Την ημέρα της μεγαλύτερης τρομοκρατικής επίθεσης στην ιστορία ήμουν δυστυχώς ή ευτυχώς στην Ουάσιγκτον. Δυστυχώς, γιατί μαζί με τους συνεργάτες μου είχαμε φύγει από τη Νέα Υόρκη την προηγούμενη μέρα και χάσαμε την ευκαιρία για ιστορικές λήψεις και ρεπορτάζ.
Ευτυχώς, γιατί στην αμερικανική πρωτεύουσα είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε αμέσως με αυτούς που θα διαμόρφωναν την αμερικανική απάντηση στην επίθεση του Μπιν Λάντεν.

Ads

Στην Ουάσιγκτον, το πρωί που ξεκίνησε το κακό, ήταν προγραμματισμένη μια συνέντευξη με τον Σέιμουρ Χερς, έναν από τους καλύτερους Αμερικανούς ρεπόρτερ, με κορυφαία δημοσιογραφική επιτυχία την αποκάλυψη των αμερικανικών εγκλημάτων πολέμου στο Βιετνάμ. Το θέμα της συνέντευξης ήταν, μεταξύ των άλλων, αυτό που αποκλήθηκε αμέσως μετά «η άλλη 11η του Σεπτέμβρη» : την ίδια μέρα, πάλι Τρίτη 11 Σεπτέμβρη του 1973, το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα στη Χιλή είχε ανατρέψει την εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλλιέντε ξεκινώντας έναν κόκκινο εφιάλτη που κράτησε χρόνια.

Η συνέντευξη με τον Αμερικανό δημοσιογράφο είχε μόλις ξεκινήσει στις 8.30 το πρωί, όταν διακόπηκε δέκα λεπτά αργότερα από ένα τηλεφώνημα για το πρώτο αεροπλάνο που είχε πέσει σε έναν από τους Δίδυμους Πύργους. Καθώς έμοιαζε για ατύχημα, η συνέντευξη συνεχίστηκε. Το  ίδιο πίστεψε και ο πρόεδρος Μπους συνεχίζοντας να διαβάζει ένα παραμύθι στους μαθητές, σε ένα δημοτικό σχολείο.

Ένα ακόμη τηλεφώνημα, μισή ώρα αργότερα, λίγο μετά τις 9, με την είδηση για το δεύτερο αεροπλάνο που έπεσε στο νότιο Πύργο, διέκοψε τη συνέντευξη οριστικά. Η πρώτη αντίδραση του Σέιμουρ ήταν «με αυτά που κάνουμε στο εξωτερικό, κάποτε θα γινόταν και αυτό». Αλλά βέβαια κανείς μας δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να διανοηθεί το μέγεθος της καταστροφής,  ότι τρεις χιλιάδες αθώοι άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί. Ανοίξαμε την τηλεόραση και δεν είχαμε προλάβει καλά καλά να μαζέψουμε τις κάμερες και τα φώτα, όταν το τρίτο αεροπλάνο έπεσε γύρω στις 9.30 στο Πεντάγωνο, μερικά χιλιόμετρα μακριά.

Ads

image
image

Δεν θα ξεχάσω την ατμόσφαιρα όταν βγήκαμε με τους συνεργάτες μου στον δρόμο, βαδίζοντας με τα πόδια προς το ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε ταξί ούτε για δείγμα, όλοι οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι καθώς μετά από κυβερνητική οδηγία είχαν εκκενωθεί  τα δημόσια κτίρια. Αλλά δεν ακουγόταν ούτε ένα κλάξον, οι περαστικοί περπατούσαν γρήγορα με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς να ανταλλάσσουν ούτε λέξη. Ήταν σαν τη σιγή στα νεκροταφεία στις κηδείες, μόλις έχουν θάψει τον νεκρό και έχουν απομακρυνθεί οι στενοί συγγενείς.

Στις οθόνες των πολυκαταστημάτων είδαμε ότι υπήρχε και ένα τέταρτο αεροπλάνο με κατεύθυνση την πρωτεύουσα, που στόχευε το Καπιτώλιο ή τον Λευκό Οίκο αλλά συνετρίβη μαζί με τους αεροπειρατές. Η πτήση είχε ξεκινήσει με καθυστέρηση και οι επιβάτες, που είχαν μάθει από τα κινητά τι είχε συμβεί, έκαναν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακαταλάβουν το πιλοτήριο από τους αεροπειρατές.

Οι τηλεοράσεις έδειχναν και τη φρικιαστική εικόνα των απεγνωσμένων ανθρώπων, που πηδούσαν στο κενό από το ενενηκοστό όροφο των Πύργων, για να μην καούν ζωντανοί. Τώρα, που με ευκαιρία τη σημερινή εικοστή επέτειο ξανακοιτάω τις εικόνες, δεν μπορώ να μην σημειώσω την ομοιότητά τους με αυτές των Αφγανών που έπεφταν πριν από 20 μέρες από την κοιλιά του αεροπλάνου, στο οποίο είχαν κρεμαστεί για να γλιτώσουν από τους Ταλιμπάν.

image
image

Τα τηλέφωνα είχαν επίσης μπλοκάρει, αλλά το μεσημέρι καταφέραμε να κλείσουμε ορισμένες συνεντεύξεις με Αμερικανούς αξιωματούχους. Η πιο ενδιαφέρουσα ήταν με τον πρώην διευθυντή της CIA Τζέιμς Γούλσευ, τον οποίο είχα φιλοξενήσει και παλιότερα στο «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα». Ήταν κατηγορηματικός από την πρώτη στιγμή: πίσω από την επίθεση βρισκόταν ο Σαντάμ Χουσεΐν.

Ο Γούλσευ ήταν από τα βασικά στελέχη του «Σχεδίου για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα» (PNAC) , μια κίνηση υπερσυντηρητικών πολιτικών που επεδίωκε, κυρίως μέσα από στρατιωτικές επεμβάσεις, να εδραιώσει την αμερικανική ηγεμονία τον 21ο αιώνα. Για την επίτευξη του στόχου, το PNAC εποφθαλμιούσε  τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και επομένως το κεφάλι του Σαντάμ, αν ο ηγέτης του Ιράκ δεν «έπαιζε μπάλα» όπως θα του ζητούσαν.

Το κοσμικό καθεστώς του Ιράκ δεν είχε καμία σχέση με τους φανατικούς ισλαμιστές της 11ης του Σεπτέμβρη. Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, που είχαν συνεχείς πληροφορίες για ενδεχόμενη επίθεση αλλά δεν έκαναν τίποτα για να τις αποτρέψουν και τα θαλάσσωσαν κυριολεκτικά, γνώριζαν ασφαλώς ότι πίσω από την επίθεση ήταν η Αλ Κάιντα και ο Μπιν Λάντεν.

Αλλά οι νεοσυντηρητικοί του PNAC, με σημαντικές προσβάσεις και επιρροή στην κυβέρνηση Μπους και το υπουργείο Άμυνας, μέσω του υπουργού Ράμσφελντ και του υφυπουργού Γούλφοβιτς, είχαν βρει την κατάλληλη αφορμή για να ξεκινήσουν τους πολέμους που σχεδίαζαν. Μάλιστα ένα από πολλά ψέματα που ειπώθηκαν για να δικαιολογηθεί η εισβολή στο Ιράκ δύο χρόνια αργότερα, ήταν ότι ένας από τους αεροπειρατές είχε συναντηθεί με πράκτορες του ιρακινού καθεστώτος στην Πράγα.

O ‘Aιμεν Ντιν, ένας από τους ελάχιστους Δυτικούς πράκτορες που είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στην Αλ Κάιντα, για λογαριασμό της βρετανικής Μ16, περιγράφει στα απομνημονεύματα του τι σκέφτηκε όταν είδε τα γεγονότα στην τηλεόραση: «ήμουν σίγουρος ότι η Αλ Κάιντα είχε πραγματοποιήσει αυτές τις επιθέσεις για να αναγκάσει τους Αμερικανούς να εισβάλουν σε μουσουλμανικές χώρες. Ο στόχος ήταν να προκληθούν αμερικανικά αντίποινα, που θα ξυπνούσαν το πνεύμα της Τζιχάντ στις λαϊκές μάζες».

Η ηγεσία των ΗΠΑ έπεσε στην παγίδα. Μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν και την εύκολη νίκη επί των Ταλιμπάν τον Δεκέμβριο του 2001, αποφάσισε να προχωρήσει στην κατοχή της χώρας, παρότι εκεί δεν υπήρχαν πλέον τζιχαντιστές: ο Μπιν Λάντεν και η ομάδα του είχαν διαφύγει στο Πακιστάν, όπου τέθηκαν υπό την προστασία των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών.

Ακόμη χειρότερα, το 2003 το σχέδιο των νεοσυντηρητικών γερακιών υλοποιήθηκε με την εισβολή στο Ιράκ. Επιλογή καταστροφική, όχι μόνο επειδή έστρεψε την προσοχή από το Αφγανιστάν και διέσπασε τις αμερικανικές δυνάμεις, αλλά κυρίως γιατί υλοποίησε αυτό που διέκρινε ο Βρετανός πράκτορας: δημιούργησε ένα παγκόσμιο κίνημα  φανατισμέων ισλαμιστών, με αποκορύφωμα το δημιούργημα-Φρανκεστάιν του Ισλαμικού Κράτους. Χώρια ότι οι Ταλιμπάν επέστρεψαν θριαμβευτικά στην Καμπούλ και εγκαθίδρυσαν σταδιακά το μεσαιωνικό καθεστώς τους.

Κηρύσσοντας τον «πόλεμο  εναντίον της τρομοκρατίας», ο πρόεδρος Μπους και τα κάθε λογής γεράκια που τον υποστήριξαν, είχαν τη βασική ευθύνη για τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, στις αναρίθμητες επιθέσεις αυτοκτονίας στη Μέση Ανατολή, στις μαζικές δολοφονίες των Ευρωπαίων πολιτών στις δυτικές πρωτεύουσες: στο Λονδίνο, τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, ή στο Παρίσι. Όπου μόλις χθες ξεκίνησε η δίκη των φανατικών δολοφόνων, που μακέλεψαν νέα παιδιά στη ντισκοτέκ του Μπατακλάν και τα καφέ της πόλης.

Από την Ουάσιγκτον έφυγα για μια έκτακτη εκπομπή στην Αθήνα μετά από μερικές μέρες, μόλις άνοιξαν οι πτήσεις. Αλλά ξαναγυρίσαμε στις ΗΠΑ ένα μήνα μετά, για ένα ντοκιμαντέρ. Στη Νέα Υόρκη οι φωτιές έκαιγαν ακόμα στο “σημείο μηδέν” και μία απαίσια μυρωδιά δεν επέτρεπε σε κανένα να ξεχάσει ούτε στιγμή το έγκλημα. Υπήρχε αστυνομία παντού και συνεχείς έλεγχοι. Η ατμόσφαιρα ήταν το ίδιο παγερή, είχαν μάλιστα κυκλοφορήσει και πληροφορίες για επιθέσεις με θανατηφόρο άνθρακα, κρυμμένο σε αθώες επιστολές και ταχυδρομικά δέματα. Ο ένας περαστικός έβλεπε καχύποπτα τον άλλο. Στο αεροπλάνο, ζυγιάζαμε τον διπλανό αν είναι αεροπειρατής.

Το ξέρουμε και από την πρόσφατη πανδημία, ο διάσπαρτος, μαζικός φόβος διευκολύνουν την επιβολή μέτρων που η εξουσία είναι αδύνατον να επιβάλλει σε κανονικές συνθήκες. Τον Οκτώβριο του 2001 η κυβέρνηση Μπους ψήφισε τον Patriot Act, έναν νόμο που παραβίαζε θεμελιώδη άρθρα του αμερικανικού Συντάγματος, δίνοντας μεταξύ των άλλων τη δυνατότητα στην αστυνομία να εισβάλλει σε σπίτια πολιτών χωρίς ένταλμα, να ερευνά χωρίς καν την παρουσία τους και να φεύγει χωρίς καμία ειδοποίηση.

Οι παρακολουθήσεις από την υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της ιδιωτικής μας ζωής, των τηλεφώνων και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ακόμη και Αμερικανών πολιτών, δικαιολογήθηκαν στο όνομα της αποτροπής μιας νέας τρομοκρατικής επίθεσης. Για να ακολουθήσουν η κόλαση του Γκουαντάναμο, οι απαγωγές και οι επιθέσεις με drones με θύματα αμάχους και το πράσινο φως που έδωσε δημόσια ο Λευκός Οίκος στα βασανιστήρια. Δημοσιογράφοι σαν τον Ασάνζ σαπίζουν στις φυλακές, οι πρόσφυγες πνίγονται στις θάλασσες. Και όπως οι ΗΠΑ δίνουν τον τόνο, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν υποχωρήσει σε όλον τον πλανήτη.

Είκοσι χρόνια μετά, εκεί που ήταν μόνο ο Μπιν Λάντεν με καμιά διακοσαριά πιστούς, δεκάδες χιλιάδες τζιχαντιστές έχουν φυτρώσει σε όλο τον πλανήτη, έτοιμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν στον ατέλειωτο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Τίποτα δεν είναι όπως πριν.