Η χώρα βαδίζει στο άγνωστο με βάρκα κάποιες αβάσιμες ελπίδες με τις οποίες ο πρωθυπουργός προσπαθεί μάταια να τονώσει το ηθικό του πληθυσμού. Καθώς το τελευταίο κυβερνητικό αφήγημα, μετά την αποτυχία όλων των προηγούμενων, είναι ότι πλησιάζει η μέρα που θα ξυπνήσουμε ένα πρωί κι όλα θα έχουν ξεχαστεί.

Ads

Ο εφιάλτης θα έχει περάσει, όλα θα είναι όπως πριν και έτσι θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. Όμως όλοι αντιλαμβάνονται ότι τίποτε πια δεν μπορεί να είναι όπως πριν.

Πρώτα γιατί στο τέλος της πανδημίας θα μετρηθούμε και θα μας λείπουν καμιά δεκαριά χιλιάδες Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους θα έχουν πέσει θύματα της άρνησης της κυβέρνησης να επενδύσει γενναία στο ΕΣΥ.

Κι ύστερα, γιατί με 3 δις Ευρώ απώλειες κάθε μήνα παράτασης του lockdown, επί 6 μήνες, αν υπολογιστεί και ο Απρίλιος που όπως φαίνεται θα χαθεί κι αυτός, μας κάνει 18 δις Ευρώ ζημιά για την εθνική οικον ομία. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά και τις περισσότερες από 200.000 επιχειρήσεις που δεν θα τα καταφέρουν να ανοίξουν ξανά, συν τα εκατομμύρια των ανέργων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι όταν ξημερώσει αυτή η μέρα που προσδοκά ο πρωθυπουργός και ανοίξουμε τα μάτια, θα αντικρύσουμε μια κατεστραμμένη οικονομία και μια κοινωνία καταρρακωμένη.

Ads

Το δίλημμα που έθεσε με σκληρό τρόπο η πανδημία ήταν μεταξύ υγείας και οικονομίας.

Η επιλογή της σωτηρίας της οικονομίας σε βάρος της δημόσιας υγείας, μέχρι να αποκατασταθεί ένα επίπεδο ανοσίας της αγέλης, ήταν μια ακραία επιλογή που εφαρμόστηκε σε λίγες περιπτώσεις, με τραγικά, όσον αφορά στα θύματα, αποτελέσματα. Η διατήρηση δηλαδή της αγοράς ανοικτής κατά τη διάρκεια των εξάρσεων της υγειονομικής κρίσης, με ταυτόχρονη όμως γενναία στήριξη του συστήματος υγείας ώστε να αντέξει στοιχειωδώς τις πιέσεις των χιλιάδων ασθενών που θα χρειάζονται νοσηλεία, ήταν μια δύσκολη έως αδύνατη επιλογή.

Χαρακτηριστική είναι η αλλαγή πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου, όταν ο Μπόρις Τζόνσον που στην αρχή υποστήριζε αυτή τη λύση, αντιλήφθηκε με τι μέγεθος θανάτων θα έπρεπε να αναμετρηθεί η κυβέρνησή του, αν επέλεγε να προστατέψει την οικονομία, σε βάρος της δημόσιας υγείας.

Η επιλογή που είχαν τα περισσότερα κράτη λοιπόν ήταν να προστατεύσουν κατά προτεραιότητα τη δημόσια υγεία, εφαρμόζοντας σχέδια κοινωνικής αποστασιοποίησης και κλεισίματος της αγοράς κατά τη διάρκεια των εξάρσεων της νόσου, προκειμένου να εμποδιστεί η μετάδοση του ιού. Αυτή η επιλογή συνοδεύεται όμως από δύο αναγκαία προαπαιτούμενα. Το πρώτο είναι η επένδυση στα συστήματα υγείας ώστε να αντέξουν στις πιέσεις των κυμάτων έξαρσης της πανδημίας.

Δεύτερη προϋπόθεση είναι η γενναία επένδυση στην πραγματική οικονομία, προκειμένου να στηριχθούν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια των lockdown και να περιοριστεί η ύφεση σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα.

Αυτή η επιλογή της δημόσιας υγείας σε βάρος της οικονομίας, με τις δύο προϋποθέσεις που τη συνοδεύουν, ήταν η επιλογή που έκανε το μεγαλύτερο μέρος του αναπτυγμένου κόσμου. Με επενδύσεις στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που πλήττονται λόγω των lockdown, που για την Ευρώπη κυμάνθηκαν από το 15% έως την ακραία περίπτωση της Γερμανίας, που επένδυσε ποσοστό του ΑΕΠ της μεγαλύτερο από το 50%. Με αποτέλεσμα να περιορίσουν την ύφεση σε μονοψήφια νούμερα και να εμποδίσουν έτσι την κατάρρευση των οικονομιών τους.

Η Ελλάδα ήταν από τις χώρες που επέλεξαν εξ αρχής την προστασία της δημόσιας υγείας, υποχρεωτικά σε μεγάλο βαθμό, αφού το σύστημα υγείας της χώρας μας, με τη χαμηλή στελέχωση σε υγειονομικό προσωπικό και με τους σχεδόν ανύπαρκτους εξοπλισμούς σε εξειδικευμένες κλινικές και σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, δεν επέτρεπε πειραματισμούς με δεκάδες χιλιάδες νοσηλευόμενους.

Όμως η επιλογή της δημόσιας υγείας από την ελληνική κυβέρνηση έγινε με ένα τρόπο μοναδικό, ο οποίος εξηγεί και τους μεγάλους αριθμούς θανάτων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων κυμάτων της πανδημίας, αλλά και το διψήφιο νούμερο της αναμενόμενης ύφεσης της οικονομίας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε δηλαδή να οδηγηθεί η οικονομία σε lockdown, χωρίς την τήρηση όμως των δύο προϋποθέσεων, της ενίσχυσης του ΕΣΥ και της ενίσχυσης της οικονομίας.

Η μη ενίσχυση του ΕΣΥ, η οποία οδήγησε στην κατάρρευση των δημόσιων νοσοκομείων από τις πρώτες κιόλας μέρες των δύο τελευταίων κυμάτων της πανδημίας, οφείλεται στην άρνηση της κυβέρνησης της ΝΔ να επιβαρύνει το ΕΣΥ με νέες επενδύσεις, αφού ο σχεδιασμός της είναι να το ιδιωτικοποιήσει μέσω ΣΔΙΤ.
Έτσι, χρησιμοποίησε επικοινωνιακά, για να δικαιολογήσει αυτή την επιλογή, αντιεπιστημονικές θεωρίες περί πεταμένων χρημάτων στις ΜΕΘ, που τι θα τις κάνουμε όταν τελειώσει η πανδημία, όπως και απίστευτες θεωρίες ότι δήθεν η αύξηση των ΜΕΘ οδηγεί σε αύξηση των θανάτων.

Το τραγικό αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο να πεθάνουν περίπου 4.000 ασθενείς εκτός φροντίδας ΜΕΘ, όπως καταγγέλλουν διευθυντές του ΕΣΥ. Η ίδια τραγική συνέπεια φαίνεται να επαναλαμβάνεται και σήμερα, στο τρίτο κύμα της πανδημίας, με μεγαλύτερη ένταση αυτή τη φορά, αφού ήδη υπάρχουν περισσότεροι από 100 διασωληνωμένοι που δεν βρίσκουν κρεβάτι σε ΜΕΘ για να νοσηλευτούν επαρκώς.

Η δεύτερη προϋπόθεση που δεν τηρήθηκε από την κυβέρνηση, είναι της γενναίας ενίσχυσης της οικονομίας. Το πενιχρό μονοψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ που επενδύθηκε, οδηγεί την Ελλάδα στη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρώπη, η οποία ήδη εκτιμάται σε διψήφιο νούμερο. Με τραγικές συνέπειες για χιλιάδες επιχειρήσεις που δεν θα αντέξουν και για εκατομμύρια εργαζόμενους που θα βρεθούν στο δρόμο.

Η κυβέρνηση μη επενδύοντας στο ΕΣΥ, οδηγεί σε εκατόμβες άδικα χαμένων νεκρών. Για την επικοινωνιακή της ρητορική, της αρκεί που η Ελλάδα δεν έγινε Μπέργκαμο. Συγκρινόμενη δηλαδή με την Βόρεια Ιταλία στο πρώτο κύμα της πανδημίας, που την βρήκε εντελώς απροετοίμαστη, προσπαθεί να κρύψει τις δικές της τραγικές αμέλειες και παραλείψεις, μετά από ένα χρόνο πανδημίας να μην έχει προετοιμάσει κατάλληλα τα δημόσια νοσοκομεία.

Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση μη επενδύοντας ούτε στην οικονομία και ενισχύοντας επιλεκτικά επιχειρήσεις της αρεσκείας της, όπως η Aegean και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, οδηγεί την οικονομία της χώρας στην κατάρρευση και τους εργαζόμενους στην ανασφάλεια.

Η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μην ενισχύσει ούτε τη δημόσια υγεία, ούτε όμως και την οικονομία, είναι η σφραγίδα της πλήρους αποτυχίας της στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Μια αποτυχία που θα έχει ένα σοβαρό πολιτικό κόστος γι’ αυτήν, όταν ξυπνήσουμε μια ωραία πρωία και διαπιστώσουμε ότι ο υγειονομικός εφιάλτης θα έχει δώσει τη θέση του σε έναν άλλον εφιάλτη, οικονομικό και εργασιακό.