Ολοκληρώνουμε τη παρουσίαση της Δημοκρατικής Αυτονομίας στη Rojava με τις οικολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η περιοχή και τις προσπάθειες για μια οικολογική ισορροπία, σε συνέχεια της ανάρτησης: Η οικοδόμηση του συστήματος δικαιοσύνης.

Ads

Στα πλαίσια των θεσμών της Δημοκρατικής Αυτονομίας σήμερα, εκτός των άλλων,γίνεται συζήτηση για το πώς συνδέονται οι από το 2011/12 υφιστάμενες ή εν εξελίξει διεργασίες της οικολογικής καταστροφής με τις νέες προκλήσεις και καταστάσεις και για τις πιθανές λύσεις και προοπτικές. Αναμφίβολα, οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, τη γεωργία, τη διαχείριση των αποβλήτων, την οικιστική ανάπτυξη και, εν τέλει, ο συνεχιζόμενος πόλεμος πρέπει να γίνει αντικείμενο ανάλυσης και προτάσεων. Το μπααθικό καθεστώς έδινε λίγη έμφαση σε μια οικολογική κοινωνία, πράγμα που δεν αποτελεί έκπληξη για τη Μέση Ανατολή.

Κατά συνέπεια, η επίδραση της παραγωγής, της κατανάλωσης και των μετακινήσεων-μεταφορών δεν είχαν διερευνηθεί και πολύ περισσότερο δεν είχαν  ληφθεί για αυτά κάποια αντίμετρα από το καθεστώς. Σε πρώτο πλάνο είχε μπει , η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση των πόρων, η μακροπρόθεσμη διατήρηση σε υψηλό επίπεδο της παραγωγή στον τομέα της γεωργίας και η  διατήρηση των δημόσιων υπηρεσιών σε ένα ορισμένο βασικό επίπεδο με περιορισμένους πόρους. Αυτό ίσχυε για όλη τη Συρία, αλλά κυρίως στην Rojava η οποία τελικά ήταν αποικιοποιημένη περιοχή. Δεν έγινε για το τίποτα η λεγόμενη Αραβική ζώνη, όπου εγκαταστάθηκαν στη δεκαετία του εξήντα χιλιάδες Άραβες στη Rojava, ως μέρος μιας πολιτικής διευθέτησης.

Η Rojava προορίζονταν μόνο για τη γεωργία

Μετά την ίδρυση της “Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας” η Rojava θεωρήθηκε κυρίως ως μια περιοχή που πρέπει να παράγονται εντατικής γεωργίας προϊόντα, ώστε να συμβάλει όσο το δυνατόν περισσότερο στις ανάγκες διατροφής όλης της Συρίας. Έτσι, η γεωργία στην περιοχή Afrîn, λόγω του μεσογειακού κλίματος, σε δύο δεκαετίες μετατράπηκε σε μονοκαλλιέργεια κυρίως ελιάς, δίπλα σε αμπέλια και ρόδια που εξακολουθούν να φυτεύονται. Όλο το παλαιό δάσος έχει κοπεί και αντικατασταθεί από τεράστιες φυτείες ελιάς, περιορίζοντας σημαντικά τη βιοποικιλότητα. Παρόμοια συνέβη και στη μεγαλύτερη περιοχή της Rojavas, το Cizîrê. Εδώ καλλιεργείται σήμερα σχεδόν αποκλειστικά σιτάρι. Όσο βλέπει το μάτι, υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις, η μία δίπλα στην άλλη με ίδια καλλιέργεια των σιτηρών. Καλλιεργούνται ακόμη σε λίγες εκτάσεις, οι φακές, τα φασόλια και το βαμβάκι, αλλά αυτές αντιπροσωπεύουν συνολικά όχι πάνω από το 10% της έκτασης. Η περιοχή του Kobanê είναι ένας συνδυασμός από Afrin και Cizîrê. Υπάρχουν σχεδόν μόνο χωράφια με σιτάρι και ελαιώνες.

Ads

Όχι μόνο η καλλιέργεια της τομάτας, αλλά και κάθε καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών αποφεύχθηκαν «οικειοθελώς». Κοντά στην πόλη Amûdê στην περιοχή Cizîrê έπρεπε να υπάρχει, μέχρι πριν περίπου 80 χρόνια, ένα δάσος με υγρότοπους, όπου ζούσαν γαζέλες. Το αργότερο με τη γεωργική χρήση όλων των εκτάσεων έξω από οικισμούς και δρόμους και την ευρεία χρησιμοποίηση περιοχών για την εντατική εκτροφή βοοειδών, εξαφανίστηκαν πολλά είδη ζώων και φυτών από τη Rojava.

Οι σημερινές συζητήσεις στη Rojava είναι προς τη κατεύθυνση της διαφοροποίησης της γεωργίας, ώστε να πραγματοποιηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια. Έτσι, από το 2013 και μετά άρχισε να μπαίνει αυτό σε σταδιακή εφαρμογή. Αλλά παρά τις μέχρι τώρα συζητήσεις στο πλαίσιο αυτό, δυστυχώς, δύσκολα μπορεί να διαδοθεί η ιδέα για τη δημιουργία μικρών δασών ( με διασυνδεδεμένο δίκτυο βιοτόπων) ή για φύτευση δέντρων τουλάχιστον μεταξύ των καλλιεργούμενων χωραφιών. Αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων επειδή η οικολογική ευαισθητοποίηση γενικά δεν είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένη και ειδικά στην ύπαιθρο. Επιπλέον, δεν φυτεύονται δέντρα, διότι έτσι θα χάνονται καλλιεργούμενες εκτάσεις και δεν υπάρχει από καμιά πλευρά αποζημίωση. Παράλληλα τα δέντρα έχουν εξαφανιστεί από το τοπίο εδώ και 40 με 50 χρόνια και συνεπώς έχει χαθεί και η εμπειρία με τα δέντρα. Τέλος, υπάρχει ακόμα ο πόλεμος και έτσι είναι ευρέως διαδεδομένες οι αβεβαιότητες. Η φύτευση των δέντρων και ενδεχομένως η δημιουργία μικρών δασών μπορεί να χρειαστεί να μπει στην ημερήσια διάταξη από το MGRK, ώστε να προγραμματισθεί η αύξηση μακροπρόθεσμα της βιοποικιλότητας στη χώρα, διότι οι αγρότες δύσκολα μπορούν να το κάνουν στο εγγύς μέλλον από μόνοι τους.

Το συριακό κράτος, για την αύξηση της παραγωγικότητας, διέδωσε στη δεκαετία του ογδόντα τα χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα στη Συρία και τη Rojava. Αυτό είχε αναμφίβολα σχετικές επιπτώσεις στην ποιότητα του εδάφους και των υπόγειων νερών. Ωστόσο αυτό έγινε σε περιορισμένο βαθμό. Με την επανάσταση και το εμπάργκο που επακολούθησε στη Ροζάβα, οι αγρότες δύσκολα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αυτά τα χημικά και έτσι η χρήση τους έχει μειωθεί στο ένα πέμπτο έως το ένα τέταρτο. Μόνο οι μεγαλοκτηματίες -έχουν έως και 20% της συνολικής γεωργικής γης υπό την κατοχή τους – μπορούσαν ακόμα να εξασφαλίζουν χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα, επειδή μπορούν να το αντέξουν οικονομικά. Το μικροί αγρότες έχουν καταφύγει στις παραδόσεις τους – αυτές δεν είχαν εντελώς εξαφανιστεί – και ενεργοποίησαν την παραδοσιακή λίπανση. Από τη μία πλευρά αυτό μειώνει την παραγωγή αισθητά, από την άλλη πλευρά όμως συνεισφέρει αρκετά στη προστασία και διατήρηση του εδάφους, του νερού και της φύσης. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι στη Cizîrê παράγεται αρκετό σιτάρι, η μείωση της παραγωγής δεν είναι απολύτως κανένα πρόβλημα από διατροφικής άποψης. Παρ ‘όλα αυτά, θα πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι αποζημίωσης για τους επηρεαζόμενους αγρότες – όπως η προώθηση των προϊόντων τους ή ορισμένα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα για αυτούς.

Η λειψυδρία έρχεται

Εδώ και δύο χρόνια, η για δεκαετίες γνωστή επικείμενη λειψυδρία, έγινε άμεσα αντιληπτή  πραγματικότητα. Η κοίτη του ποταμού Xabur π.χ. είναι ξηρή, μόνο δύο ή τρεις μήνες κατά τη διάρκεια του χειμώνα ρέει σε αυτή λίγο νερό. Το ποτάμι έρχεται από το Βόρειο Κουρδιστάν. Το ίδιο συμβαίνει με το ποτάμι που έρχεται από την περιοχή του Dêrîk-πηγάζει από τα βουνά Bagok από τη βορειακουρδική πλευρά και ρέει προς τη Hesekê- όπου έχει νερό μόνο για 4-5 μήνες το χρόνο. Μόνο το μικρό ποτάμι Çaxçax, το οποίο τροφοδοτείται ως επί το πλείστον από τα βουνά Mêrdins (Βόρειο Κουρδιστάν) και ρέει μέσω Nisebîn προς το Qamişlo, έχει νερό όλο το χρόνο. Συνεχίζει να ρέει μετά προς Hesekê, όπου συναντώνται και τα τρία ποτάμια που αναφέρθηκαν.

Ωστόσο, το Çaxçax έχει μια εξαιρετικά κακή ποιότητα νερού, διότι οι 100.000 κάτοικοι ολόκληρης της πόλης Nisebîn ρίχνουν ανεπεξέργαστα τα λύματά τους. Έχει προγραμματιστεί ένα εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων, αλλά καταρχήν σταμάτησε η κατασκευή του λόγω οικονομικών δυσκολιών. Η ποιότητα του νερού είναι τόσο κακή ώστε μια βουτιά σε αυτό το ποτάμι θα έχει ως αποτέλεσμα την ίδια ημέρα κάποια ασθένεια. Και αν λάβουμε υπόψη ότι δεν είναι λίγοι οι αγρότες που για την άρδευση των χωραφιών τους χρησιμοποιούν αυτό το νερό, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τις συνέπειες για την υγεία. Αυτά και άλλα προβλήματα έχουν γίνει εδώ και καιρό πλέον συνειδητά, αλλά υπάρχουν λίγες δυνατότητες για να διορθωθεί η κατάσταση, λόγω των περιορισμένων οικονομικών και τεχνικών πόρων. Αλλά ένα πράγμα είναι που θέλουν να κάνουν: καθαρισμό των πρανών στην κοίτη του ποταμού μέσα στην πόλη. Γιατί πολλοί άνθρωποι ρίχνουν τα σκουπίδια τους από τις γέφυρες και τις άκρες των δρόμων σε αυτές ή απευθείας στο ποτάμι. Εδώ γίνονται σκέψεις για διεξαγωγή μιας εκστρατείας σε συνεργασία με τους γειτονικούς κατοίκους, τους καταστηματάρχες και τα σχολεία. Αυτό θα ήταν σημαντικό προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση για τα ποτάμια και τα ρέματα. Ταυτόχρονα, η διοίκηση της πόλης του Qamişlo πρέπει να ασκήσει πίεση στην τοπική αυτοδιοίκηση της Nisebîn, να αναλάβει επιτέλους την κατασκευή μονάδας επεξεργασίας λυμάτων και πάλι.

Οι λόγοι για τη δραματική μείωση του νερού στα ποτάμια είναι πολυσύνθετοι. Πρώτον, υπάρχει η πολιτική υδάτων του τουρκικού κράτους. Αυτό κτίζει φράγματα και καθηλώνει το νερό να χρησιμοποιηθεί κυρίως για άρδευση μεγάλων περιοχών. Επιπρόσθετα υπάρχει το γεγονός ότι εντός της τουρκικής επικράτειας δεν υπόκεινται σε έλεγχο τα πηγάδια και οι γεωτρήσεις από τις οποίες αντλούνται υπόγεια νερά  για άρδευση. Με νέα και αποτελεσματικά μηχανήματα τα τελευταία δέκα με 15 χρόνια, αντλούνται πολύ περισσότερα από ό, τι στο παρελθόν τα υπόγεια νερά. Αυτό έχει δραματικές συνέπειες για τα νερά στη βόρειο κουρδική πλευρά, πράγμα που είναι καταστροφικό και έχει υπαρξιακό περιοριστικό αποτέλεσμα στη Rojava. Μόνο με μια ματιά από τα υψώματα των συνόρων αντιλαμβάνεται κανείς ότι στη βορειοκουρδική πλευρά της Τουρκίας τα χωράφια είναι καθαρά πιο πράσινα από ότι στη Rojava.

Εκτός από την τουρκική πολιτική των υδάτων, η αλλαγή του κλίματος φέρει επίσης την ευθύνη για την έλλειψη νερού. Από τη δεκαετία του ενενήντα, υπάρχει στην περιοχή της λεκάνης απορροής του Τίγρη και Ευφράτη (βόρειο Κουρδιστάν και Rojava) έως και 10% λιγότερη βροχόπτωση, η οποία είναι σαφώς αισθητή στην απορροή στις κοίτες των ποταμών. Αλλά σε αυτό συνεισέφερε τελικά και η πολιτική του νερού του συριακού κράτους στη Rojava. 30000 πηγάδια στην περιοχή Cizîrê λειτουργούν εδώ και δεκαετίες για άρδευση. Παρά το γεγονός ότι σε σχέση με το Βόρειο Κουρδιστάν χρησιμοποιείται σημαντικά λιγότερο νερό ανά εκτάριο (η συριακή κυβέρνηση προσχώρησε / προσχωρά σε καλύτερη πολιτική για τα νερά της από ότι η Τουρκία), εξακολουθούν να αφαιρούνται σημαντικές ποσότητες νερού.

Μια γρήγορη λύση δεν υπάρχει. Διότι ακόμη και με μια ακραία αλλαγή της πολιτικής των υδάτων του τουρκικού κράτους και της Rojavas προς σημαντικά μικρότερη κατανάλωση νερού και ακόμα με περισσότερες βροχοπτώσεις θα χρειαστούν δεκαετίες για ανέλθει σημαντικά και πάλι η στάθμη των υπόγειων υδάτων. Από τη μεριά της Τουρκίας δεν αναμένονται τέτοια αλλαγή, εκτός αν συμβούν πολύ σοβαρές πολιτικές αλλαγές. Η Rojava μόνη της μπορεί να κάνει λίγα πράγματα, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του επιφανεικού και υπόγειου νερού της προέρχεται από το Βόρειο Κουρδιστάν στη Τουρκία. Η Δημοκρατική Αυτοδιοίκηση στη Rojava μπορεί να πάρει μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων. Κατ ‘αρχάς, θα πρέπει να ελέγχεται ο αριθμός και οι ποσότητες άντλησης των γεωτρήσεων και των πηγαδιών. Για αυτό θα έπρεπε εκτός από την εισαγωγή των μηχανισμών ελέγχου,  κυρίως να ληφθούν μέτρα για την αύξηση της ευαισθητοποίησης. Εάν ο πληθυσμός πεισθεί να χρησιμοποιεί λιγότερο και πιο αποτελεσματικά το νερό, τότε αυτό θα βοηθήσει περισσότερο από το να απειλείται με  ποινές και πρόστιμα παράβασης.

Γι ‘αυτό θα πρέπει να εξεταστεί αν είναι καλύτερα ένα μέρος της γεωργικής γης να εξαιρεθεί της άρδευσης. Για το σιτάρι, υπάρχει αρκετό σε αυτή την περιοχή. Το λιγότερο νερό δεν πρέπει να γίνει ένα σοβαρό εμπόδιο για τη διαφοροποίηση της παραγωγής. Θα πρέπει να προωθηθούν νέες καλλιέργειες που χρειάζονται λίγη ή καθόλου άρδευση. Να διεξαχθεί επίσης συζήτηση σχετικά με οικονομικές τεχνικές άρδευσης. Αλλά αυτό βραχυπρόθεσμα θα είναι δύσκολο λόγω του εμπάργκο.

Διαχείριση αποβλήτων – ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα

Ένα άλλο οικολογικό πρόβλημα είναι η καθαριότητα των πόλεων και η διαχείριση των αποβλήτων, που είναι ταυτόχρονα και ζήτημα υγείας. Μετά την απελευθέρωση των πόλεων της Rojava, διαλύθηκε σε πολλές πόλεις η διαχείριση των σκουπιδιών που γινόταν από τους τοπικούς δήμους. Ενώ σε ορισμένες πόλεις, όπως το Kobanî με την Επανάσταση, οι δημοτικές υπηρεσίες μπόρεσαν να λειτουργήσουν άμεσα με σχεδόν το ίδιο προσωπικό, υπήρξε στο Qamişlo για αρκετούς μήνες μια προβληματική κατάσταση. Η δημοτικές υπηρεσίες του  κράτους ης Συρίας αποσύρθηκαν στις λίγες ακόμα κυβερνητικά ελεγχόμενες συνοικίες του Qamişlo. Γι ‘αυτό το φθινόπωρο του 2012 και το χειμώνα του 2013 στις περισσότερες συνοικίες του Qamişlo τα σκουπίδια παρέμειναν χωρίς αποκομοιδή. Σε λίγες εβδομάδες όμως  οργάνωσαν τη διαχείριση νεολαίοι της Επαναστατικής Νεολαίας που ξεκίνησαν εκστρατεία για τη συλλογή των απορριμμάτων από τους δρόμους. Το γυναικείο κίνημα Yekîtiya Star συμμετείχε επίσης ενεργά σε αυτές τις εκστρατείες, οι οποίες οδήγησαν σε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας. Έτσι επιταχύνθηκε και η διαδικασία της οικοδόμησης νέων δημοτικών υπηρεσιών στο Qamişlo και σε άλλα μέρη.

Από το 2014 υπάρχει σε όλα τα μέρη μια λειτουργούσα διαχείριση των σκουπιδιών. Τα συλλεγμένα σκουπίδια μεταφέρονται σε λάκκους υγειονομικής ταφής,  όπου καίγονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Οι χώροι που χρησιμοποιούνται σήμερα για αυτό, έχουν σχεδόν όλοι δημιουργηθεί πριν από το 2012. Στο σύστημα συλλογής και διάθεσης των αποβλήτων επομένως δεν έχει αλλάξει τίποτα ριζικά. Εντούτοις, αυτές οι χωματερές είναι από άποψη οικολογίας και  υγείας ένα σοβαρό πρόβλημα για όλα τα έμβια όντα.

Οι δημοτικές αυτοδιοικήσεις συζητούν διάφορες λύσεις. Η πιο απλή και φθηνότερη λύση θα ήταν να επιλεγούν νέοι χώροι υγειονομικής ταφής που να μην είναι επιβλαβείς για το υπόγειο νερό και τις πηγές, καθώς και για κατοικημένες περιοχές. Η πιο ακριβή, αλλά λογικότερη λύση θα ήταν αποτεφρωτήρες δίπλα στους υπάρχοντες σκουπιδότοπους. Αλλά στη Συρία του πολέμου κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να φερθεί σε πέρας. Για το ποιες λύσεις είναι καλύτερες και εφικτές, για το ποια τεχνολογία λείπει και θα μπορούσε να  εξασφαλισθεί παρά το εμπάργκο, δεν μπορεί προς το παρόν να καταλήξει η συζήτηση. Εξάλλου λείπουν και οι ειδικοί για αυτό.

Ωστόσο, στο όλο θέμα των αποβλήτων στην Rojava επηρεάζει θετικά το γεγονός ότι η ποσότητα των απορριμμάτων έχει μειωθεί αισθητά με την Επανάσταση. Αυτό από τη μια οφείλεται στο γεγονός ότι τα εμπορεύματα που εισάγονται στη Rojava έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω του εμπάργκο από την Τουρκία και το Νότιο Κουρδιστάν (του Ιράκ). Από την άλλη επίσης στο γεγονός ότι οι άνθρωποι λόγω της έλλειψης οικονομικών μέσων επαναχρησιμοποιούν με κατάλληλες επισκευές τα αντικείμενα, τις συσκευασίες, τις συσκευές κλπ ή τα χρησιμοποιούν για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Βεβαίως εξακολουθεί να έρχονται στη Rojava πάρα πολλά ακόμα πράγματα που δεν ανακυκλώνονται, ιδιαίτερα πλαστικές σακούλες.

Ατμοσφαιρική Ρύπανση

Επειδή στο Cizîrê ραφινάρεται και καταναλώνεται πολύ ντίζελ, η ποιότητα του αέρα στις αστικές περιοχές είναι πολύ άσχημη. Η κατανάλωση βενζίνης έχει αντικατασταθεί εν μέρει από τη χρήση ντίζελ, επειδή οι άνθρωποι έχουν πάει σε πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα. Υπάρχει σε διάθεση πολύ diesel, έτσι δεν έχει μειωθεί ο αριθμός των ιδιωτικών αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων μετά την επανάσταση. Επιπλέον, η τεχνική της διύλισης του αργού πετρελαίου δεν είναι σε υψηλό επίπεδο. Αυτός είναι ένας επιπλέον παράγοντας για την αύξηση της ρύπανσης του αέρα. Ακόμη πιο προβληματικές είναι οι πολυάριθμες γεννήτριες ντίζελ, οι οποίες χρησιμοποιούνται σαν υποκατάστατο στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επειδή συχνά διανέμεται η ηλεκτρική ενέργεια μόνο τέσσερις ή πέντε ώρες την ημέρα. Συχνά ακούγονται στους δρόμους, συμμετέχοντας σημαντικά στην αύξηση της ρύπανσης του αέρα και στο υψηλό επίπεδο θορύβου. Και τα δύο οδηγούν ταυτόχρονα σε σοβαρή βλάβη της υγείας του πληθυσμού. Όσο περισσότερο θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση, τόσο πιο σοβαρές θα είναι οι συνέπειες.

Η παραγωγή πετρελαίου

Μια σημαντική οικολογική καταστροφή συνδέεται επίσης με την εξόρυξη, τη διύλιση και τη διανομή του αργού πετρελαίου. Οι πετρελαιοπηγές της Cizîrê βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ Tirbespî και Derik, γύρω από τη πόλη Rimelan. Όπως και αλλού, η πετρελαϊκή οικονομία λειτουργεί και στη Rojava με καταστροφικές συνέπειες για μεγάλης έκτασης τοποθεσίες. Εκτός από την μόλυνση του εδάφους στην τοποθεσία εξόρυξης, η πραγματική μόλυνση συμβαίνει μέσω της διύλισης και μεταφοράς. Η διύλιση αργού πετρελαίου από την περιοχή Cizîrê λάμβανε χώρα μέχρι το 2011 στη Homs, δηλαδή εκτός Rojava. Με την επανάσταση δημιουργήθηκε και στην ίδια τη Cizîrê μια δυνατότητα, αλλά με απλά μέσα, ώστε είναι δύσκολο να τηρούνται τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Με αυτό τον τρόπο έχει μολυνθεί επίσης το έδαφος. Εξίσου τουλάχιστον άσχημο είναι και το γεγονός ότι τα μολυσμένα λύματα αποβάλλονται χωρίς επεξεργασία σε ένα μικρό ποτάμι. Η ποσότητα των υγρών αποβλήτων δεν είναι μεγάλη, αλλά αρκετή για να μολύνει ολόκληρο το ρεύμα του νερού. Αυτό ρέει σχεδόν χωρίς ψάρια από τη Rimelan σε νοτιοδυτική κατεύθυνση προς τη Hesekê. Κατά μήκος αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτό το νερό για το πότισμα των χωραφιών. Τα παιδιά διατρέχουν κίνδυνο όταν παίζουν σε αυτό το μικρό ποτάμι.

Τους κινδύνους αυτούς γνωρίζουν πολύ καλά τα Συμβούλια. Έχουν κατ ‘επανάληψη τονίσει ότι θα έκαναν κάτι ενάντια σε αυτό, αν διέθεταν τα τεχνικά μέσα και τις δυνατότητες. Λαμβάνοντας υπόψη το εμπάργκο δεν είναι δυνατόν στο εγγύς μέλλον να κάνουν σχεδόν τίποτα. Ο υπουργός Περιβάλλοντος έχει επίσης δώσει ιδιαίτερες οδηγίες. Κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια μαζί με άλλους επί τόπου για την ενημέρωση του πληθυσμού γύρω από τους κινδύνους αυτούς. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι που ζουν στο Cizîrê αντιμετωπίζουν το δίλημμα: διύλιση αργού πετρελαίου ώστε να ικανοποιήσουν την ανάγκη για ηλεκτρικό ρεύμα και κινητικότητα αποδεχόμενοι τις προαναφερόμενες καταστροφές και απειλές για τη φύση και τον άνθρωπο, ή από την άλλη, να απέχουν από την ηλεκτρική ενέργεια και τα αυτοκίνητα, ώστε να αποφύγουν τη σοβαρή οικολογική καταστροφή. Στο άμεσο μέλλον δεν φαίνεται να λύνεται αυτή η αντίφαση, αλλά μπορεί να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και ο πληθυσμός μπορεί να ενημερωθεί για τους κινδύνους. Θα χρειασθεί να εφαρμοστούν κατάλληλα μέτρα με τους λίγους πόρους και τα λίγα χρήματα που διαθέτουν.