Ας μην κρυβόμαστε. Ούτε το ύφος της εισαγγελέως, ούτε ο συναισθηματικός της λόγος είναι που εξόργισε τον δικηγορικό σύλλογο και τον κυβερνητικό τύπο. Αυτό που τους έκανε έξαλλους, είναι ότι η κα Δόγκα, είπε ξεκάθαρα στην αγόρευσή της ότι ασκήθηκαν πιέσεις από την οικογένεια ενός εκ των θυτών. Δεν είναι η πρώτη φορά που εισαγγελέας χρησιμοποιεί συναισθηματικά φορτισμένο λόγο, αλλά για πρώτη φορά, σπάει μια ιδιότυπη ομερτά.”Δεν με ενδιαφέρει όσο και αν πιέζανε – αν πιέζανε – ας χαλάσει ο κόσμος όλος, ας γκρεμιστεί, αλλά ας επικρατήσει η Δικαιοσύνη”. Αυτά ήταν τα λόγια που εξόργισαν. Γιατί όλα είναι ανεκτά, εκτός από την αλήθεια, ότι οι έχοντες εξουσία, τολμούν και καταφέρνουν να επηρεάσουν τη δικαιοσύνη.

Ads

Να δεχτούμε ότι αυτή η στάση της εισαγγελέως απέχει από τις δικαιϊκές επιταγές μας. Ότι η ικανοποίηση του «κοινού αισθήματος δικαίου» δεν έχει καμία απολύτως θέση μέσα στο ποινικό ακροατήριο και άλλα τόσα που γράφτηκαν, με αθώες ή πονηρές προθέσεις. Αλλά στ’αλήθεια, σήμερα ξαφνικά εξόργισε η ελληνική δικαιοσύνη το σύμπαν; Από τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου και τον  υφυπουργό κο Σκέρτσο, ο οποίος κατά παράβαση του ρόλου του παρενέβη, έως σύσσωμο τον φιλοκυβερνητικό τύπο;

Που ήταν όλοι αυτοί όταν αθωώνονταν βιαστές; Όταν η συχνά σκόπιμη ολιγωρία της δικαιοσύνης, έχει σαν αποτέλεσμα την ατιμωρησία μεγάλων εγκληματιών; Όταν χρονίζουν δίκες με αποτέλεσμα να έχουμε υπόθεση στην οποία εξαφανίστηκε μαγικά από τη ζωή, η συντριπτική πλειοψηφία των μαρτύρων; Ακούσατε καμιά ηχηρή διαμαρτυρία για την αγόρευση της εισαγγελέως κας  Οικονόμου, που ζήτησε την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων εκτός από τον Ρουπακιά στη δίκη της Χρυσής Αυγής; Ή μήπως επειδή δεν έχασε την ψυχραιμία της, το περιεχόμενο των λεγομένων της ήταν λιγότερο προσβλητικό για τον Π. Φύσσα;

Πόσοι από όσους πνέουν τα μένεα σήμερα, είχαν εκφράσει οργή για την παύση της ποινικής δίωξης του πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη Νίκου Γεωργιάδη για το αδίκημα της ασέλγειας κατά ανηλίκου αποφάσισε το Εφετείο, λόγω της παραγραφής του αδικήματος;

Ads

Πόση οργή προκάλεσε στ’αλήθεια η απόφαση των δικαστών το 2014, να κρίνουν αντισυνταγματική την περικοπή των αποδοχών τους, την ώρα που είχαν ψηφίσει υπέρ της περικοπής αποδοχών άλλων επαγγελματικών ομάδων εν μέσω κρίσης; Και όταν το 2018, με νέα δικαστική απόφαση, έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις τους, βγήκε κανένας από όλους αυτούς που στήνουν στον τοίχο σήμερα την κυρία Δόγκα, να στοχοποιήσει τους δικαστικούς λειτουργούς; Πόσοι θυμώνουν με το έγκλημα του λευκού κολάρου που παραμένει ατιμώρητο και το βλέπουμε ανάγλυφα στην υπόθεση Novartis;

Αν συνεχίσουμε, τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος.

Αν κάποιοι λοιπόν εντοπίζουν τη σκιά στην Ελληνική Δικαιοσύνη στον συναισθηματικό λόγο της κυρίας Δόγκα, δεν αρκεί να πούμε ότι περισσεύει η υποκρισία σε αυτή τη χώρα, πρέπει να ανησυχήσουμε διπλά και τριπλά. Και γιατί το έργο αυτό παίζεται στην υπόθεση μιας γυναικοκτονίας με κατηγορούμενο όπως φαίνεται έναν γόνο ισχυρής οικογένειας της τοπικής κοινωνίας. Και γιατί όλως τυχαίως ο κος Σκέρτσος που παρενέβη είχε προηγουμένως σπεύσει να χαρακτηρίσει μη σεξιστικό το σποτ της κυβέρνησης που αποσύρθηκε, εκφράζοντας προφανώς συγκεκριμένη θέση και κουλτούρα. Και κυρίως γιατί οι ίδιοι, στα μεγάλα εγκλήματα της δικαιοσύνης μένουν ένοχα σιωπηλοί, βουβοί κι αμίλητοι. Γιατί όποιος θέλει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δεν αποσιωπά τα μεγάλα της εγκλήματα και κυρίως, δεν φοβάται μια δικαστικό που δηλώνει με θάρρος ότι ασκούνται πιέσεις σε δικαστικούς λειτουργούς. Σε μια άλλη κοινωνία, αυτή της η δήλωση θα αποτελούσε την είδηση. Όχι οι συναισθηματικές αποχρώσεις στον λόγο της, όσο κι αν φαντάζουν εκτός πλαισίου των δικαϊκών επιταγών.

Στην υπόθεση της Τοπαλούδη «χτυπάει» η καρδιά χιλιάδων κακοποιημένων και δολοφονημένων γυναικών. Και κάποιες περιπτώσεις, που συγκλονίζουν την κοινωνία, ίσως όχι απλά να συγχωρούνται αλλά και να επιβάλλονται τέτοιες «αποκλίσεις». Την ώρα μάλιστα που οι γονείς του θύματος είναι υποχρεωμένοι να ακούν τους συνηγόρους υπεράσπισης να διαπομπεύουν την κόρη τους και μετά θάνατο σε μια κοινωνία που αθωώνει συχνά βιαστές γιατί κρίνεται ότι το θύμα ήταν προκλητικά ντυμένο.

Όσοι και όσες θεωρούν λοιπόν, προβληματική την αγόρευση, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στην αγόρευση του Παύλου Δελαπόρτα στην υπόθεση Λαμπράκη και ας κρίνουν αν η εποχή, η συγκυρία και το ίδιο το έγκλημα, δεν δικαιολογούσαν και το ύφος και το περιεχόμενο και το συναίσθημα στην αγόρευσή του.