Το γεγονός της βδομάδας ήταν αναμφισβήτητα η ήττα των Podemos στη Μαδρίτη και η αιφνίδια αποχώρηση του Pablo Iglesias από την πολιτική σκηνή. Οι Podemos δημιουργήθηκαν στο αποκορύφωμα της κρίσης. Με βάση τους «αγανακτισμένους», κατάφεραν να συγκροτήσουν εκ του μηδενός ένα ριζοσπαστικό κίνημα, που μερικά χρόνια μετά τη δημιουργία του ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες μαζί με το (νέο) PSOE του Pedro Sánchez.

Ads

Οι Podemos δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι ομοιότητες είναι πολλές. Ο Pablo Iglesias έχει περίπου την ίδια ηλικία με τον Αλέξη Τσίπρα και υπήρξε, όπως κι εκείνος, ακτιβιστής και μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Παρά τις κομμουνιστικές καταβολές της ηγεσίας τους, τα δύο κόμματα πήραν από νωρίς αποστάσεις από τη σεχταριστική πολιτική των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων, βαδίζοντας στον δρόμο της κυβερνώσας Αριστεράς. Αυτόν τον δρόμο είχαν χαράξει τη «μακρά δεκαετία του 1970» οι ευρωκομμουνιστές, που εν τω μεταξύ εξαερώθηκαν.

Ο όρος «κυβερνώσα Αριστερά» δεν αναφέρεται βέβαια στη μηχανιστική μετατροπή ενός κινήματος διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας, με απόφαση των κεντρικών του οργάνων. Στην πολιτική καθομιλουμένη, κυβερνώσα ονομάζεται η Αριστερά που έχει συνειδητά μετεξελιχθεί από «κόμμα της εργατικής τάξης» σε πολυσυλλεκτικό κόμμα. Υπάρχει ωστόσο η εξής κρίσιμη διαφορά: Οι Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολούθησαν την πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας. Επιδίωξαν κάτι πολύ δυσκολότερο: Να αναδειχθούν σε πολυσυλλεκτικά κόμματα, προβάλλοντας ταυτόχρονα τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους και υπερβαίνοντας σε πολλά σημεία την παραδοσιακή Αριστερά. Εκεί ακριβώς βρισκόταν το στοίχημα: Αν το κατάφερναν, θα είχαν πετύχει όχι απλώς να θωρακίσουν την κοινωνία απέναντι στην κρίση, αλλά και να κάνουν το πολιτικό τους πρόταγμα κτήμα και αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας.

Το πολυδιάστατο της πρόσφατης οικονομικής, πολιτικής και ανθρωπιστικής κρίσης έδινε αυτή την ευκαιρία. Οι Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσαν να απευθύνονται σε ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας, νομιμοποιώντας τον ανατρεπτικό τους λόγο με αναφορά στο παρόν, χωρίς να καταφεύγουν σε γενικότητες εκτός τόπου και χρόνου. Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ευρώπη ήταν ζοφερή και η κατάρρευση των κομμάτων της Σοσιαλδημοκρατίας και του Κέντρου πλήρης. Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς κομμουνιστής, για να εφεύρει έναν πολιτικό λόγο που αμφισβητεί στην πράξη τον πυρήνα του δεδομένου πολιτικο-οικονομικού συστήματος και τις κατευθύνσεις που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ads

Η κρίση διαμόρφωσε εθνικό ακροατήριο, μέσα στο οποίο η Αριστερά μπορούσε επιτέλους να είναι πολυσυλλεκτική, χωρίς να εγκαταλείπει τις θέσεις της. Ταυτόχρονα, οι νέοι και άφθαρτοι ηγέτες στους Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ έδιναν το παράδειγμα ανανέωσης της κομματικής δομής, που είχε φθαρεί ανεπανόρθωτα από την καμαρίλα και τη γεροντοκρατία των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ό,τι επιχειρήθηκε από τα ριζοσπαστικά κόμματα ήταν, χωρίς υπερβολή, ένα εγχείρημα με παγκόσμια εμβέλεια, το πρώτο μετά τον Allende.

Εν μέρει, το πείραμα αυτό πέτυχε. Ενώ η κρίση μαινόταν, ο κόσμος κινητοποιήθηκε και (αυτό)προστατεύθηκε· δεν χάθηκαν όσα θα μπορούσαν να είχαν χαθεί αν είχαν συνεχίσει να κυβερνούν τα κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου· και οι ελίτ των Βρυξελλών πήραν ένα ισχυρό μήνυμα. Ωστόσο, η ριζοσπαστική ατζέντα δεν ρίζωσε. Και επομένως, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί η Αριστερά να είναι ταυτόχρονα πολυσυλλεκτική, να εκφράζει δηλαδή τα (ενίοτε αντικρουόμενα) συμφέροντα της κοινωνίας, και ταυτόχρονα ριζοσπαστική, δηλαδή ανατρεπτική σε ό,τι αφορά την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων;

Απ’ ό,τι φαίνεται, μονά-ζυγά δικά μας δεν γίνεται. Το γνωρίζαμε ήδη από την ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας. Η σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, η νίκη του Μιτεράν στη Γαλλία και η ανάδειξη του Δημοκρατικού Κόμματος σε κυβερνητική δύναμη στην Ιταλία, συνοδεύτηκαν από τη μετάλλαξή τους, τη σταδιακή μείωση της επιρροής τους, τον πόλεμο φατριών, και τελικά το τέλμα στο οποίο βρίσκονται σήμερα. Σήμερα πια, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ψηφίσει κανείς τα mainstream σοσιαλδημοκρατικά κόμματα -και όντως δεν τα ψηφίζει. Η απολυτοποίηση του πολυσυλλεκτισμού και η υποστολή της αριστερής σημαίας που κρατούσαν κάποτε οι σοσιαλδημοκράτες δημιούργησε πολιτικά εξαμβλώματα, που έχουν ως μόνο λόγο ύπαρξης τη συμμετοχή τους στα νεοφιλελεύθερα πλέγματα εξουσίας.

Για να ξαναβρεί η ριζοσπαστική Αριστερά τον βηματισμό της και να επιχειρήσει πάλι τη διεμβόλιση ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος που διευρύνει διαρκώς τις ανισότητες χρειάζεται, όπως λέμε συνήθως, κάποιο «νέο αφήγημα». Αλλά αφήγημα που απ’ τη μια θα συνεγείρει ολόκληρη την κοινωνία και απ’ την άλλη θα ανατρέπει τους νεοφιλελεύθερους θεσμούς ανοίγοντας τον δρόμο στην κοινωνική αλλαγή είναι μόνο ένα: Το όραμα μιας ριζικής ανασυγκρότησης μέσα στις στάχτες και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους η οικονομική κρίση και πιο πρόσφατα η πανδημία. Μιας ανασυγκρότησης με την έκταση και τον ρυθμό που είχε η μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Αυτό σημαίνει μεγάλες επενδύσεις στην Παιδεία, την Υγεία και όλο το κοινωνικό κράτος, με ταυτόχρονη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων σε επίπεδα πάνω και πέρα από εκείνα που ξέραμε μέχρι τώρα. Σημαίνει επίσης βάθεμα της Δημοκρατίας, με λογοδοσία, ανακλητότητα, συλλογικές διαδικασίες, αξιολογικές επιλογές και ένα ύφος διακυβέρνησης που ενθαρρύνει την αμφισβήτηση και την κριτική.

Μπορεί η σύγχρονη Αριστερά να αναλάβει με όση «αναίδεια» και «θράσος» είχε την περασμένη δεκαετία αυτή την ευθύνη; Ή θα ξοδέψει όσο πολιτικό κεφάλαιο της απέμεινε στην προσπάθειά της να επιβιώσει μετατοπιζόμενη προς το Κέντρο, αυτή τη «μαύρη τρύπα» που απορροφά και εξαφανίζει όποιο φωτεινό σώμα την πλησιάζει; Αντέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση την προοπτική μιας πραγματικά ελεύθερης και ευημερούσας κοινωνίας; Ή θα καταφεύγει διαρκώς στις εκβιαστικές μεθοδεύσεις που ακολούθησε την περασμένη δεκαετία για να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αναβρασμό και τα σκιρτήματα για μια καλύτερη ζωή;

Αν δεν συμβεί ούτε το ένα ούτε άλλο, οι μελλοντικές γενιές θα ζήσουν την κατάρρευση του ευρωπαϊκού ονείρου «στα κοινά ερείπια των ανταγωνιζόμενων κοινωνικών τάξεων», όπως προβλέπει με ενάργεια το «Μανιφέστο». Το κιτρινισμένο αυτό ευαγγέλιο, που είναι σήμερα επίκαιρο όσο ποτέ, προειδοποιεί τους μελλοντικούς παραχαράκτες της Ιστορίας ότι η αλλαγή του συστήματος και η αντικατάστασή του από ένα σύστημα πιο ορθολογικό, πιο ανθρώπινο και πιο βιώσιμο δεν θα συμβούν νομοτελειακά. Εκτός από την προοπτική του σοσιαλισμού, υπάρχει, βλέπετε, και το default σενάριο του χάους.