Η κλασσική συνταγή της επικοινωνιακής πολιτικής είναι ποτέ να μην απαντάς στην ουσία της ερώτησης που σε βάζει με την πλάτη στον τοίχο. Αντίθετα, πάντα να προσπαθείς να πετάς τη μπάλα στην κερκίδα.

Ads

Ο αντιπερισπασμός είναι η δεύτερη φύση της επικοινωνίας.

Η αντίδραση του in.gr του Ομίλου Μαρινάκη, κουμπάρου της αδελφής του πρωθυπουργού, για να μην ξεχνιόμαστε  κι αρχίσουν πάλι τα «δεν τον ήξερα δεν τον γνώριζα», αντέδρασε στην υπόθεση Λιγνάδη ακολουθώντας κατά γράμμα αυτή τη συνταγή. Δείχνοντας τον δρόμο και στα υπόλοιπα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ για την επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης Λιγνάδη.
Πλαστογράφησαν μια φωτογραφία του Αλέξη Τσίπρα με τη Μπέτυ Μπαζιάνα σε δημόσιο χώρο, αντικαθιστώντας την σύντροφο του πρωθυπουργού, μέσω φωτομοντάζ, με τον Δημήτρη Λιγνάδη. Για να κάνουν το σχόλιο και να περάσουν το μήνυμα ότι όποιος φωτογραφίζεται με κατηγορούμενους για εγκλήματα, δεν σημαίνει ότι είναι και ο ίδιος εγκληματίας.

Η τεχνική του αντιπερισπασμού σε όλο της το μεγαλείο.

Ads

Όχι γιατί αναγκάστηκαν να πλαστογραφήσουν φωτογραφία για να το επιτύχουν. Αυτό είναι αδίκημα του κοινού ποινικού, το οποίο δείχνει ότι δεν βρήκαν πραγματική φωτογραφία του Τσίπρα με κάποιον κατηγορούμενο για παιδεραστία και βιασμούς παιδιών και αναγκάστηκαν να «φτιάξουν» μια με φωτομοντάζ.

Αλλά επειδή απάντησαν σε άλλη ερώτηση από αυτή που τους θέτει σε δύσκολη θέση. Αντιστρέφοντας την πραγματική εικόνα και θέτοντας τον πολιτικό τους αντίπαλο στη δύσκολη θέση να απαντήσει εκείνος, σε ένα ανύπαρκτο όμως, εικονικό και ψευδές ερώτημα. Το οποίο βέβαια δημιουργεί εύκολες εντυπώσεις…

Για να επαναφέρουμε λοιπόν τη συζήτηση στις πραγματικές της διαστάσεις: Ουδείς κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι είναι κι αυτός εγκληματίας, επειδή είχε φίλο που κατηγορείται ως βιαστής παιδιών. Δεν είναι εκεί το θέμα.

Η ουσία των κατηγοριών που δέχεται ο πρωθυπουργός και συνακόλουθα και η υπουργός Πολιτισμού είναι ότι τοποθέτησαν έναν κατηγορούμενο για σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών σε δημόσια θέση, διορίζοντάς τον απευθείας μάλιστα και χωρίς αξιολόγηση, επειδή ήταν φίλος τους.

Κι ακόμη, η ουσία της κατηγορίας την οποία δέχονται είναι ότι τον παρουσίασαν, κατά την πάγια τακτική τους, ως… άριστο και ηθικά ακέραιο.

Η κυρία Μενδώνη μάλιστα είχε απαντήσει στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για την παράκαμψη του νόμου περί διαγωνιστικής διαδικασίας και αξιολόγησης των υποψηφίων, επικαλούμενη λόγους… δημοσίου συμφέροντος.

Η κατηγορία λοιπόν που δέχονται σήμερα πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού, είναι ότι βάφτισαν «δημόσιο συμφέρον» τον διορισμό ενός κατηγορούμενου για σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών.

Τον οποίο τοποθέτησαν σε μια δημόσια θέση ευθύνης, την εξουσία της οποίας μάλιστα ο εγκληματίας χρησιμοποίησε για να διαπράττει τα εγκλήματά του.

Έβαλαν δηλαδή τον λύκο – βιαστή παιδιών να φυλάει τα πρόβατα – σπουδαστές και ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου.
Αντιλαμβάνομαι ότι η πρώτη υπερασπιστική γραμμή της κυβέρνησης είναι ότι δεν ήξεραν. Πριν προχωρήσουμε στο αυτονόητο: «δεν ρώταγαν;», ας εξετάσουμε μήπως ήξεραν και δεν μιλούσαν.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν είναι καινούργιο πρόσωπο ούτε στη δημόσια ζωή, ούτε στο Εθνικό Θέατρο. Υπήρξε καθηγητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού μέχρι το 2012. Ήταν τότε που ο πρόεδρος του Θεάτρου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, υποχρεώθηκε να μην ανανεώσει τη σύμβασή του, εξ αιτίας των καταγγελιών που υπήρχαν σε βάρος του Λιγνάδη από τότε ακόμη, για τα ίδια εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται και σήμερα.

Το 2012 η Λίνα Μενδώνη ήταν γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και ο Κυριάκος Μητσοτάκης βουλευτής της ΝΔ και υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά. Είναι δυνατόν, ακόμη κι αν το Εθνικό Θέατρο δεν ήταν στο χαρτοφυλάκιό τους, να μην είχαν ακούσει τίποτε ούτε για τις κατηγορίες, ούτε για τη μη ανανέωση της θητείας ενός τόσο «γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη»;
Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε την ακραία και μη ρεαλιστική εκδοχή ότι πράγματι, Μητσοτάκης, Μενδώνη και οι συν αυτοίς κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου από το 2012 μέχρι το 2019 και γι’ αυτό, μη γνωρίζοντας τίποτε για τον βίο και την πολιτεία του Λιγνάδη, για τον οποίον βέβαια εντωμεταξύ βοούσε η καλλιτεχνική πιάτσα, τον διόρισαν χωρίς αξιολόγηση, ως αυταπόδεικτα άριστο και ακέραιο, στην ηγεσία του Εθνικού Θεάτρου.

Δεν ήταν λάθος ο απευθείας διορισμός του; Αν υπήρχε αξιολόγηση και έρευνα του παρελθόντος και του βιογραφικού του και αν ρωτούνταν άνθρωποι που είχαν συνεργαστεί μαζί του, όπως ο Γεωργουσόπουλος και ζητούνταν συστατικές επιστολές, δεν θα εμφανίζονταν η αλήθεια για το ποιόν του συγκεκριμένου «γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη»;
Άρα εδώ υπάρχουν πολιτικές ευθύνες γι’ αυτούς που τον διόρισαν σε κορυφαία δημόσια θέση με κλειστά μάτια επικαλούμενοι το δημόσιο συμφέρον.

Αλλά και από τις 2 Φεβρουαρίου που ο Λιγνάδης παραιτήθηκε «για προσωπικούς λόγους» όπως ανακοινώθηκε, κατηγορούμενος επωνύμως για έγκλημα που όμως είχε παραγραφεί, μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου που η υπουργός έδωσε τη γνωστή συνέντευξη τύπου και τον αποκάλεσε «επικίνδυνο άνθρωπο», πέρασαν περισσότερο από δύο βδομάδες.

Κατά τη διάρκεια των οποίων συνέβησαν τα εξής:

  • Όλοι γνώριζαν ότι ο Λιγνάδης κατηγορείται επωνύμως πλέον για σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών.
  • Παρόλα αυτά, ο Λιγνάδης ήταν ο μόνος κατηγορούμενος στο πλαίσιο αυτού που ονομάστηκε ελληνικό metoo, για τον οποίο δεν αναφέρονταν ποτέ το όνομά του στα ΜΜΕ. Πάντοτε αναφέρονταν ως «γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης». Κάποιος ή κάποιοι δηλαδή του παρείχαν προστασία από τον διασυρμό.
  • Πρωθυπουργός και υπουργός, όλο αυτό το διάστημα τηρούσαν σιγήν ιχθύος και δεν έλαβαν καμία πρωτοβουλία αποκήρυξης του κατηγορούμενου, διατηρώντας την γραμμή ότι ο εξαιρετικός κος Λιγνάδης παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους.

Και μόνον όταν ο Λιγνάδης κατηγορήθηκε για έγκλημα που δεν είχε παραγραφεί, μόνον τότε η κυβέρνηση ευαισθητοποιήθηκε και δια της υπουργού Πολιτισμού κατάθεσε μηνυτήρια αναφορά, προχωρώντας στη γνωστή συνέντευξη τύπου όπου και αποκήρυξε τον μέχρι χτες εκλεκτό της εξαιρετικό κο Λιγνάδη.

Ο δεύτερος λόγος λοιπόν για τον οποίον κατηγορείται ο πρωθυπουργός και η υπουργός είναι η υποκρισία.

Ο τόπος βοούσε για τα σεξουαλικά εγκλήματα του συγκεκριμένου και η κυβέρνηση τον διόρισε, χωρίς αξιολόγηση και χωρίς καμία έρευνα για το παρελθόν του, σε κορυφαία δημόσια θέση, προβάλλοντάς τον σαν άριστο και ως εάν η τοποθέτησή του να ήταν αυτονοήτως μια υπόθεση… δημοσίου συμφέροντος.

Κι ακόμη, όταν πλέον υπήρχαν επώνυμες καταγγελίες για τα σεξουαλικά εγκλήματα του συγκεκριμένου τα οποία όμως είχαν παραγραφεί, αυτό για την κυβέρνηση δεν ήταν αρκετό, αλλά συνέχισε να κωφεύει και να συγκαλύπτει την υπόθεση, περιμένοντας τι; Μια καταγγελία για έγκλημα που δεν είχε παραγραφεί για να αντιδράσει;

Αυτός είναι όμως ο ορισμός της υποκρισίας και της συγκάλυψης. Να βοά ο τόπος για το ήθος του συγκεκριμένου κυβερνητικού στελέχους, οι μαρτυρίες να πέφτουν σαν τη βροχή κι αυτοί να συνεχίζουν να τον θεωρούν «άριστο» και να τον διατηρούν στους κόλπους των κυβερνητικών στελεχών, περιμένοντας μια καταγγελία έγγραφη.

Κι όταν ήρθαν οι έγγραφες και επώνυμες καταγγελίες, αυτοί συνέχισαν να συγκαλύπτουν την υπόθεση και να προστατεύουν τον Λιγνάδη, περιμένοντας κατηγορίες για εγκλήματα που να μην έχουν παραγραφεί.

Δηλαδή όσο οι καταγγελίες αφορούσαν σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών που είχαν παραγραφεί, ο Λιγνάδης παρέμενε «άριστος», ηθικός και άμεμπτος. Και μόλις κατατέθηκε η πρώτη μη παραγεγραμμένη καταγγελία, τότε μόνον ευαισθητοποιήθηκαν.
Για την κυβέρνηση δηλαδή, τεκμήριο ενοχής δεν είναι αυτό που στ’ αλήθεια συμβαίνει, αλλά εκείνο που φαίνεται στα χαρτιά.
Η ουσία λοιπόν της υπόθεσης Λιγνάδη είναι ότι έπεσαν οι μάσκες της «αριστείας» στην οποία στήριξε την υπεροχή της η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Και μαζί με αυτές έπεσαν και οι μάσκες του «επιτελικού κράτους» που αξιολογεί, επιλέγει και διορίζει τα καλύτερα στελέχη της κοινωνίας και της αγοράς, που είναι μάλιστα και υπεράνω πάσης υποψίας.

Κι ακόμη, έπεσαν οι μάσκες της υποκρισίας και της συγκάλυψης, δημιουργώντας εύλογα ερωτηματικά στους πολίτες και για άλλες περιπτώσεις που η κυβέρνηση τηρεί την ίδια τακτική της στρουθοκαμήλου για να καλύψει εγκλήματα «δικών της παιδιών», για τα οποία δεν υπάρχουν έγγραφες καταγγελίες για αδικήματα που δεν έχουν παραγραφεί.

Αυτές είναι λοιπόν οι κατηγορίες που βαραίνουν τον πρωθυπουργό και την υπουργό Πολιτισμού. Και γι’ αυτές τις κατηγορίες υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης.

Οι οποίες πολιτικές ευθύνες για να αναληφθούν, πρέπει να υπάρξουν παραιτήσεις.

Μέχρι να αναληφθούν οι πολιτικές ευθύνες και μέχρι να υπάρξουν παραιτήσεις, στη συνείδηση του κόσμου η επιχείρηση υποκρισίας και συγκάλυψης θα συνεχίζεται…