Ακούσαμε επανειλημμένα τον περασμένο μήνα την κραυγή «υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα»; Συνήθως από αυτούς που δεν τους άρεσαν δικαστικές αποφάσεις.

Ads

Έτσι δημοσιογράφοι αναζήτησαν δικαστές όταν αθωώθηκε ο Κρέτσος, η Τουλουπάκη, όταν η εισαγγελέας του Ειδικού δικαστηρίου εισηγήθηκε την αθώωση του Παπά και του Παπαγγελόπουλου.

Από την άλλη υπήρξε κριτική για την καταδίκη και ποινή του Παπά παρά την αντίθετη πρόταση της εισαγγελέως. Ήταν  νόμιμες και συνταγματικές οι υποκλοπές από την ΕΥΠ, και η απαγόρευση της εξέτασης τους από διάφορα θεσμικά όργανα μεταξύ των οποίων και η Βουλή; Ήταν συνταγματική  η απαγόρευση συμμετοχής ακροδεξιών μορφωμάτων στις εκλογές που αναθέτει την αρμοδιότητα απόφασης στον Άρειο Πάγο;

Η περίφημη γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου υποστήριξε ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα να ενημερώνει τους πολίτες για την παρακολούθησή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας ή να απευθύνεται για αυτό τον λόγο σε παρόχους τηλεφωνίας.  Ο καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης, αντέταξε ότι η γνωμοδότηση «είναι νομικά αστήρικτη, παρερμηνεύοντας την ισχύουσα νομοθεσία και το Συντάγματος» και πρόσθεσε πρόσφατα ότι η «συγκάλυψη των υποκλοπών αποτελεί σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο».

Ads

Ο γνωστός συνταγματολόγος κ. Πρετεντέρης τον αποκάλεσε «ψεκασμένο» και «γραφικό σαχλαμάρα».

Η σχέση δίκαιου και πολιτικής και ο ρόλος των δικαστών μπήκαν στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης.  Είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τις πολιτικές επιπτώσεις των πρόσφατων δικαστικών αποφάσεών. Πρώτο, δείχνουν μια σημαντική πολιτική τάση; Πώς μπορεί να εξηγηθεί η τάση;

Ας θυμίσουμε μερικές αποφάσεις τις περιόδου 2012-2019.

Το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο ήταν συνταγματικά. Πολλές πλευρές του τρίτου όχι.

Αντισυνταγματικοί  οι νόμοι για την αδειοδότηση τηλεοπτικών καναλιών 

για την επιλογή διευθυντών στα σχολεία,

η παράταση των συμβάσεων συμβασιούχων στους ΟΤΑ

το νέο πρόγραμμα του μαθήματος θρησκευτικών, επειδή δεν έχει ορθόδοξο κατηχητικό χαρακτήρα και δίνει πληροφορίες για άλλα δόγματα και θρησκείες, 

Αντισυνταγματική η πρακτική του Δημοσίου να παρατείνει την δυνατότητα φορολογικού ελέγχου φυσικών και νομικών προσώπων που εμπλέκονται στις λίστες φοροδιαφυγής,

Η μείωση  αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, στρατιωτικών και αστυνομικών αλλά όχι των πανεπιστημιακών.

Το ΣΤΕ κατάργησε την υπουργική απόφαση που επέβαλε σε δικαστές την υποβολή δηλώσεων «πόθεν έσχες».

Η μη καταβολή δεδουλευμένων, ακόμη και μακροχρόνια, από εργοδότες δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή της συμβατικής σχέσης (Άρειος Πάγος, 2017).

Η γνωμοδοτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο για την ιδιωτική  διαμεσολάβηση του ΣΥΡΙΖΑ ενώ έκρινε ομόφωνα συνταγματικό τον ακριβώς ίδιο νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η ολομέλεια πάλι αποφάσισε πρόσθετα την υπόθεση για τους πλειστηριασμούς εκθέτοντας χιλιάδες δανειολήπτες στον κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους.  Η απόφαση και ο τρόπος της δημοσίευσης της έδειχνε την πρωτοφανή ‘πρεμούρα’ των δικαστών να κάνουν δώρο στις τράπεζες και τα «κοράκια» funds.

Νομοθετήματα που ακουμπούσαν τον πυρήνα των προγραμματικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ακυρώθηκαν, ενώ χειρότερα των προηγούμενων και της επόμενης κυβέρνησης επιβραβεύτηκαν.

Δίκαιο και δικαιοσύνη

Οι αποφάσεις εξηγούνται αν κοιτάξουμε ιστορικά την «δομική» σχέση μεταξύ δικαιοσύνης, εξουσίας και πολιτικής, και τους διάφορους μύθους της νομικής ιδεολογίας. Η ιστορία του 19ου  και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από μια σκληρή μάχη μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Το κοινωνικό κράτος μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μείωσε τις αντιθέσεις που επέστρεψαν πιο έντονες με τον νεοφιλελευθερισμό. Οι ιδεολογικές διαφορές εμφανίζονται με έντονο τρόπο στο δίκαιο.

Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν την πεμπτουσία του φιλελευθερισμού και του νόμου. Οποτεδήποτε το περιουσιακό δικαίωμα εταιρειών συγκρούεται με τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα συλλογικοτήτων και πολιτών, τα δικαστήρια τείνουν να  παίρνουν το μέρος της ιδιοκτησίας. Τα σύγχρονα δικαστήρια επανειλημμένα υποστηρίζουν τα «ανθρώπινα» δικαιώματα πολυεθνικών εταιριών ενάντια στα δικαιώματα πραγματικών ανθρώπων.

Το Συμβούλιο Επικρατείας ήταν η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ενώ ο Άρειος Πάγος παίρνει το μέρος των τραπεζιτών.

Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις δεν οφείλονται αποκλειστικά στην ιδεολογία των δικαστών την οποία, άλλωστε, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Οι δομικές προτεραιότητες του φιλελεύθερου δικαίου οδηγούν σ’ αυτές τις αποφάσεις ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις των δικαστών. Η θεωρία του κράτους δικαίου υποστηρίζει ότι μπορεί να μεταφράζει πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις σε διαφωνίες περί της ερμηνείας του νόμου ή του Συντάγματος, να τις αναθέτει σε τεχνικούς του δικαίου, δικηγόρους και δικαστές, και έτσι να οδηγεί στην επίλυσή τους και την κοινωνική ειρήνη. Αποτελεί αυταπάτη.

Το σύνταγμα και ο νόμος δεν δίνουν σαφή και αποδεκτή από όλους τους ενδιαφερόμενους απάντηση σε υποθέσεις με μεγάλο πολιτικό διακύβευμα. Οι σημαντικές πολιτικές της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είχαν στέρεο νομικό υπόβαθρο. Ωστόσο, οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων τις κατάργησαν και συστηματικά υποστηρίζουν τα μεγάλα συμφέροντα. Η δικαιοσύνη από πεδίο επίλυσης είναι πεδίο διεξαγωγής της πολιτικής σύγκρουσης.

Η θεμελίωση μιας απόφασης περιλαμβάνει νομικά επιχειρήματα, ιδεολογικές ή πολιτικές επιλογές των δικαστών που δεν αναφέρονται  και, τέλος, ασυνείδητα κίνητρα που δεν τα ξέρουν ούτε οι ίδιοι οι δικαστές όπως συμβαίνει με όλους μας. Στις πολιτικά αμφισβητούμενες υποθέσεις το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το δίκαιο. Οι λέξεις, το κείμενο δεν δίνει μία ορθή απάντηση.

Γι’ αυτό έχουμε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας και μειοψηφίες  στις αποφάσεις. Η πρακτική μεταφέρει την ευθύνη των δύσκολων αποφάσεων σε πολλούς δικαστές που αποφασίζουν με ψηφοφορία. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί δίκαιο. Οι ιδεολογικές, ηθικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις επηρεάζουν την απόφαση, συνειδητά ή ασυνείδητα παρ’ ότι οι δικαστές δεν το αναγνωρίζουν.

Οι περισσότερες κρίσιμες δικαστικές αποφάσεις υποκαθιστούν λειτουργικά τη νομοθετική εξουσία – που ανήκει βέβαια στην κυβέρνηση ουσιαστικά και στην Βουλή εικονικά και τη λαϊκή κυριαρχία. Οι δικαστές συστηματικά  νομοθετούν υπό το πρόσχημα ότι ερμηνεύουν τον νόμο. Οι νομικοί το ξέρουν, αλλά δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι η δικαστική «νομοθέτηση» προωθεί συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. Έτσι, επιλέγουν τον μύθο της «ουδετερότητας» και της «αντικειμενικότητας» του δικαίου. Αλλά οι δικαστές δεν είναι μόνο ερμηνευτές αλλά διαμορφωτές των νόμων.

Αυτό είναι αποδεκτό από την Αμερικανική πολιτική και θεωρία. Γι αυτό στις προεδρικές εκλογές η δυνατότητα του Προέδρου να επιλέξει δικαστές αλλάζοντας την ιδεολογική σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελεί κεντρικό διακύβευμα. Η διαδικασία επιλογής τους από το Κογκρέσο επικεντρώνεται στις πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις των υποψηφίων. Εδώ υποκριτικά αυτό δεν συζητείται στην Βουλή αλλά μόνο πίσω από κλειστές πόρτες από κυβέρνηση και αντιπολίτευση.

Είδαμε τον αγώνα του Πρόεδρου Trump να επιβάλει τρεις δεξιούς δικαστές έπειτα από άγρια διαμάχη στο Κογκρέσο για τις πολιτικές απόψεις των υποψηφίων. Οι τρεις δημιούργησαν την 5-4 πλειοψηφία που κατάργησε πέρσι το δικαίωμα στην άμβλωση.

Σε υποθέσεις με μεγάλο πολιτικό διακύβευμα η ουδετερότητα των δικαστών είναι αδύνατη. Αλλά ο ισχυρισμός περί ουδετερότητας δεν είναι ούτε ψέμα ούτε απάτη αλλά νομιμοποιητικός μύθος. Οι μύθοι αποτελούν τις «ιερές» ιστορίες του παρόντος: αποκαλύπτουν «αυτονόητες» αλήθειες στους «πιστούς» τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους, και προφανείς παρανοήσεις στους αντιπάλους.

Οι «πιστοί» έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο, βάζοντας κάτω από το χαλί ό,τι τον υποσκάπτει. Δεν είναι, λοιπόν, ο μύθος μια ψεύτικη κατανόηση του κόσμου αλλά η περιγραφή του από μία μόνο προοπτική που εμφανίζεται ως καθολική. 

  • O Κώστας Δουζίνας είναι Καθηγητής Νομικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου