Το μεγάλο πρόβλημα στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης δεν είναι η πανδημία αυτή καθ’ εαυτή. Η οποία ως ισχυρά μολυσματική ασθένεια ακολουθεί τους φυσικούς νόμους μετάδοσης και έξαρσής της.

Ads

Όπως, αντίστοιχα, το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι τα ακραία φαινόμενα που μας πλήττουν κατά καιρούς, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής.

Το πρόβλημα δεν είναι οι ασθένειες και τα ακραία φυσικά φαινόμενα. Αυτά πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε, με τη μια ή την άλλη μορφή, θα συνεχίσουν να υπάρχουν.

Το πρόβλημα είναι η επιτυχής ή όχι διαχείρισή τους από πλευράς οργανωμένου κράτους.

Ads

Χρέος του οποίου είναι η προστασία της ζωής, της υγείας, αλλά και της οικονομίας είτε μέσω της αποτροπής, όποτε αυτό είναι εφικτό, είτε μέσω της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των υγειονομικών ή φυσικών κρίσεων, με απώτερο σκοπό τον περιορισμό και την ελαχιστοποίηση των συνεπειών τους.

Το να αποδίδουμε μοιρολατρικά λοιπόν τις απώλειες στην πανδημία, όταν μπορούμε είτε να αποτρέψουμε, είτε να εμποδίσουμε, είτε και να περιορίσουμε την έκταση των απωλειών, είναι δείκτης ανεπάρκειας ή και ανικανότητας στη διαχείριση των κρίσεων.

Στην περίπτωση της πανδημίας που πλήττει τον πλανήτη τον τελευταίο χρόνο, υπάρχει, όπως παρατηρείται, μεγάλη απόκλιση όσον αφορά στις μεθόδους διαχείρισής της ανά τον κόσμο.

Τα πιο οργανωμένα κράτη αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικό τρόπο την πανδημία, δίνοντας μεγάλο βάρος στη θωράκιση των δημόσιων δομών που λειτουργούν ως άμυνα απέναντι στην υγειονομική κρίση. Συγκεκριμένα δίνουν έμφαση:

  1. Στον περιορισμό της μετάδοσης της πανδημίας, με:

α) αποτελεσματικούς, συχνούς και στοχευμένους ελέγχους, τεστ και ιχνηλάτηση στα σύνορα και στο εσωτερικό της χώρας, ώστε να αποκτηθεί καλή γνώση της εξάπλωσης του ιού και έλεγχος της διασποράς του
καθώς και με:
β) τη λήψη περιοριστικών μέτρων στους δημόσιους χώρους, όπως σχολεία, εκκλησίες, καταστήματα και Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αεροδρόμια και αεροπλάνα, τρένα και σταθμούς, λεωφορεία και Μετρό.

  1. Στην ενίσχυση με κατάλληλο υγειονομικό προσωπικό και με εξειδικευμένο εξοπλισμό κλινών Covid19, αναπνευστήρων και ΜΕΘ του Συστήματος Υγείας. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται η αποτελεσματική θεραπεία της νόσου για όσους τυχόν χρειαστούν νοσηλεία και περιορίζεται στο ελάχιστο η διάρκεια και η έκταση των αυστηρών απαγορευτικών μέτρων.

Στα οργανωμένα κράτη τέλος, όταν και μόνον όταν υποχωρήσει η άμυνα των μέτρων περιορισμού της μετάδοσης του ιού και όταν η έξαρση των κρουσμάτων ξεφύγει, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλέον κίνδυνος αυτή να υπερβεί τη δυνατότητα των νοσοκομείων να νοσηλεύσουν και να θεραπεύσουν ασθενείς, τότε και μόνον τότε ακολουθείται το τρίτο και τελευταίο μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας, που είναι η επιβολή αυστηρών μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης μέσω γενικευμένου lockdown. Του οποίου η διάρκεια δεν μπορεί να είναι απεριόριστη και του οποίου η αποτελεσματικότητα αποτιμάται συνεχώς, ώστε η εφαρμογή των περιοριστικών ή απαγορευτικών μέτρων να προσαρμόζεται σύμφωνα με όσα η αποτίμηση της μέχρι τώρα πορείας υποδεικνύει.

Εδώ στην… μακρινή Ελλάδα, άλλοτε από πεποίθηση και άλλοτε από διαχειριστική ανεπάρκεια ή και πολιτική ανικανότητα, η κυβέρνηση ξεπέρασε με τεράστια ευκολία τα δύο πρώτα στάδια και επικεντρώθηκε κατ’ ευθείαν στην εφαρμογή αυστηρών και καθολικών μέτρων lockdown.

Με έμφαση σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά: Στην επιβολή αστυνομικών μέτρων και συνεχών αστυνομικών ελέγχων. Παραδίδοντας από το Νοέμβριο ακόμη τον έλεγχο της υγειονομικής κρίσης στην αστυνομία.
Τα αδύναμα σημεία της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης στην Ελλάδα συνοψίζονται στα εξής:

  • Το χωρίς αυστηρές προϋποθέσεις άνοιγμα των συνόρων το καλοκαίρι, που έγινε αιτία για να καταστραφεί και ο τουρισμός, αλλά και να υπάρξει σοβαρή υποτροπή της υγειονομικής κρίσης.
  • Η ατυχής επιστράτευση της θεωρίας της ατομικής ευθύνης για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, προκειμένου να κρυφτεί πίσω από αυτήν η υποχρέωση της πολιτείας να θωρακίσει δημόσιες δομές, συγκοινωνίες και νοσοκομεία απέναντι στη μετάδοση της νόσου.
  • Η μη εφαρμογή ενός αξιόπιστου και συστηματικού σχεδίου ελέγχου και παρακολούθησης της μετάδοσης της πανδημίας, αλλά αντίθετα, η αυξομείωση των τεστ, ανάλογα με τη συγκυρία και τη σκοπιμότητα της στιγμής.
  • Και τέλος, η επιστράτευση ανόητων επιχειρημάτων του τύπου «αν ακούγαμε τον ΣΥΡΙΖΑ θα πετούσαμε εκατομμύρια Ευρώ στις ΜΕΘ», που έγιναν το άλλοθι για να μην επενδύσουν στο δημόσιο σύστημα υγείας και να μην εξοπλίσουν όσες ΜΕΘ χρειάζονταν στο δεύτερο και όσες χρειάζονται τώρα στο τρίτο και χειρότερο κύμα της πανδημίας.

Αντ΄ αυτών, εφαρμόστηκε από το Νοέμβριο ακόμη το μακροσκελέστερο lockdown στην Ευρώπη, το οποίο με ενδιάμεσα μικρά διαλλείματα χαλάρωσης, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, για 5ο κατά σειρά μήνα.
Με τεράστιο κόστος για την οικονομία της χώρας, το οποίο εκτιμάται σε 2,7 δις μηνιαίως, αλλά με τεράστιο κόστος και για τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους, που βλέπουν τις επιχειρήσεις τους να καταστρέφονται και τις θέσεις εργασίας τους να χάνονται.

Η κυβέρνηση δηλαδή ενήργησε ως Επιμηθέας, ενεργώντας εκ των υστέρων και όχι, ως όφειλε για να προστατέψει τη δημόσια υγεία και την οικονομία, ως Προμηθέας, δρώντας εγκαίρως και προληπτικά.
Η μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης είναι ότι αντί να εμποδίζει προληπτικά τη μετάδοση του ιού και αντί να προλαμβάνει, θωρακίζοντας εγκαίρως τους μηχανισμούς άμυνας του κράτους, όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα σχολεία και το δημόσιο σύστημα υγείας, αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν και όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, με εισήγηση των επιστημόνων, οι οποίοι δεν έχουν πια άλλη επιλογή, κηρύσσει αναγκαστικά πλέον τη χώρα σε κατάσταση αυστηρού lockdown.

Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση θριαμβολογεί συνεχώς, ακόμη και για μέτρα τα οποία σύντομα αναθεωρεί, χωρίς καμία αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους.

Και επιπλέον, εντύπωση προκαλεί ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να ανακοινώνεται ποτέ κάποια έρευνα της σχέσης κόστους – οφέλους, με εκτίμηση μάλιστα και του παράγοντα της διακινδύνευσης, προκειμένου να επαληθευτεί η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα των μέτρων που κατά καιρούς λαμβάνονται και να καταδειχθεί η όποια ωφέλειά τους για το δημόσιο συμφέρον.

Λες και οι αποφάσεις, κάθε φορά, είναι μονόδρομος και δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές.

Παραμένει αδιευκρίνιστο λοιπόν, ποιο το όφελος του περιορισμού της δυνατότητας των πολιτών να περπατούν σε ανοικτούς χώρους, ποιο το όφελος της απαγόρευσης της βραδινής εξόδου για περπάτημα και ποιο το όφελος από την αποστολή εκατομμυρίων άχρηστων sms προκειμένου κάποιος να πάει για ψώνια ή να βγει για άθληση.

Παραμένει ακόμη άγνωστο ποιο ήταν το όφελος για το δημόσιο συμφέρον από τον μη εξοπλισμό και τη μη στελέχωση περισσότερων των 1300 ΜΕΘ που, κατά δήλωση της κυβέρνησης, υπάρχουν διαθέσιμες. Και οι οποίες, αξίζει να σημειωθεί, ότι φτάνουν σήμερα στο κόκκινο με λιγότερους από 450 διασωληνωμένους.

Αν, για παράδειγμα, ο εξοπλισμός μιας ΜΕΘ κοστίζει περί τις 150.000 Ευρώ και αν ένας μήνας με τη χώρα σε κατάσταση lockdown κοστίζει στην εθνική οικονομία 2,7 δις Ευρώ, πόσες ΜΕΘ ακόμη θα χρειάζονταν να εξοπλιστούν και να στελεχωθούν, ώστε να αποφευχθεί ή και να περιοριστεί δραστικά η μεγάλη οικονομική απώλεια από το πολύμηνο lockdown;

Εκτός από το κόστος της οικονομίας, υπάρχει βέβαια και το πολύ σοβαρό κόστος σε χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Με τους θανάτους που συμβαίνουν εξ αιτίας της μη διαθεσιμότητας κλινών ΜΕΘ κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, να υπολογίζονται σύμφωνα με εκτιμήσεις διευθυντών κλινικών του ΕΣΥ ότι ανήλθαν σε 4.000.

Αν λοιπόν στο οικονομικό όφελος από την επένδυση στην αύξηση των ΜΕΘ συνυπολογιστεί και η μείωση των χιλιάδων θανάτων, που τώρα συμβαίνουν επειδή από ένα σημείο και μετά οι κλίνες σε ΜΕΘ είναι όλες κατειλημμένες και δεν υπάρχει δυνατότητα παροχής φροντίδας σε όσους νοσούν βαριά, τότε είναι βέβαιο ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, της μη επένδυσης στη θωράκιση του ΕΣΥ, δεν θα προκύψει μόνο οικονομικά ζημιογόνος, αλλά θα αποδειχθεί και ολέθρια για τη δημόσια υγεία.

Η κυβέρνηση προσπαθεί επικοινωνιακά να διαχειριστεί την υγειονομική κρίση, υπενθυμίζοντας τον παράδεισο που μας περιμένει μετά την ολοκλήρωση των εμβολιασμών.

Η αλήθεια όμως είναι ότι όσοι επιβιώσουν από την πανδημία, μετά το τέλος του εφιάλτη θα πρέπει να ζήσουν με μια κόλαση: Θα πρέπει να επιβιώσουν από τις συνέπειες που θα αφήσει πίσω της η ολέθρια διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.

Μια οικονομία σε βαθιά ύφεση, με κατεστραμμένη παραγωγική βάση, εκατοντάδες χιλιάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις και εκατομμύρια άνεργους και απελπισμένους που θα βρεθούν στο δρόμο.