«Η μέρα που οι ξένοι εργάτες θα κατακτήσουν τη Δύση είναι αναπόφευκτη. Το μέλλον ανήκει πάντα στους σκλάβους και στους μετανάστες…» E. Cioran
 
Πριν από μερικές δεκαετίες η ευρωπαϊκή ήπειρος έμοιαζε με εξέδρα για άνοιγμα, συχνά κατακτητικό, προς τον κόσμο. Σήμερα δίνει την εντύπωση μιας κλειστοφοβικής ηπείρου, ενός «φρουρίου» που πρέπει να προστατευτεί από τις ορδές των «νεοβαρβάρων», δηλαδή των εξαθλιωμένων μεταναστών και των προσφύγων της ανατολής και του νότου.
 
Η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Ads

Η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Τον 4ο μ.Χ. αιώνα οι βαρβαρικές φυλές των Γερμανών έσπασαν τις συνοριακές οχυρωματικές γραμμές των Ρωμαίων, το περίφημο Limes και κατέκλυσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τεθούν κάτω από την προστασία της Ρώμης για να γλιτώσουν έτσι από τη «μάστιγα της στέπας», τους Ούννους του Αττίλα. Όμως η μετανάστευση τους ήταν τόσο άναρχη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τόσο αδύναμη για να την ελέγξει, που τελικά το δυτικό της τμήμα διαλύθηκε. Σήμερα τα ατέλειωτα κύματα των εξαθλιωμένων, απελπισμένων και φτωχών του νότου, θύματα πολέμων, διώξεων, καταπίεσης, κλιματολογικών καταστοφών και ανέχειας, πολιορκούν αδιάκοπα την πλούσια και γερασμένη Ευρώπη, δημιουργώντας μια αίσθηση «επικείμενου τέλους» του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Απέναντι στα εκατομμύρια των απελπισμένων μεταναστών και προσφύγων, που κτυπούν επίμονα τις πόρτες τους, οι δημοκρατικές κοινωνίες της Ευρώπης δεν έχουν και πολλά περιθώρια αντίδρασης. Όσες χώρες προσπαθούν να επιβάλλουν εμπόδια και σκληρούς ελέγχους στη μετακίνηση των μεταναστών και προσφύγων, κινδυνεύουν να απομακρυνθούν από τις δημοκρατικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν, να χάσουν δηλαδή τον εαυτό τους. Οι σύγχρονες μέθοδοι υπεράσπισης των ευρωπαϊκών συνόρων από τα κύματα των μεταναστών, αντί να προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περισσότερο βλάπτουν τα απομεινάρια της περίφημης Δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.
 
Η επιστροφή του φαντάσματος του Χίτλερ

Αυτές οι μέθοδοι, σε συνδυασμό με μιαν αφηρημένη αίσθηση κλειστοφοβίας στους ουρανούς της Ευρώπης, κάνουν το φάντασμα του Αδόλφου Χίτλερ να σηκωθεί από τον τάφο του, μαζί με όλη εκείνη τη ρατσιστική παράνοια περί «ανώτερων» και «κατώτερων» φυλών. Γιατί η Ευρώπη, αν και έζησε δύο καταστρεπτικούς πολέμους, δεν είναι «εμβολιασμένη» απέναντι στο φασισμό και γενικά στον ολοκληρωτισμό. Έτσι, αντί να διαχειριστεί έξυπνα τα αλλεπάλληλα κύματα των «κολασμένων της γης» που την πολιορκούν, αντί να εκμεταλλευτεί τη μετανάστευση για να αποφύγει τη δημογραφική κατάρρευση και για να δημιουργήσει μια πιο ανταγωνιστική οικονομία και πιο ανοικτή κοινωνία, η Ευρώπη κινδυνεύει να παρασυρθεί από τους «δαίμονες» του παρελθόντος και να εκκολάψει ξανά το «αυγό του φιδιού».

Ads

Γιατί η, ναζιστικής έμπνευσης ιδεοληψία, «Ευρώπη-φρούριο» κινδυνεύει λιγότερο από τους μετανάστες, που την πολιορκούν ασφυκτικά, και περισσότερο από τους «εσωτερικούς βαρβάρους», που καραδοκούν για να τη βυθίσουν στο σκότος του νεοφασισμού από τον οποίο ποτέ δεν απαλλάχτηκε. Η μεταναστευτική επέλαση του νότου, αντί να αποτελέσει μια «χρυσή ευκαιρία» για την δημογραφική και οικονομική ανάκαμψη της γηραιάς ηπείρου, μπορεί να την ωθήσει σε μια φοβική σπασμωδική αντίδραση, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει την αναβίωση του φαντάσματος του φασισμού.

Η «πολιτιστική ανωτερότητα» της Δύσης ως άλλοθι ιμπεριαλισμού

Η κοιτίδα του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού, η Ευρώπη, δεν έχει απαλλαγεί από τον κίνδυνο να καταστραφεί από τις ίδιες τις παρενέργειες του: από την επικίνδυνη ιδέα της «πολιτιστικής ανωτερότητας», που τη διακατέχει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η περιβόητη πολιτιστική ανωτερότητα της Ευρώπης λειτουργούσε συχνά ως πρόσχημα κατακτήσεων. Με πρόσχημα τον «εκπολιτισμό» των βαρβαρικών λαών η Ευρώπη άρχισε από τον 18ο αιώνα να επεκτείνει την κυριαρχία της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, κατακτώντας τεράστιες περιοχές, εξοντώνοντας πρωτόγονους λαούς και ιδρύοντας εκτεταμένες αποικίες και αυτοκρατορίες. Ο «εκπολιτισμός» λειτουργούσε σαν μια δικαιολογία για την ιμπεριαλιστική επέκταση της Δύσης και για αποικισμό εδαφών τα οποία προηγουμένως εκκαθαρίστηκαν από την «οχληρή παρουσία» των ιθαγενών.

Από το 1845 ως το 1930 πάνω από πενήντα εκατομμύρια Ευρωπαίοι, σχεδόν το 1/4 του πληθυσμού της ηπείρου μας, αναζήτησαν την τύχη τους μακριά από τις πατρίδες τους, κυρίως στις νεότευκτες ΗΠΑ. Τον 19ο αιώνα η βιομηχανική Ευρώπη έστελνε τους πλεονάζοντες πληθυσμούς της στις αραιοκατοικημένες αποικίες του Νέου Κόσμου. Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια παρόμοια κατάσταση με τη διαφορά όμως ότι ένα σαρωτικό μεταναστευτικό ρεύμα από τις φτωχές χώρες του Νότου, δηλαδή από τις πρώην αποικίες, κινείται προς τις πλούσιες αλλά δημογραφικά φθίνουσες χώρες της παλιάς μητρόπολης, της Ευρώπης.
 
Η Ευρώπη ζητά φθηνή εργασία, όχι όμως ανθρώπους

Ιδού ο «τέλειος συνδυασμός», σύμφωνα μ’ ένα παλιό ειρωνικό σχόλιο του Economist. «Τέλειος», επειδή ο Νότος έχει πλεόνασμα από εργατικά χέρια, ενώ ο Βορράς έχει ανεπτυγμένη οικονομία και γηράσκοντες πληθυσμούς. «Ειρωνικό», επειδή η Ευρώπη δεν είναι «χωνευτήρι», όπως η Αμερική. Τα ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι δημιουργήματα μεταναστών, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία, για να μην έχουν δυσκολίες στην αφομοίωση των ξένων. Έχουν δομηθεί πάνω στο εθνικιστικό μοντέλο και δύσκολα μπορούν να αποδεχτούν, το διαφορετικό και την πολυπολιτισμικότητα. Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι ότι ζητά φθηνή εργασία, όχι όμως ανθρώπους…

Για να διατηρήσει ωστόσο η Ευρώπη την οικονομική της ισχύ στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, θα πρέπει να σταματήσει τη γήρανση και το δημογραφικό της κατήφορο και να δεχθεί «νέο αίμα», όπως κάνει συστηματικά εδώ και δεκαετίες η Αμερική. Το 2030 το σύνολο των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) θα είναι 170 εκατομμύρια, ενώ ακριβώς απέναντι ο πληθυσμός των μουσουλμανικών χωρών της Βόρειας Αφρικής (Αίγυπτος, Λιβύη, Τυνησία, Αλγερία και Μαρόκο) θα είναι 210 εκατομμύρια. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς και τον τότε πληθυσμό των άλλων δύο μουσουλμανικών μεσογειακών χωρών, της Τουρκίας (90 εκ.) και της Συρίας (20 εκ.), τότε μιλάμε για ένα σύνολο 320 εκατομμυρίων μουσουλμάνων κυρίως, σχεδόν διπλάσιο από τον αντίστοιχο πληθυσμό των γερασμένων χριστιανικών χωρών της νότιας Ευρώπης.

Τι πιο φυσικό, λοιπόν, η γερασμένη αλλά πλούσια Ευρώπη ν’ αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον μια μεταναστευτική πλημμυρίδα νεανικών πληθυσμών από χώρες φτωχές και με καλπάζουσα πληθυσμιακή αύξηση. Εφιαλτικό; Κι όμως, αυτή ακριβώς είναι η «ιδανική λύση», σύμφωνα με μια τελευταία έκθεση του ΟΗΕ: «Αν οι ανεπτυγμένες χώρες θέλουν να διατηρήσουν τη σημερινή αναλογία ενεργού προς γηράσκοντα πληθυσμό, πρέπει είτε ν’ αυξήσουν κατά μια τουλάχιστον δεκαετία το όριο συνταξιοδότησης (σ.σ. δηλαδή από τα 65 στα 75 χρόνια), είτε ν’ αυξήσουν τον όγκο των εργαζομένων, υποδεχόμενες μεταναστευτικά ρεύματα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που έχουν καταγραφεί ποτέ στην ιστορία».
 
Από τον κοσμοπολιτισμό στον εθνικισμό 

Βρισκόμενη στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν ένα κομβικό πέρασμα στις μεταναστευτικές κινήσεις των λαών. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η ελληνική χερσόνησος έπαιξε και το ρόλο του φυσικού αδιεξόδου στο οποίο στοιβάζονταν εισβολείς και μεταναστευτικοί πληθυσμοί προερχόμενοι κυρίως από το βορρά. Οι περισσότεροι νεοφερμένοι (Σλάβοι, Φράγκοι, Αρβανίτες κ.α.), που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, αφομοιώθηκαν σταδιακά από το ντόπιο πληθυσμό συνεισφέροντας έτσι στη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού λαού.

Οι Έλληνες είχαν από την αρχαιότητα μιαν αίσθηση πολιτιστικής ανωτερότητας και ταυτόχρονα μια περιέργεια και μια ανοχή για το πολιτιστικά διαφορετικό, η οποία και οδήγησε στον περίφημο κοσμοπολιτισμό της Ελληνιστικής, της Βυζαντινής αλλά και της Οθωμανικής εποχής. Στις μεγάλες πόλεις των ελληνιστικών βασιλειών, της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Έλληνες συνυπήρχαν δίχως ιδιαίτερα προβλήματα με διάφορους άλλους πληθυσμούς, τους οποίους συχνά και αφομοίωναν λόγω της οικονομικής τους δύναμης, της πολιτιστικής ανωτερότητας και του ανοικτού πνεύματος που τους διακατείχε.

Η άνοδος ωστόσο της πολιτικής ιδεολογίας του εθνικισμού κατά τον 19ο αιώνα τραυμάτισε τον κοσμοπολιτισμό, την ανεκτικότητα και το ανοικτό πνεύμα των Ελλήνων. Στη φάση της εθνικής της ολοκλήρωσης (1821-1923) η Ελλάδα αγωνίζονταν για την εδαφική της επέκταση, με την ένταξη όλο και περισσότερων περιοχών όπου κυριαρχούσε ο Ελληνισμός στο εθνικό κέντρο, στα πλαίσια μιας πολιτικής που ανακάτευε άστοχα βυζαντινά αυτοκρατορικά οράματα, μπόλικο ρομαντισμό κι εθνικισμό (Μεγάλη Ιδέα). Ο ενταφιασμός ωστόσο της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) οδήγησε στο «τέλος των συνόρων» και στην αναδίπλωση του Ελληνισμού σε μια σχετικά περιορισμένη εδαφική επικράτεια.
 
Το ελληνικό «συνδρομο του κάστρου»

Στο εξής η Ελλάδα ήταν ένα «κάστρο» που έπρεπε να προστατευτεί πάση θυσία: εφόσον χάθηκε η Μικρά Ασία και η Κωνσταντινούπολη, η «κοιτίδα του γένους», η παραμικρή υποχώρηση ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία. Σε ψυχολογικό επίπεδο οι Έλληνες αισθάνθηκαν ένα είδος κλειστοφοβίας, κατέληξαν χωρίς όραμα, χωρίς αποστολή κι εγκλωβισμένοι σε μια γεωγραφική επικράτεια, που ήταν πολύ μικρή για έναν λαό που έμμεσα ή άμεσα διοίκησε αυτοκρατορίες.

Η θλίψη, η ηττοπάθεια και η κλειστοφοβία δημιούργησαν μια ξενόφοβη νεοελληνική ταυτότητα, που έβλεπε παντού ανθελληνικές συνωμοσίες και αμείλικτους εχθρούς έτοιμους να την κατασπαράξουν. Οι «βάρβαροι» πάντα ερχόντουσαν. Οι Τούρκοι ήταν πάντα οι ακήρυκτοι εχθροί, οι υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάντια της Ελλάδας, αυτοί που «μίασαν» τη γλώσσα και τον πολιτισμό της και – το σημαντικότερο – αυτοί που ψαλίδισαν τα μεγαλοϊδεατικά φτερά του Ελληνισμού, πάντα πρόθυμοι να του αρπάξουν και την ίδια τη γεωπολιτική «καρδιά» του, το Αιγαίο. Οι Βούλγαροι εξέφραζαν την πιο δόλια μορφή του πανσλαβισμού, που έχοντας προαιώνιο στόχο τους την έξοδο στο Αιγαίο, συμμαχούσαν καιροσκοπικά πότε με τη μία και πότε με την άλλη δύναμη για να το καταφέρουν. Οι Αλβανοί ήταν πάντα οι «υπηρέτες» και οι «μισθοφόροι» των εχθρών του Ελληνισμού, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ορμήξουν από τις απρόσιτες «αετοφωλιές» τους και να επιφέρουν μια πισώπλατη μαχαιριά στην Ελλάδα…
 
Η κλειστοφοβική παράνοια των Ελλήνων

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κλειστοφοβικοί Έλληνες έβλεπαν να προστίθεται σ’ αυτό το «ανθελληνικό μπλοκ» κι άλλος ένας εχθρός, ο κομμουνισμός, που αντικατέστησε την πανσλαβική απειλή. Υπήρχαν επίσης κι εσωτερικοί εχθροί: ακροδεξιοί πραξικοπηματίες και αριστεροί κομμουνιστές, οι οποίοι απειλούσαν την εύθραυστη ελληνική δημοκρατία, που θεωρούνταν ακόμη ως υποανάπτυκτη περιφέρεια ενός «μητροπολιτικού ιμπεριαλιστικού κέντρου». Αδύναμοι να ελέγξουν τις τύχες τους κι επηρεασμένοι από τον παραδοσιακά θυματικό και αντιδυτικό ρόλο της Ορθοδοξίας, οι Έλληνες καλλιέργησαν μια μοιρολατρική και ξενόφοβη στάση απέναντι στον κόσμο, λες κι ολόκληρος ο πλανήτης τους εχθρεύονταν: Το περιβόητο «είμεθα έθνος ανάδελφον», του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκη, συνόψιζε την κλειστοφοβική παράνοια της Ελλάδας της μεταπολεμικής εποχής.

Υπήρχε βέβαια και μια λογική πίσω από όλη αυτή τη νεοελληνική «παράνοια». Από τα 190 χρόνια, που η Ελλάδα υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος, κάτι λιγότερο από τα μισά ξοδεύτηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση. Είναι όντως φοβερό να αναλογιστεί κανείς πως η σύγχρονη Ελλάδα ξόδεψε το μισό διάστημα της ιστορικής της ύπαρξης είτε πολεμώντας, είτε προετοιμαζόμενη για πόλεμο. Όλο αυτό το διάστημα κυριαρχούσε συνεχώς η αίσθηση της απειλής, καθώς ο εχθρός παραμόνευε πάντα στη γωνία. Η χαλάρωση ήταν πολυτέλεια και η ανασφάλεια καθημερινότητα (Βλ. Το βιβλίο μου Γκρίζα Ελλάδα: Η Ανατομία του Ελληνικού Συνδρόμου, εκδ. Άγνωστο 2007).

Οι κοσμογονικές γεωπολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στην Ανατολική Ευρώπη το 1989-1990 έπιασαν την Ελλάδα και την κοινωνία της κυριολεκτικά στον ύπνο. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια γεωπολιτικές βεβαιότητες δεκαετιών διαλύθηκαν. Ως τότε η Ελλάδα ανησυχούσε για τον κόκκινο κίνδυνο, που έγερνε απειλητικά πάνω από τα βόρεια σύνορα της, αν και η ίδια λοξοκοιτούσε προς τον ανατολικό επεκτατικό, πλην όμως σύμμαχο, γείτονα της. Εφόσον η κομμουνιστική απειλή είχε εκλείψει και οι «βάρβαροι δεν ήρθαν», η Ελλάδα ένιωσε να απειλείται η γεωπολιτική της υπεραξία, που είχε οικοδομηθεί στις ιδιαίτερα ανταγωνιστικές συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Όλη αυτή την περίοδο οι «ξεπουλημένες» ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύονταν την καίρια γεωστρατηγική θέση της χώρας, λες και ήταν «γωνιακό οικόπεδο», για να εισπράττουν μια γενναία γεωπολιτική πρόσοδο την οποία ενίοτε μοίραζαν στους ψηφοφόρους-πελάτες τους.
 
Ένας «συρματόπλεκτος παραδεισος»

Για μια ακόμη φορά στην ιστορία της η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο μιας τεράστιας μετακίνησης πληθυσμών, που κινούνται από το Νότο προς το Βορρά και από την Ανατολή προς τη Δύση. Αντίθετα με τις μεταναστεύσεις των προηγούμενων ιστορικών περιόδων, που αφορούσαν χιλιάδες ανθρώπους, η σημερινή μεταναστευτική κίνηση αφορά εκατομμύρια, πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Ποτέ πριν δεν κατοικούσαν στον πλανήτη μας τόσοι πολλοί άνθρωποι, και ποτέ πριν οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες δεν ήταν τόσο μεγάλες. Από τα 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους, που ζουν σήμερα στη Γη, τα 6 δισεκατομμύρια κατοικούν στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Τη στιγμή που ολόκληρο το νότιο ημισφαίριο είναι βυθισμένο στη φτώχεια και μαστίζεται από πολέμους, αρρώστιες, αναταραχές, περιβαλλοντική κρίση και πληθυσμιακή έκρηξη, το βόρειο ημισφαίριο, που κατοικείται από πλούσιους και γερασμένους πληθυσμούς, απολαμβάνει τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης και ευημερίας στην ιστορία του. Η οικονομική ανισότητα Βορρά-Νότου είναι πέρα για πέρα προκλητική. Το παράδειγμα της συντριπτικής διαφοράς στην κατανάλωση ενέργειας είναι το και πιο χαρακτηριστικό: ένας Αμερικανός καταναλώνει ενέργεια ίση με την ενέργεια που καταναλώνουν 5 Μεξικανοί ή 10 Κινέζοι ή 30 Ινδοί ή 100 Μπαγκλαντεζανοί ή 300 Αιθίοπες! Η διαφορά του βιοτικού επιπέδου Βορρά-Νότου είναι και ο σημαντικότερος λόγος αυτής της πρωτοφανούς μεταναστευτικής κίνησης, που στέλνει εκατομμύρια εξαθλιωμένους στις πλούσιες μητροπόλεις του βόρειου ημισφαιρίου.
 
Μια αυτοκαταστροφική επιτυχία

Η οικονομική επιτυχία της Δύσης μοιάζει αυτοκαταστροφική, εφόσον αφήνει να συσσωρεύονται ανισότητες, τόσο στην περιφέρεια όσο και στους κόλπους της. Ο πλούσιος Βορράς μπορεί να καυχιέται ότι αποτελεί μια νησίδα ευημερίας μέσα σε έναν ωκεανό από βάσανα, καταδιώκεται ωστόσο από την έμμονη φοβία μήπως τιμωρηθεί, γιατί τα κατάφερε χωρίς τους άλλους. Οι αυξανόμενες οικονομικές ανισότητες σε συνδυασμό με την εκρηκτική πληθυσμιακή αύξηση στο νότιο ημισφαίριο μπορούν να δημιουργήσουν μια γιγαντιαία ανθρωποπλημμύρα, που θα παρασύρει τα πάντα στο διάβα της.

Σ’ αυτή την περίπτωση οι πολυτελείς μητροπόλεις του Βορρά θα πρέπει να μετατραπούν σε μπούνκερ για να προστατευτούν από τις ορδές των εξαθλιωμένων Τριτοκοσμικών! Ακόμη πάντως κι αν η Ευρώπη μετατραπεί σε «συρματόπλεκτο παράδεισο» δεν θα μπορέσει να προστατευτεί ικανοποιητικά από την έκρηξη της «πληθυσμιακής βόμβας» στο νότιο ημισφαίριο. Αν η ανάπτυξη δεν διαχυθεί και στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη, αργά ή γρήγορα η πετυχημένη Δύση θα τιμωρηθεί, επειδή απλώς πέτυχε στον οικονομικό τομέα δίχως τους άλλους! Η επιτυχία πρέπει να μοιράζεται για να μην είναι αυτοκαταστροφική.
 
Μια «φανταχτερή βιτρίνα» απέναντι στην ένδεια

Κάθε λογική οχύρωσης της Ευρώπης απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία του αναπτυσσόμενου κόσμου είναι το λιγότερο απάνθρωπη και ρατσιστική. «Το ‘Φρούριο Ευρώπη’ με τις ερμητικά κλεισμένες πύλες του για τους λιμοκτονούντες του πλανήτη μας αποτελεί τη σύγχρονη εκδοχή του ρατσιστικού μύθου της ‘άριας φυλής’, που κόστισε, ως γνωστόν, στο παρελθόν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων» (Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, Ο Ευρωπαϊκός Ρατσισμός, σελ. 18).

Η Δύση, οργανικό τμήμα της οποίας αποτελεί και η Ελλάδα, δεν μπορεί να είναι μια φανταχτερή βιτρίνα, απαγορευμένη στα έκθαμπα μάτια της ένδειας. Δεν μπορεί να αποτελεί μια όαση ευτυχίας, αδιαφορώντας για την έρημο της δυστυχίας που την περιτριγυρίζει. Δεν μπορεί να κλειστεί στον εαυτό της. Αργά η γρήγορα οι κολασμένοι της γης θα την εκδικηθούν για την αδιαφορία της. Η Δύση και η Ελλάδα ειδικότερα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μην πάνε κόντρα στο ρου της ιστορίας, να μείνουν δηλαδή ελεγχόμενα ανοικτές προς τη μετανάστευση. Άλλωστε, ακόμη και να το ήθελαν, δεν μπορούν να εμποδίσουν τα κύματα των απελπισμένων που θέλουν να περάσουν ή να βρουν καταφύγιο σ’ αυτές.

Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι σπρωγμένοι από την απόγνωση άνθρωποι, γνωρίζουν – γιατί η τηλεόραση και το διαδίκτυο φθάνει πλέον παντού – ότι στην άλλη πλευρά της θάλασσας οι άνθρωποι ζουν άνετα και ειρηνικά και ότι υπάρχει οικονομικός και γεωγραφικός χώρος. Θέλουν να μετακινηθούν για να καλύψουν τα κενά. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει και το ανθρώπινο ποτάμι δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει στην πηγή του. Όσο θα υπάρχουν οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές ανισότητες απελπισμένοι άνθρωποι από την Ανατολή και το Νότο θα συνωθούνται προς την Ευρώπη άσχετα με τις επιθυμίες και τις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων.
 
Κάθε «φρούριο» είναι καταδικασμένο να πέσει

Ούτε όμως και η Δύση έχει άλλη επιλογή: αν ολόκληρα κομμάτια της Γης αφεθούν να γλιστρήσουν έξω από το χρόνο και οδηγηθούν στην οικονομική κατάρρευση, στους συνεχείς πολέμους, στις επιδημίες, στην πληθυσμιακή έκρηξη και στις περιβαλλοντικές καταστροφές, τότε η πλούσια και γερασμένη Δύση θα τιμωρηθεί γι’ αυτό. Δεν μπορεί η Δύση, ούτε και η Ελλάδα, να μιλά για οικονομική επιτυχία όταν ο μισός πλανήτης είναι βυθισμένος στην αθλιότητα.

 Η ιστορία μάς έχει δείξει ότι δεν μπορείς να σταματήσεις τους ανθρώπους, όταν αυτοί σπρώχνονται από την απελπισία και την αθλιότητα. Δεν μπορείς να σταματήσεις μια θυμωμένη καταιγίδα. Αναγκαστικά θα την υποστείς. Το «φρούριο» Ελλάς, όπως και κάθε «φρούριο» που προσπαθεί να σταθεί εμπόδιο στο ρου της ιστορίας, είναι καταδικασμένο να πέσει. Στα ερείπια του όμως θα γεννηθεί, με επώδυνο αναμφίβολα τοκετό, η πολυπολιτισμική Ευρώπη και Ελλάδα του 21ου αιώνα.
 
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.