθει η ώρα να τρώμε κυριολεκτικά ο ένας τη σάρκα του άλλου υπό τις εντολές των κυρίαρχων ΜΜΕ.

«Όταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους κομμουνιστές, σιώπησα επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής.

Όταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης.

Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές, σιώπησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.

Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβαίους σιώπησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος

Όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».

Martin Niemoeller (1892-1984)