Το 1925 ο Κλοντ Λεβί-Στρος, μετέπειτα ένας από τους κορυφαίους ανθρωπολόγους του 20ου αιώνα, γίνεται ως μαθητής λυκείου μέλος του SFIO, του μεσοπολεμικού γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος, στην οργάνωση του 16ου Διαμερίσματος του Παρισιού. Δέκα χρόνια μετά, ο ΛεβίΣτρος διδάσκει κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία και βρίσκεται εκτός Γαλλίας κατά την περίοδο της κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου» σοσιαλιστών, ριζοσπαστών και κομμουνιστών (1936-1938). Το 1937 επιστρέφει για διακοπές στη Γαλλία και επισκέπτεται την παλιά του οργάνωση. Η εντύπωση που ανακαλεί αρκετές δεκαετίες αργότερα είναι η ακόλουθη: «… Είχε αλλάξει πολύ, έγινε ξαφνικά ένας από τους προθάλαμους της εξουσίας και αντί για μια δεκαπενταριά αγνούς ανθρώπους που είχα γνωρίσει εκεί κάμποσο χρόνια πριν, βρήκα διακόσια ή τριακόσια άτομα, όχι ολότελα αγνά. Ο αρριβισμός, η επιδίωξη της καριέρας ήταν έκδηλα. Ομολογώ πως τότε η απογοήτευσή μου αυξήθηκε σαφώς…». To 1925, που στρατολογήθηκε ο Λεβί-Στρος στο κόμμα, τo SFIO είχε 111.276 μέλη (77.008 ενεργά) και το 1937 286.604 μέλη (206.416 ενεργά). Στη διετία 1936-1937, στη διάρκεια της κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου», εγγράφονται στο κόμμα περίπου 200.000 νέα μέλη. Αντίστοιχα, στις εκλογές του 1924, όπου το SFIO συμμετείχε στο συνασπισμό του «Καρτέλ της Αριστεράς», το κόμμα έλαβε 1.814.000 ψήφους. Στις εκλογές του 1936, όπου συμμετείχε στο συνασπισμό του «Λαϊκού Μετώπου» έλαβε 1.955.306 ψήφους. 

Ads

Για τον Λεβί-Στρος η οργάνωσή του είχε αλλάξει ριζικά: η μαζική διεύρυνση της σύνθεσής της είχε χαλαρώσει τις παλιότερες ιδεολογικές δεσμεύσεις, η παρουσία στην κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει άτομα που την έβλεπαν ως μέσο εισόδου τους στο κράτος, είχε χαθεί το κλίμα μιας συλλογικής προσπάθειας για το σοσιαλισμό – έτσι όπως τον κατανοούσε τουλάχιστον το SFIO. Η αίσθησή του ήταν καταρχάς σωστή: η κυβερνητική ανέλιξη μετέβαλε και τις στοχοθετήσεις της κομματικής οργάνωσης (αυτό ισχύει παντού). Ωστόσο το SFIO είχε υπάρξει μέρος ενός κυβερνητικού συνασπισμού και στο παρελθόν (1924-1926, 1932- 1933), έστω και αν δεν συμμετείχε με υπουργούς στις κυβερνήσεις. Επίσης, το πείραμα της συνύπαρξης με τους κομμουνιστές σε μια κυβέρνηση που είχε σαν άμεσο στόχο το να αποτραπεί η άνοδος του φασισμού στη Γαλλία, πιθανότατα να λειτουργούσε και σαν κίνητρο μαζικοποίησης σε μια εποχή ισχυρών πολιτικών διακυβευμάτων. Ενδεχομένως, για τον Λεβί-Στρος το σημαντικό να ήταν η απώλεια του νοσταλγικού τόπου της ρομαντικής και ανιδιοτελούς πολιτικής δράσης, η οποία μια δεκαετία αργότερα έδωσε τη θέση της στις καθημερινές αναγκαιότητες, στους περιορισμούς, στον κυνισμό και στην τάση ενσωμάτωσης που συνοδεύουν τη διαχείριση του κράτους. 

Η συζήτηση για τη «διεύρυνση», τον «μετασχηματισμό», την «επανίδρυση» ή και την «ανασυγκρότηση» του ΣΥΡΙΖΑ, καταγράφει διαφορετικές απόψεις κυρίως γύρω από τον προσανατολισμό της κυοφορούμενης αλλαγής στο κόμμα και στην οργάνωσή του. Κάθε όρος που χρησιμοποιείται στον δημόσιο διάλογο έχει διαφορετικές σημάνσεις και καθορίζει ένα διαφορετικό βάθος στις υπό συζήτηση μεταβολές. Η «διεύρυνση» έχει μία καθαρά ποσοτική διάσταση και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον προβαλλόμενο αριθμητικό στόχο, χωρίς να υποδηλώνει per se το πώς επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Ο «μετασχηματισμός» περικλείει ποιοτικές και ποσοτικές επιδιώξεις και επί της ουσίας υπαινίσσεται και κάποια δομική αλλαγή – τόσο στο κόμμα όσο και στη βάση του – που σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε κάποια πρότερη κατάσταση. Η «επανίδρυση» σημαίνει τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου και η «ανασυγκρότηση» αναφέρεται στην επανένωση προηγούμενων αποδιοργανωμένων στοιχείων προς μια καλύτερη κατεύθυνση. Όλοι αυτοί οι όροι προϋποθέτουν ότι ένα πολιτικό υποκείμενο βρίσκεται σε κρίση ή ότι τελοσπάντων προσπαθεί να αντιμετωπίσει ένα συνειδητοποιημένο πρόβλημα και ως εκ τούτου μεθοδεύει συλλογικά την υπέρβασή του. Σε γενικές γραμμές τα πολιτικά κόμματα είναι συντηρητικές οργανώσεις και ανθίστανται στις αλλαγές. Πρέπει, επομένως, για να είναι βιώσιμη μια αλλαγή το rationale της να είναι σαφές και συνεκτικό και το όλο εγχείρημα της αλλαγής να γειώνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κομματικής οργάνωσης. 

Γιατί πρέπει να γίνει η διεύρυνση; 

Γιατί πρέπει να υπάρξει η «αντιστοίχιση» του «κοινωνικού» με τον «κομματικό» ΣΥΡΙΖΑ – έτσι όπως καταγράφεται στα πρόσφατα κομματικά του κείμενα. Το ερώτημα αυτό φαίνεται πως έχει μια εύκολη απάντηση, ωστόσο αυτή η απάντηση σε μια εποχή βαθιάς απαξίωσης των πολιτικών κομμάτων, έχει άμεση συσχέτιση και με την ποιότητα της δημοκρατίας. Γιατί πρέπει να διευρύνει την κομματική του βάση ο ΣΥΡΙΖΑ; Και γιατί πρέπει να διευρύνει την κομματική του βάση το οποιοδήποτε κόμμα; Επί της ουσίας, ο προβληματισμός που θα αναπτύξουμε, σε ορισμένες πλευρές του, θα μπορούσε να γενικευθεί και στα περισσότερα κόμματα. 

Ads

Πρώτον, διότι θα τον αναβαθμίσει ως εκλογικό μηχανισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένος σε συνεχόμενες εκλογές από το 2012 έως και το 2015, εξακολουθώντας να κινείται σε επίπεδο μελών του πάλαι ποτέ Συνασπισμού και έχοντας μια έντονη εσωκομματική ετερότητα. Ωστόσο από το 2012 έως και το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ώθηση από ένα μαζικό αντιμνημονιακό μέτωπο, το οποίο διαμόρφωνε για τον ίδιο μια έντονη δυναμική εξουσίας και μια ευρεία κοινωνική αποδοχή. Από το καλοκαίρι του 2015 αυτό το αντιμνημονιακό μέτωπο εκ των πραγμάτων αποδιαρθρώθηκε ή τουλάχιστον περιορίστηκε σε επίπεδο ρητορικών εγκλήσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να βρει νέους τρόπους για να διαμορφώσει το περιεχόμενο ενός νέου μετώπου (παλιό/νέο, αριστερά/δεξιά, αντιδεξιά/ δεξιά), αλλά απ’ ό,τι φάνηκε κατόρθωσε μόνο να συγκρατήσει τις δυνάμεις του, έπειτα από το πολύ αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, έχοντας απέναντι του ένα πολύ ισχυρό μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τελικά επέτυχε μια ισχυρή εκλογική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία, διαθέτοντας τη συντριπτική υποστήριξη των ιδιωτικών ΜΜΕ. Προκύπτει ως αναγκαιότητα, σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινωνικές δυνάμεις που ευθυγραμμίστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του 2019, να αναβαθμιστούν σε κάτι παραπάνω από εκλογείς του κόμματος και να εισφέρουν με τη φυσική τους παρουσία και συμμετοχή στην υπέρβαση του ορίου των εκλογών του 2019, το οποίο δείχνει να είναι και το ανώτατο όριο της πραγματικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη συγκυρία. Δεδομένης, της αξιοσημείωτης επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σε νεανικές ψήφους, η διεύρυνση θα έχει χαρακτήρα ανανέωσης, αλλά και βελτίωσης της κινητοποιητικής του δυνατότητας. 

Δεύτερον, θα τον ενδυναμώσει ως φορέα κοινωνικής εκπροσώπησης. Αυτό έχει δύο διαστάσεις: η πρώτη διάσταση αφορά στην παγίωση της σχέσης εκπροσώπησης που διαμορφώθηκε στις εκλογές του 2019. Τα μέτωπα διαμορφώνονται στη βάση κοινωνικών συμμαχιών, οι οποίες συγκροτούν το πλαίσιο των πολιτικών συγκλίσεων. Η αντίθετη φορά, συνήθως, δημιουργεί ασταθείς και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, οι οποίες δεν έχουν βάθος και είναι γειωμένες στη βραχεία πολιτική συγκυρία. Τα κοινωνικο-ταξικά χαρακτηριστικά της ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ υποδεικνύουν μία κατεύθυνση προς τη συγκρότηση κοινωνικής συμμαχίας, η οποία θα μπορέσει να αποκτήσει συνοχή και συνέχεια μόνο αν ένα αντιπροσωπευτικό της μέρος ενταχθεί στο κόμμα και στον οργανωμένο του περίγυρο. Η δεύτερη διάσταση αφορά στην απομάκρυνση του κόμματος από μία λογική «ανάθεσης». Στον ΣΥΡΙΖΑ με έναν έμμεσο τρόπο φαίνεται πως επικρατεί μια «πρωτοποριακή» λογική, το κόμμα και η ελίτ του εμφανίζονται ως αριστεροί «πληρεξούσιοι» μιας ευρείας εκλογικής βάσης, για την οποία θεωρούν ότι κινείται δεξιότερα της δικής τους πολιτικής αντίληψης. Αυτό δεν ισχύει για πολλούς λόγους. Ο ένας, που μας αφορά στο παρόν κείμενο, έγκειται στο ότι στην περίοδο της κρίσης υπήρξε μια ριζοσπαστικοποίηση προς τα αριστερά πολλών «κεντροαριστερών» ψηφοφόρων αλλά και πρώην μελών του ΠΑΣΟΚ, σε πολλούς από τους οποίους, σχηματικά μιλώντας, δεν «επετράπη» να γίνουν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι ρητορικά αρνείται τη λογική της «ανάθεσης», λειτουργεί εξ αντικειμένου, λόγω της πολύ χαμηλής οργανωτικής του πυκνότητας (ποσοστό των μελών επί των ψηφοφόρων του κόμματος), με μια τέτοια λογική, στο βαθμό που δεν υπάρχει μια ισχυρή κομματική βάση που να επικυρώνει ή να ελέγχει τις αποφάσεις της κομματικής ελίτ. Δεν είναι αυτονόητο ότι το πρόβλημα της «ανάθεσης» θα επιλυθεί δια παντός λόγω της μαζικοποίησης, στην περίπτωση, ιδίως, που η μαζικότητα μπορεί να έχει μόνο έναν νομιμοποιητικό ρόλο προς τις επιλογές της κομματικής ελίτ. Σίγουρα, όμως, θα κατευναστεί η «πρωτοποριακή» λογική, η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιφάσκει προς μια ριζοσπαστική αριστερή ιδεολογία και παράγει εθελοτυφλίες από τα πάνω (εμφανείς στην εκλογική τακτική για τις ευρωεκλογές, λόγω αδυναμίας της οργανωμένης βάσης του κόμματος να εισπράξει έγκαιρα και έγκυρα μηνύματα κοινωνικών διεργασιών και με αποδοτικό τρόπο να τα μεταφέρει στην κομματική ηγεσία). Ακόμη και αν κάποιος δεχτεί την υπόθεση ότι η βάση του ΣΥΡΙΖΑ κινείται δεξιότερα του κόμματος, τότε σε αυτήν στην περίπτωση το κόμμα έχει υποχρέωση να οργανώσει την πολιτικοποίηση προς τα αριστερά αυτών των κοινωνικών υποκειμένων. 

Τρίτον θα ενισχυθεί η κομματική συμμετοχή, η οποία είναι μία μορφή πολιτικής συμμετοχής. Επί της ουσίας, η διεύρυνση έρχεται να μεθοδεύσει την εμπλοκή της κοινωνίας σε συλλογικές διαδικασίες. Η απόρριψη των πολιτικών κομμάτων και η δυσπιστία απέναντι στις προθέσεις των πολιτικών αποτελεί αντανάκλαση της απαξίωσης που υπάρχει για τη συλλογική δράση και της αντίληψης ότι η πολιτική είναι αντικείμενο ορισμένων ειδικών διαχειριστών με τεχνοκρατικό, κυρίως, προσανατολισμό. Ο αποκλεισμός πολλών κοινωνικών δυνάμεων από τα κέντρα λήψης αποφάσεων εντείνει ένα αίσθημα περιθωριοποίησης και μοιρολατρίας, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε πολιτική απάθεια και κυνισμό. Οι πολίτες δεν ενεργοποιούνται πολιτικά, διότι πιστεύουν ότι αυτό είναι ανώφελο. Τα κόμματα ανέκαθεν, όντας η πολιτική σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος, οργάνωναν μεγάλο μέρος της πολιτικής συμμετοχής και εφόσον λειτουργούσαν συλλογικά και δημοκρατικά, ικανοποιούσαν και το αίτημα της για συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία, κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά στη νομιμοποίησή τους ως των βασικών θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης. Η κρίση των πολιτικών κομμάτων, ως ενός σημείου, οφείλεται και στην υποχώρηση αυτής της λειτουργίας. Ιδίως για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς το να δίνει τη δυνατότητα στη βάση του να ενεργοποιείται μέσα από συλλογικές διαδικασίες είναι ένας τρόπος να δείχνει ότι η πολιτική δεν είναι αποκλειστικά ένα θέμα «ειδικών», αλλά ότι μπορεί να συμβάλει σε αυτήν και ο κάθε πολίτης ως φορέας πολιτικής δράσης.

Η ποιοτική διάσταση του εγχειρήματος της διεύρυνσης: Γιατί είναι απαραίτητη η οργανωτική ανασυγκρότηση;

Όλα τα προαναφερόμενα απαντούν στο «γιατί» της διεύρυνσης. Είναι αναγκαίο, ωστόσο, να υπάρξει ένας προβληματισμός γύρω από την ποιοτική διάσταση αυτού του εγχειρήματος. Σε τί είδους κόμμα θα εμπλακούν συλλογικά τα νέα μέλη, αλλά και ο έκκεντρος χώρος των υποστηρικτών; Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο και ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης του κόμματος που θα συμπληρώνει τη διεύρυνση. Καταρχάς, θα πρέπει να καθοριστεί το πλαίσιο των επιπέδων της κομματικής συμμετοχής. Άλλα είναι τα καθήκοντα των μελών, άλλα των υποστηρικτών και άλλα των ψηφοφόρων. Τα μέλη έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο κόμμα που καθορίζονται από το καταστατικό, οι υποστηρικτές συγκροτούν τον περίγυρο του κόμματος χωρίς δικαιώματα και υποχρεώσεις, οι ψηφοφόροι στηρίζουν εκλογικά. Αυτό σημαίνει ότι η μέριμνα ενός κόμματος είναι διαμορφώσει διαφορετικά επίπεδα εμπλοκής για κάθε κατηγορία, υπηρετώντας το στόχο της στρατολόγησης που έχει θέσει και τον οποίο θεωρεί λειτουργικό. Για παράδειγμα, το 1976 το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI) είχε περίπου 1.814.317 μέλη και στις βουλευτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς που είχε λάβει και το υψηλότερο ποσοστό της ιστορίας του ψηφίστηκε από 12.622.728 ψηφοφόρους – η οργανωτική του πυκνότητα έφτανε στο 14,3%. Σήμερα το Podemos έχει 519.424 «εγγεγραμμένα πρόσωπα» και στις εκλογές του 2019 ο πολιτικός συνασπισμός στον οποίο συμμετέχει (Unidas Podemos) έλαβε 3,751,145 ψήφους. Η οργανωτική του πυκνότητα είναι στο 13,8% στο σύνολο των ψηφοφόρων του συνασπισμού και άρα μεγαλύτερη στους δικούς του ψηφοφόρους, στο βαθμό που στο σύνολο συμπεριλαμβάνονται και ψηφοφόροι επιρροής της Ενωμένης Αριστεράς. Είναι της ίδιας ποιότητας η οργανωτική πυκνότητα των δύο κομμάτων; Τα μέλη του PCI γίνονταν δεκτά από τις κομματικές οργανώσεις είχαν πλήρη καθήκοντα και δικαιώματα εντός του κόμματος, πλήρωναν συνδρομή, συμμετείχαν στη ζωή των οργανώσεών τους, εμπλέκονταν στη δραστηριότητα των μετωπικών σχημάτων του κόμματος, είχαν έναν ισχυρό πολιτικο-ιδεολογικό προσδιορισμό ως «κομμουνιστές». Η υλοποίηση των κομματικών υποχρεώσεων έδινε στα μέλη του ΙΚΚ τη δυνατότητα των κομματικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, τα «εγγεγραμμένα πρόσωπα» στην πλατφόρμα των Podemos γίνονται δεκτά συμπληρώνοντας απλά μία φόρμα και αποκτούν δικαίωμα ψήφου σε όλες στις εσωτερικές διαβουλεύσεις του κόμματος, με εύκολη τη δυνατότητα απεγγραφής τους από την πλατφόρμα. 

Η ώσμωση μελών και υποστηρικτών προέκυψε σαν οργανωτική καινοτομία σε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδέθηκε με την άμεση εκλογή της ηγεσίας από τη διευρυμένη κομματική βάση, ως το αποτέλεσμα της επιρροής των αμερικανικών πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη, τα οποία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν υιοθετήσει τις προσωποκεντρικές διαδικασίες («αμερικανοποίηση» της ευρωπαϊκής πολιτικής). Σε ένα μέρος της οικείας βιβλιογραφίας, η διεύρυνση της κομματικής βάσης με τη συμπερίληψη των υποστηρικτών του κόμματος σε ορισμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή ανάδειξης προσωπικού, λογίζεται ως προσπάθεια των εν κρίσει κομμάτων να ανακτήσουν μέρος της κοινωνικής τους γείωσης. Για κάποιους άλλους, η εν λόγω διεύρυνση σηματοδοτεί την παρακμή του οργανωμένου κόμματος λόγω της αδιαμεσολάβητης σχέσης ηγέτη και κομματικής βάσης, με την τελευταία να συναπαρτίζεται από ένα χαλαρό σύνολο μελών και μη μελών με δικαιώματα, αλλά χωρίς καμία υποχρέωση προς το κόμμα. Στο πλαίσιο αυτό, ο τρόπος μιας διεύρυνσης –το εάν οι υποστηρικτές γίνουν μέλη ή εάν οι υποστηρικτές αποκτήσουν κάποια δικαιώματα εφάμιλλα προς αυτά των μελών χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις- έχει σαφή επίδραση στον προσανατολισμό ενός τέτοιου εγχειρήματος. Συνήθως, η ιδιότητα του μέλους προϋποθέτει δεσμεύσεις που διαμορφώνουν επί της ουσίας τη συλλογική ζωή ενός κόμματος. Η δημιουργία μελών πολλών ταχυτήτων ή σε άλλη περίπτωση ο περιορισμός της ιδιότητας του μέλους στον ρόλο ενός «πελάτη» ο οποίος απολαμβάνει τις «παροχές» που του προσφέρει το κόμμα-«επιχείρηση», μπορεί να ικανοποιεί καταρχάς ένα ποσοτικό κριτήριο, αλλά δεν διασφαλίζει ουσιαστικούς όρους συμμετοχής, κάτι που είναι απόλυτα αναγκαίο, ιδιαίτερα για τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτού του τύπου το μέλος διατηρεί μια περιστασιακή σχέση με την κομματική οργάνωση, συμμετέχει σε διαδικασίες υψηλής επικοινωνιακής σημασίας (π.χ. εκλογή αρχηγού) και ενίοτε χαρακτηρίζεται είτε από τάσεις εξόδου είτε από κινητικότητα προς άλλα κόμματα (διπλοεγγραφές σε περισσότερα από ένα κόμματα). Άρα η ουσιαστική ενδυνάμωση του ρόλου του μέλους -που θα περιλαμβάνει και εσωκομματικές υποχρεώσεις, με την έννοια και του εμπλουτισμού της κομματικής δραστηριότητας- θα ενισχύσει και την ποιοτική διάσταση μιας διεύρυνσης. 

Από την τελευταία πρόταση προκύπτει και μια άλλη κρίσιμη πλευρά που πρέπει να ληφθεί υπόψη, αυτή της ενίσχυσης της συλλογικής λειτουργίας του υπό διεύρυνση κόμματος. Η συλλογική λειτουργία συνδέεται άμεσα με το ερώτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Η εσωκομματική δημοκρατία συνήθως έχει δύο πολιτικές προϋποθέσεις: πρώτον πρέπει να είναι συμβατή με το μοντέλο δημοκρατίας που επικρατεί σε μια δεδομένη πολιτικο-θεσμική διευθέτηση (στην προκειμένη περίπτωση με μία εκδοχή φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας)· δεύτερον θα πρέπει να συμπυκνώνει -και αυτό αφορά κυρίως κόμματα μετασχηματιστικής λογικής- το δέον μιας ιδανικής δημοκρατικής διευθέτησης, την οποία το κόμμα θα προωθήσει όταν βρεθεί στην κυβέρνηση. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι αρχές και ο τρόπος της εσωκομματικής λειτουργίας προοοικονομούν τις αρχές και τον τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας, στον οποίο σε μεγάλο βαθμό αντανακλώνται. 

Κατ’ αρχήν και πάνω απ΄ όλα συλλογική λειτουργία σημαίνει κατοχύρωση και σεβασμό της αρμοδιότητας ενός εσωκομματικού οργάνου ή σώματος, έτσι όπως αυτό προβλέπεται καταστατικά. Να υπενθυμίσουμε ότι το καταστατικό είναι το αποτέλεσμα της οργανωμένης συλλογικής βούλησης των συμμετεχόντων σε ένα κόμμα, η σύμβαση της οργανωμένης συλλογικής του λειτουργίας. Δεν είναι δηλαδή επιβεβλημένο άνωθεν ή έξωθεν, αλλά είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Η συστηματική παράκαμψή του για λόγους κυβερνητικής αναγκαιότητας ή η κατάχρησή του για λόγους εσωκομματικής αναπαραγωγής, πλήττει ευθέως το ήθος της κομματικής συμμετοχής και δημιουργεί και διάφορες παθογένειες σε πρακτικό επίπεδο. Ένα καταστατικό είναι σαφές ότι αντιστοιχεί σε μία δεδομένη ιστορική φάση ενός κόμματος και ενδεχομένως να απαιτείται η αναπροσαρμογή του σε νέες συνθήκες. Η αναπροσαρμογή αυτή πρέπει, ωστόσο, να απορρέει από συγκεκριμένες αρχές λειτουργίας, οι οποίες διαπνέονται από ένα κατεξοχήν κανονιστικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, διεύρυνση και ανασυγκρότηση σημαίνουν την επανεπίσκεψη της αξιακής πλαισίωσης της κομματικής συμμετοχής και τη διασφάλιση της συλλογικής λειτουργίας. Διότι τα μέλη όσο εύκολα εγγράφονται στο κόμμα, άλλο τόσο εύκολα αποστρατεύονται και κινούνται προς την έξοδο.

Ως εκ τούτου, στη σημερινή συγκυρία, είναι αναγκαίο να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για μια ουσιαστική συλλογική λειτουργία. Πρώτον, να επαναπροσδιοριστεί η εσωτερική διάταξη σε συνάφεια με τον μεταβαλλόμενο καταμερισμό εργασίας μιας κοινωνίας που προσπαθεί να εξέλθει από μία βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση. Δεύτερον, να οριστεί το περιεχόμενο της ιδιότητας του μέλους με βάση τις χρονικές διαθεσιμότητες και τα μοντέλα ζωής της συγχρονίας, με αναφορά όμως σε συγκεκριμένα καθήκοντα και δικαιώματα. Τρίτον, να θεσπιστούν και να κατοχυρωθούν θεσμικά αντίβαρα σε κομματικά συλλογικά όργανα απέναντι στην κυριαρχία της όποιας κομματικής ελίτ. Τέταρτον, να τηρείται το καταστατικό του κόμματος, κάτι που πρέπει να πράξει η κομματική ελίτ και να διεκδικήσει η κομματική βάση. Από εκεί και πέρα, μια λειτουργική μαζικότητα μπορεί να υπηρετηθεί από έναν συνδυασμό αντιπροσωπευτικών και αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Η ψευδεπίγραφη ένταση ανάμεσα σε αυτές τις δύο δημοκρατικές λογικές αποκρύπτει την πολυπλοκότητα των σημερινών κοινωνιών, που επιβάλλει μικτές στρατηγικές διευθέτησης της πολιτικής συμμετοχής. Υπάρχουν εσωκομματικές αποφάσεις που είναι καλύτερο να λαμβάνονται διαμέσου αντιπροσωπευτικών συλλογικών οργάνων, αλλά ταυτόχρονα αυτές οι αποφάσεις να ελέγχονται ή να επικυρώνονται με ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα. Μπορούν οι τοπικές οργανώσεις να διατηρούν τις κλειστές τους συνελεύσεις, αλλά την ίδια στιγμή να επικοινωνούν με τον περίγυρό τους διαμέσου ανοικτών συνελεύσεων, μια κλασική πρακτική του κόμματος μαζών. Μπορεί να αποκεντρώνεται η επιλογή των υποψηφίων στις εθνικές εκλογές, αλλά για παράδειγμα να διαμορφώνεται το ευρω-ψηφοδέλτιο με εθνική ψηφοφορία. Μπορούν να διοργανώνονται ψηφοφορίες με διακριτά εκλεκτορικά σώματα (όπως στο Εργατικό Κόμμα της Μ. Βρετανίας), με κάθε εκλεκτορικό σώμα να έχει τη δική του βαρύτητα. Όλα αυτά μπορούν να υπηρετηθούν από ψηφιακά εργαλεία· με την έννοια αυτή ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα σημαίνει την ψηφιακή υλοποίηση συμπεφωνημένων και αποφασισμένων αρχών. Η αντίστροφη λογική -το ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες αυτές καθαυτές διαμορφώνουν πολιτικές αρχέςείναι κατά την άποψή μας λαθεμένη, διότι εν τέλει αν παράγει κάτι η ψηφιακή τεχνολογία, εφόσον αυτονομηθεί από το αξιακό πλαίσιο, θα είναι εξατομίκευση και μια επιφανειακή φιλελεύθερη αντίληψη πολιτικής ατομικότητας, η οποία εν τέλει θα λειτουργήσει στην κατεύθυνση της άμεσης ενσωμάτωσης και κρατικοποίησης του κόμματος και των μελών.

Τέλος, το ποιοτικό της διεύρυνσης του κόμματος σχετίζεται και με τις μορφές γείωσης του κόμματος στο κοινωνικό πεδίο. Όπως γνωρίζουμε από την εκλογική ιστορία, η επίτευξη της εκλογικής επιρροής δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση της εκάστοτε κομματικής ελίτ, αλλά εξαρτάται και από τις διαφορετικές εστίες κοινωνικής επιρροής που ένα κόμμα μπορεί να διαμορφώσει διαμέσου της οργανωτικής του δικτύωσης. Τα κόμματα συνδέονται με τους μαζικούς χώρους, με ομάδες συμφερόντων, με κινήματα, με θεματικές και πολιτιστικές ομάδες, με δεξαμενές σκέψης και ινστιτούτα, με χώρους ενημέρωσης και πληροφόρησης. Στην παραδοσιακή κομμουνιστική πρακτική αυτό οριζόταν ως «μετωπικό σχήμα», στη σημερινή εποχή έχει το χαρακτήρα του «δικτύου». Στη συγκυρία, το πολυπρόσωπο και το διαφοροποιημένο της κοινωνικής επιρροής ενός κόμματος αντιστοιχεί με την πολυπλοκότητα των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών, ταυτόχρονα όμως φέρει το κόμμα σε επαφή και σε επικοινωνία με τις υπάρχουσες συλλογικές εκφράσεις της κοινωνίας ή του δίνει τη δυνατότητα να συμβάλει στη δημιουργία και εμπέδωση νέων. Υπ’ αυτήν την έννοια, το μαζικό, διευρυμένο κόμμα δεν αρκεί να εντάξει στις τάξεις του όσο γίνεται περισσότερα μέλη, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μεριμνήσει για τις συμπληρωματικές/ εναλλακτικές μορφές πολιτικοποίησης και κινητοποίησής τους. Είμαστε σε μια εποχή που τα κόμματα δεν διεκδικούν και δεν έχουν το μονοπώλιο της συλλογικής δράσης, δεν διεκδικούν σχέση συμμετοχικής αποκλειστικότητας και μπορούν να διδαχθούν πολλά από το υπαρκτό δυναμικό της συλλογικής δράσης. Από την εξατομίκευση της δημοψηφισματικής δημοκρατίας είναι προτιμότερη μια μαζική πολιτική των συλλογικοτήτων, όπου το πολιτικό κόμμα μπορεί να βρίσκεται στο επίκεντρο ενός αστερισμού πολλών και διαφορετικών συλλογικών πρωτοβουλιών. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν χρήσιμο να επαναφέρουμε τη θεωρία του ιταλού θεωρητικού Μ. Πορκάρο για το «μαζικό συνδετικό κόμμα», η οποία αποδίδει στο πολιτικό υποκείμενο του κοινωνικού μετασχηματισμού τον ρόλο του κόμβου για το συντονισμό των κοινωνικών αντιστάσεων, αλλά και για την υποστήριξη και τον έλεγχο του όποιου κυβερνητικού εγχειρήματος.

Συμπερασματικά: Οργανωτική ανασυγκρότηση και κομματική στρατηγική 

Σε γενικές γραμμές ένα εγχείρημα διεύρυνσης και ανασυγκρότησης είναι πολυεπίπεδο, εξαρτάται από πολλές παραμέτρους και απαιτεί μια καθολική εγρήγορση του κόμματος που το προωθεί. Η διεύρυνση είναι αναγκαία γιατί αναβαθμίζει το πολιτικό υποκείμενο και τον ρόλο του, ιδίως όταν αυτό έχει εδραιωθεί ως κόμμα κυβερνητικής φιλοδοξίας. Παραταύτα, εάν η διεύρυνση περιοριστεί στην ποσοτική διάσταση θα δημιουργήσει έναν βραχύβιο εκλογικό μηχανισμό -ο οποίος πιθανότατα δεν θα είναι καν επιτυχημένος μεσομακροπρόθεσμα- διαχειριστικού προσανατολισμού και βραχείας προοπτικής. Οποιοδήποτε εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα -ακόμα και μιας ήπιας προοδευτικής-μεταρρυθμιστικής λογικής- απαιτεί ένα σύγχρονο και μαζικό πολιτικό κόμμα που θα προτάσσει ως κανονιστικό δέον τις αρχές της συλλογικής του λειτουργίας. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί το εξής: ο τρόπος οργανωτικής λειτουργίας -και εν προκειμένω οργανωτικής ανασυγκρότησηςενός πολιτικού κόμματος είναι σε άμεση επικοινωνία με τη στρατηγική του. Και μια μετασχηματιστική στρατηγική δεν μπορεί να υπηρετηθεί από ένα κόμμα που έχει ανασυγκροτηθεί καταρχήν ως εκλογικός μηχανισμός και ως συγκολλητική δομή επιμέρους εσωκομματικών και εξωκομματικών «τάσεων» και διάσπαρτων «πρωτοβουλιών». Ιστορικά, το οργανωτικό ζήτημα βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων για τη στρατηγική της Αριστεράς, ακριβώς γιατί η κομματική οργάνωση και εν γένει η πολιτική οργάνωση ήταν το βασικό όπλο των λαϊκών τάξεων για τη χειραφέτησή τους. Σήμερα δεν χρειάζεται η συζήτηση να ξεκινήσει «από το μηδέν» ή ως αν βρισκόμαστε σε κενό. Υπάρχει τεράστια ιστορική εμπειρία, από την οποία μπορούν να αντληθούν συμπεράσματα, αλλά και μια εγχώρια εμπειρία που μπορεί να διασφαλίσει όρους συγκριτικής αποτίμησης διαφορετικών εγχειρημάτων. Στη βάση αυτή και με προσανατολισμό προς τα «εμπρός», μπορεί να διαμορφωθεί ένας τρόπος οργάνωσης που να απαντά στις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες της εποχής και τις προκλήσεις του μέλλοντος.

* Ο Κώστας Ελευθερίου είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Αθηνών, Συντονιστής Ομάδας Ανάλυσης Πολιτικής Συγκυρίας ΕΝΑ